Την 8η υψηλότερη φορολογία ενοικίων μεταξύ 42 ευρωπαϊκών χωρών διαθέτει η Ελλάδα, καθώς μετά και τις τελευταίες αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών, η κατοχή ακινήτων προς εκμετάλλευση στη χώρα μας απέχει από το να χαρακτηριστεί ελκυστική επενδυτική επιλογή. Σύμφωνα με συγκριτικά στοιχεία που προκύπτουν από την εταιρεία Global Property Guide, ο μεσοσταθμικός συντελεστής φορολόγησης των ενοικίων στην Ελλάδα διαμορφώνεται σε 21%, όντας ο όγδοος υψηλότερος. Αυτό προκύπτει, λαμβάνοντας υπόψη ετήσιο εισόδημα της τάξεως των 18.000 ευρώ, το οποίο στη χώρα μας φορολογείται με συνολικό ποσό 3.780 ευρώ.
Ειδικότερα, επιβάλλεται συντελεστής 15% (από 11% που ίσχυε μέχρι πέρυσι) για τα πρώτα 12.000 ευρώ, ήτοι ποσό 1.800 ευρώ, ενώ για τα υπόλοιπα 6.000 ευρώ εσόδων μέχρι τα 18.000 ευρώ, ο φορολογικός συντελεστής ανέρχεται σε 33%, ήτοι επιπλέον 1.980 ευρώ, αυξάνοντας το τελικό ποσό της φορολόγησης σε 3.780 ευρώ, επί συνόλου 18.000 ευρώ. Ετσι, προκύπτει και ο τελικός συντελεστής του 21%. Στον αντίποδα, μηδενική φορολογία ενοικίου, γεγονός που εξηγεί και τη μεγάλη ροή επενδύσεων στην αγορά κατοικίας, διαθέτουν η Μεγ. Βρετανία, το Λουξεμβούργο και το Μονακό. Στην Κύπρο, τα ενοίκια δεν φορολογούνται αυτοτελώς. Αντιθέτως, το σχετικό εισόδημα ενσωματώνεται στα συνολικά έσοδα του φορολογουμένου, αφαιρώντας το 20%, το οποίο εκπίπτει από τη φορολογία.
Οπως αντιλαμβάνεται κανείς, η υψηλή φορολόγηση των εισοδημάτων από ενοίκια, σε συνδυασμό με τον ήδη υψηλό φόρο κατοχής (ΕΝΦΙΑ), καθιστούν μη ελκυστική την τοποθέτηση επενδυτικών κεφαλαίων στην ελληνική αγορά ακινήτων, ιδίως αν στα παραπάνω συνεκτιμηθεί ο παράγοντας του «ρίσκου χώρας», που συνοδεύει την Ελλάδα κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών της οικονομικής κρίσης, με αποτέλεσμα να επιδιώκονται ακόμα υψηλότερες αποδόσεις, συχνά ακόμα και της τάξεως του 15%-17%, από τους ενδιαφερόμενους ξένους επενδυτές.
Σε ανάλογο συμπέρασμα έχουν καταλήξει και όσοι διαθέτουν κατοικίες στην Ελλάδα με στόχο την εκμετάλλευση, με αποτέλεσμα να εγκαταλείπεται μία από τις πάγιες πρακτικές των τελευταίων δεκαετιών, δηλαδή η απόκτηση ακινήτων από τους αποταμιευτές με στόχο την ενοικίασή τους. Πλέον, όσοι έχουν ακίνητα προς ενοικίαση επιδιώκουν να επωφεληθούν από τις υψηλές ροές των τουριστών και να τα διαθέσουν μέσω ηλεκτρονικών υπηρεσιών διαμοιρασμού ακινήτων, που προσφέρουν σαφώς μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους και εγγυημένες πληρωμές, καθώς τα ποσά των ενοικίων προκαταβάλλονται.
Αντιθέτως, αν κανείς επιλέξει τη συμβατική μέθοδο εκμίσθωσης της κατοικίας του, δεν αποκλείεται, ανάλογα και με τυχόν άλλα ακίνητα που έχει στην κατοχή του, να κληθεί να πληρώσει δυσθεώρητα ποσά. Σύμφωνα με φορείς του κλάδου, πέραν της φορολογίας ενοικίων, θα πρέπει να συνυπολογιστεί στα έξοδα τόσο ο ΕΝΦΙΑ, όσο και ο συμπληρωματικός φόρος, που από φέτος επιβάλλεται μόλις από τα 200.000 ευρώ περιουσίας (από 300.000 ευρώ μέχρι το 2015) και μάλιστα με υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές, που αυξάνονται κλιμακωτά. Αυτό σημαίνει ότι ορισμένοι ιδιοκτήτες μπορεί να κληθούν να πληρώσουν ακόμα και επτά – οκτώ μηνιαία ενοίκια με τη μορφή φόρων, δείγμα του μεγέθους της υπερφορολόγησης.
Οι πρόσθετες επιβαρύνσεις έρχονται να προστεθούν στο ήδη αρνητικό περιβάλλον που είχε διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, με τις τιμές των ενοικίων να έχουν μειωθεί κατά 40% από το 2011 μέχρι σήμερα, τις καθυστερήσεις καταβολής των ενοικίων να βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη για το 90% των ιδιοκτητών και την αδυναμία των ιδιοκτητών να τύχουν κάποιας, έστω μικρής, φοροαπαλλαγής για τυχόν έξοδα και δαπάνες συντήρησης και επισκευής στα ακίνητά τους.
Πηγή: kathimerini.gr
Διαβάστε επίσης: