Με μία οργισμένη ανάρτηση στην προσωπική του σελίδα στο Facebook, ο Πέτρος Τατσόπουλος επιτίθεται στην υπουργό Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου, με αφορμή το συλλυπητήριο μήνυμά της για τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, που έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 74 ετών.
Το σχόλιο του Πέτρου Τατσόπουλου στο Facebook είναι το εξής: «Λυδία, διάβασα τον επικήδειό σου για τον Λουκιανό. Στάθηκα ιδιαίτερα στα θερμά σου λόγια για τη στάση του Λουκιανού κατά το δημοψήφισμα του 2015, μια στάση που η κυβέρνησή σου την πήρε και την έριξε στα σκουπίδια την ίδια κιόλας νύχτα του δημοψηφίσματος, πριν καν ξημερώσει. Λυδία, το περιστατικό που διάλεξες και η στιγμή που διάλεξες για να μας το υπενθυμίσεις, με πείθουν ότι έχεις νοημοσύνη βερίκοκου και ευαισθησία μικρότερη από όση διαθέτει ένα πόμολο. Είσαι ηλίθια, κοπέλα μου. Δηλαδή, όχι απλώς ηλίθια. Καρα-ηλίθια. Να σε διδάσκουν στα σχολεία. Προς αποφυγήν».
Η ανάρτηση της κα Κονιόρδου που προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση Τατσόπουλου
«Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης ήταν ένας τραγουδοποιός με όλη τη σημασία της λέξης. Eνας ταλαντούχος συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής, με κοινωνικές και πολιτικές ανησυχίες που αποτυπώνονταν στα τραγούδια του, στις συνεργασίες του και στους τρόπους που διάλεγε για να συναντήσει το κοινό του», αναφέρει, σε ανακοίνωσή της, η υπουργός Πολιτισμού.
«Ποιος δεν θυμάται τα “Μικροαστικά” του ’73, τα “Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας” του ’75, το “Κι εσύ χτενίζεσαι” με το Ελεύθερο Θέατρο, τα δέκα χρόνια με την Ελεύθερη σκηνή, την παρουσία του στο Θεσσαλικό Θέατρο της αγαπημένης του Αννας Βαγενά, τη συνεργασία του με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, τον Παντελή Βούλγαρη, ή τον Βασίλη Αλεξάκη, αλλά και το θρυλικό πάρτι στη Βουλιαγμένη το 1983 που κατέβασε 70.000 κόσμο στην παραλία ή και το πρώτο ελληνικό λαϊκό μιούζικαλ που έστησε στο θέατρο Λυκαβηττού το 1993 με το “Αχ! Πατρίδα μου γλυκιά”», σημειώνει η υπουργός Πολιτισμού.
«Ο Λουκιανός κοίταζε κατάματα το παρόν από τότε, μέσα στη δικτατορία, που συνεργαζόταν με τον Γιάννη Νεγρεπόντη και τον Μποστ, μέχρι τον Ιούλιο του 2015, που σχολίαζε τη στάση των Ευρωπαίων πολιτικών απέναντι στην Ελλάδα αλλά και την προπαγάνδα των κυρίαρχων ΜΜΕ. Ο Λουκιανός ήταν όμως και η νοσταλγία. Η νοσταλγία για άλλες αξίες και για την ουσία των πραγμάτων, και μέσα από αυτήν (μέσα από τα παλιά Σινεμά, τα 50ς, τον Μικρό Ηρωα) έκανε παράλληλα και την κριτική του στην κοινωνία της κατανάλωσης. Ηταν συνειδητά ο “φτωχός και μόνος καουμπόης” του ελληνικού τραγουδιού, που δεν θέλησε να γίνει -και δεν έγινε- κομμάτι του συστήματος και κράτησε αποστάσεις από τη βιομηχανία του τραγουδιού», τονίζει η κ. Κονιόρδου.
«”Μιλούσε” -και ήταν αγαπητός- στο ροκ κοινό, αλλά και στους πιστούς του αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού. Ηταν, όμως, και ο ατμοσφαιρικός συνθέτης του “Μedia Luz” και του “Θίασου”. Ο λάτρης των μουσικών χρωμάτων, της Νέας Ορλεάνης, του “δρόμου”, της περιπλάνησης. Και στα τραγούδια του μπορούσαν να συγκατοικούν ο Φελίνι και ο Μπόγκαρτ, ο Σαββόπουλος και ο Τσιτσάνης, ο Βέγγος και ο Σεφέρης, οι παιδικοί ήρωες και οι μεγάλοι καλλιτέχνες. Ο Λουκιανός ήταν ένα σημείο αναφοράς στην πολιτιστική μας ζωή που ένωνε διαφορετικές “φυλές”, τάσεις, ηλικίες. Καταγόταν από αριστερή οικογένεια και ο γιατρός πατέρας του το είχε πληρώσει ακριβά. Το 2014, σε μια συνέντευξή του δήλωνε: “Εγώ έχω συναισθηματική σχέση με τρία πράγματα στη ζωή μου: Τον Ολυμπιακό, παρ’ όλο που γεννήθηκα σε γειτονιά Παναθηναϊκών, τη τζαζ, παρ’ όλο που δεν είμαι βαθύς γνώστης και την Αριστερά”. Θα ήθελα να εκφράσω τα πιο θερμά μου συλλυπητήρια στη γυναίκα του, Αννα Βαγενά, στις κόρες του, Γιασεμή και Μαρία και στους οικείους του», καταλήγει η υπουργός Πολιτισμού.