«Με τον ήλιο τα μπάζω, με τον ήλιο τα βγάζω. Τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;» αναρωτιόταν ο αφελής βοσκός που πρωταγωνίστησε σε μία από τις πιο γνωστές λαϊκές ρήσεις.
Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Στην Ελλάδα, βέβαια, δεν μιλάμε πλέον για πρόβατα. Για φωτιές συζητάμε κάθε χρόνο, με την εύλογη απορία: «Τι κάνουμε λάθος οι έρμοι και καιγόμαστε;». Από πού να το αρχίσεις και πού να το τελειώσεις. Αν όχι κάθε χρόνο, σίγουρα καλοκαίρι παρά καλοκαίρι, η Ελλάδα μετατρέπεται σε ένα παζλ με απανθρακωμένα τοπία. «Όμορφα χωριά, άσχημα καίγονται», όπως θα ονομάζαμε την απάντηση στο αριστούργημα του Σρτζαν Ντραγκόγεβιτς, που έγραψε για τον εμφύλιο της άλλοτε ενωμένης Γιουγκοσλαβίας και διαμήνυσε σε όλο τον κόσμο πως τα «όμορφα χωριά, όμορφα καίγονται». Στην περίπτωσή μας, η ασχήμια είναι πρόδηλη. Και αντιληπτή όταν κατακάθεται η στάχτη.
Τι φταίει και καιγόμαστε οι έρμοι; Οι απαντήσεις βρίσκονται μπροστά μας. Αρκεί, βέβαια, να θέλουμε να τις δούμε και να τις αποδεχθούμε. Αλλά βγάζουμε έναν αρνητισμό. Διότι πρέπει να παραδεχθούμε τα λάθη μας. Κι αυτή η διαδικασία είναι επίπονη.
Προτιμάμε, λοιπόν, να παρακολουθούμε κάθε χρόνο το ίδιο έργο, λες και πρόκειται για κάποια επανάληψη μίας καλής ελληνικής ταινίας. Σαν κι αυτές που από τα 60s μάς μιλούν για τη φοροδιαφυγή με τα διπλά βιβλία. Όπως εκείνες από τα 70s που καθιστούν σαφές ότι χρειαζόμαστε ένα πολιτικό μέσο για να βρούμε τον δρόμο μας στη ζωή. Ή έστω εκείνες του ’80, που εστιάζουν στο «τέρας» της γραφειοκρατίας. Το ίδιο που επικαλείται και η σημερινή κυβέρνηση, για να δικαιολογήσει την αποτυχία του επιτελικού κράτους. Τώρα, βέβαια, το ονομάζουμε «βαθύ κράτος», διότι η εποχή προϋποθέτει διαφορετική γλωσσική προσέγγιση.
Ίδιος… επιτελάρχης
Η αποτυχία στην πρόληψη ή την έγκαιρη αντιμετώπιση των πυρκαγιών, βέβαια, δεν βαραίνει αποκλειστικά κάποια πρόσωπα. Είναι, άλλωστε, διαχρονική. Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι που έχουν μερίδιο ευθύνης. Πάρτε, για παράδειγμα, όσα συνέβησαν στην Ελλάδα την περίοδο διακυβέρνησης από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ο σημερινός πρωθυπουργός αντικατέστησε τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη επειδή κάηκε το 2021 η μισή Κεντρική και Νότια Ελλάδα. Αντικαταστάθηκε από τον Χρήστο Στυλιανίδη. Την ίδια περίοδο ανασχηματίστηκε και ο τότε υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας Νίκος Χαρδαλιάς. Παρέμεινε, όμως, ο γενικός γραμματέας Πολιτικής Προστασίας, Βασίλης Παπαγεωργίου. Το ίδιο συνέβη όταν η κακοκαιρία «Ελπίδα» έκλεισε την εθνική οδό και εγκλώβισε χιλιάδες οδηγούς στην Αττική Οδό. Και τότε στήθηκαν στο… απόσπασμα άπαντες, εκτός από τον άνθρωπο που σχεδιάζει και υλοποιεί τη βούληση της πολιτικής ηγεσίας. Ο Παπαγεωργίου ελέγχει τον κρατικό μηχανισμό. Δεν λέμε ότι ευθύνεται αυτός, αλλά εκφράζουμε την απορία πώς γίνεται να φταίνε όλοι οι άλλοι εκτός από τον καθ’ ύλην αρμόδιο και τον μόνο συνδετικό κρίκο στις πυρκαγιές, στα χιόνια και στις πλημμύρες της τελευταίας τετραετίας.
Ο γρίφος του Δασαρχείου
Πάμε τώρα στο λεγόμενο… βαθύ κράτος. Στην περίπτωσή μας, βέβαια, λέγεται «Δασαρχείο». Από το 1998, τις επιχειρήσεις κατάσβεσης πυρκαγιών ανέλαβε το Πυροσβεστικό Σώμα. Αυτόματα, κόπηκαν τα κονδύλια για τους δασάρχες. Με συνέπεια, να δημιουργούνται διάφορα βραχυκυκλώματα, κυρίως στη ζώνη μείξης μεταξύ αστικής και δασικής έκτασης. Εκεί, πολλές φορές μένουν ακαθάριστες ολόκληρες εκτάσεις επειδή «δεν μας αφήνει το Δασαρχείο», όπως υποστηρίζουν δήμαρχοι και κοινοτάρχες ανά την Ελλάδα ή διότι δεν βρίσκεται άκρη για το ποιος νομιμοποιείται να παρέμβει. Η προβληματική επικοινωνία και η έλλειψη διάθεσης για συνεργασία θυμίζει σε αρκετούς τα χρόνια συνύπαρξης της Ελληνικής Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων. Κάπως έτσι μένουν απροστάτευτες και περικυκλωμένες από ξερά χόρτα ολόκληρες εκτάσεις και κυρίως ρεματιές, οι οποίες βρίσκονται στις παρυφές πόλεων και οικισμών.
Καθυστερημένος προγραμματισμός
Πάμε τώρα, για να αντιληφθούμε όλοι, το… χαλασμένο τηλέφωνο που υπάρχει μεταξύ όλων των αρμόδιων υπηρεσιών. Το Πυροσβεστικό Σώμα φτιάχνει το δικό του σχέδιο για την αντιπυρική περίοδο. Αλλά το γενικό πρόσταγμα το έχει η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας. Αυτή εξέδωσε εγκύκλιο στις 18 Απριλίου προς την τοπική αυτοδιοίκηση για επικαιροποίηση με τον νόμο 4662 του 2020 και σχέδιο για την απομάκρυνση των πολιτών από τις περιοχές των πυρκαγιών. Ακολούθησε στις 28 Απριλίου η έκδοση του Γενικού Σχεδίου Έκτακτης Ανάγκης.
Πότε να προλάβουν οι Δήμοι να φτιάξουν σχέδιο; Εδώ δεν προλάβαιναν τα προηγούμενα χρόνια, θα τα κατάφερναν φέτος με δύο εκλογικές αναμετρήσεις; Μέχρι να συνεδριάσουν, να βγάλουν μία επιτροπή και να καταστρώσουν το σχέδιο, η μισή Ελλάδα έχει καεί. Δεν βγαίνουν οδηγίες, εγκύκλιοι και αποφάσεις μία ή δύο εβδομάδες πριν από την έναρξη της αντιπυρικής περιόδου.
Οι ευθύνες των Δήμων
Η αδυναμία της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας για έγκαιρο και σωστό προγραμματισμό δεν σβήνει τις ευθύνες της τοπικής αυτοδιοίκησης. Οι Δήμοι και φέτος αλλά και πέρσι πήραν χρήματα για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, με στόχο τον περιορισμό των κινδύνων. Αλλά όταν δεν υπάρχει ελεγκτικός μηχανισμός, τότε όλα μπορούν να πάνε πιο πίσω χρονικά. Μέχρι τη στιγμή που θα ξεχαστούν. Αν, όμως, φρόντιζε το κράτος να ελέγχει τη ροή των κονδυλίων για την πυροπροστασία και επέβαλλε κυρώσεις για τις καθυστερήσεις ή για μετακινήσεις των χρημάτων σε άλλες ανάγκες, αυτόματα κάθε δήμαρχος και περιφερειάρχης θα το σκεφτόταν δυο και τρεις φορές πριν πει αυτό το ελληνικό «ωχ, ρε αδελφέ και αύριο μέρα είναι».
Ενδεικτικό των ευθυνών που έχουν κοινοτάρχες, δήμαρχοι και περιφερειάρχες είναι το γεγονός ότι μπορούσαν, βάσει νόμου, ακόμα και να παρέμβουν σε εκτάσεις των οποίων οι ιδιοκτήτες δεν προχωρούσαν στους απαιτούμενους καθαρισμούς, δεν το έπραξαν. Ούτε, όμως, επέβαλαν τα προβλεπόμενα πρόστιμα, διότι διανύουμε προεκλογική περίοδο και δεν γινόταν να ανοίξουν μέτωπα με τους εν δυνάμει ψηφοφόρους.
Κακός σχεδιασμός
Σε κάθε μεγάλη πυρκαγιά, βέβαια, ακούμε καταγγελίες πολιτών και φορέων ότι άργησαν ή εξαφανίστηκαν τα εναέρια μέσα. Κι όμως η Ελλάδα πληρώνει κάθε χρόνο έναν «σκασμό» λεφτά για τη συντήρηση των πυροσβεστικών αεροσκαφών της και για την ενοικίαση άλλων μέσων. Ακόμα και ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε λόγο για «τον πληρέστερο στόλο». Με πάνω από 90 πτητικά μέσα, τα 52 μισθωμένα, ο καθένας θα περίμενε καλύτερη αντίδραση στις πυρκαγιές. Αλλά προσέξτε τι γίνεται και τι δεν γίνεται.
Υπήρχε για την περασμένη Δευτέρα το «καμπανάκι» από την Πολιτική Προστασία για αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιάς στην Αττική. Όπως και συνέβη. Με τις πρώτες φλόγες να ξεπηδούν στον Κουβαρά. Εκείνη την ημέρα βρίσκονταν σε εναέρια περιπολία δύο Air Tractor. Την ώρα που πετούσαν πάνω από τα Γεράνια, πήραν εντολή να πάνε στον Κουβαρά. Έφτασαν εκεί, έριξαν από τρεις τόνους νερό το καθένα και εξαφανίστηκαν. Γιατί; Επειδή ήταν αεροπλάνα σταθερής υδροφορίας και όχι αμφίβια. Επέστρεψαν, δηλαδή, στο Τατόι, για ανεφοδιασμό. Για να μη χαθεί χρόνος, δόθηκε εντολή να σηκωθούν από την… Αγχίαλο δύο αεροπλάνα της ίδιας εταιρείας, αλλά με δυνατότητα να γεμίσουν νερό από τη θάλασσα. Μέχρι να φτάσουν, βέβαια, στο Λεκανοπέδιο, τα μέτωπα της φωτιάς είχαν γίνει τρία, καθώς φούντωσαν οι φλόγες στο Λουτράκι και στα Δερβενοχώρια.
Την ίδια ώρα, βέβαια, άλλα αεροπλάνα παρέμεναν στα Ιωάννινα και σε άλλες περιοχές με μικρότερο κίνδυνο για πυρκαγιές. Ο σχεδιασμός, όμως, αποδεικνύεται πως γίνεται στο πόδι.
Όπως το ίδιο ισχύει και για τα πυροσβεστικά αεροπλάνα που ενοικιάζουμε κάθε χρόνο. Το είχαμε διαπιστώσει και στις φωτιές του 2021. Βλέπαμε πτητικά μέσα να πετούν πάνω από τη θάλασσα χωρίς να παίρνουν νερό, επειδή δεν μπορούν να γεμίσουν τις δεξαμενές τους όταν υπάρχει κυματισμός. Έτσι, σε κάποιες περιπτώσεις έσπευσαν προς τη λίμνη του Μαραθώνα, που υποτίθεται ότι λειτουργεί για να τροφοδοτεί με νερό τα σπίτια.
Συνεπώς, εκτός από τον κακό σχεδιασμό, θα πρέπει να ελεγχθούν και όλες οι αποφάσεις για τις προμήθειες, αγορές και ενοικιάσεις αεροσκαφών. Αν και δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοια βούληση στον κρατικό μηχανισμό.
Η έλλειψη κυρώσεων
Επίσης, μία άλλη παράμετρος που εξηγεί γιατί καιγόμαστε κάθε χρόνο σχετίζεται με την άρνηση της πολιτείας να επιμερίσει ευθύνες για τις πυρκαγιές. Είτε μιλάμε για εμπρησμό με δόλο είτε από σφάλμα, το κράτος θα μπορούσε να κάνει ακόμα πιο προσεκτικούς τους πάντες. Το 2000 είχε εφαρμοστεί μία διάταξη που επέβαλλε στον υπαίτιο μιας πυρκαγιάς πρόστιμο ίσο με το κόστος αντιμετώπισης της φωτιάς. Αυτή η διάταξη άντεξε έως το 2004 και εκείνο το μεσοδιάστημα ήταν το καλύτερο για τη χώρα μας, με τις λιγότερες δασικές πυρκαγιές. Όταν καταργήθηκε η επιβολή του προστίμου, αυτόματα ξέφυγαν τα πράγματα. Κάπως έτσι φτάσαμε στο τραγικό 2007, στην τραγωδία της Ανατολικής Αττικής το 2018 και, βέβαια, στις καταστροφικές πυρκαγιές του 2021 και φέτος, που μπορεί να μην έχουμε θύματα, επειδή εκκενώνονται οικισμοί ακόμα και με… ξύλο, αλλά οι ζημιές είναι τεράστιες.
Θα μπορούσαμε να σταθούμε και στην εμμονή των Ελλήνων να φυτεύουν παντού πεύκα, τα οποία αποτελούν την καλύτερη καύσιμη ύλη και με τα κουκουνάρια βοηθούν τα μέγιστα για να εξαπλώνονται οι φωτιές. Θα μπορούσαμε επίσης να αναφερθούμε και σε οργανωμένο σχέδιο «ασύμμετρου πολέμου» ή όπως αλλιώς το χαρακτήριζε κάποτε ο Βύρων Πολύδωρας. Όλα αυτά, όμως, δεν θα μετρούσαν εάν όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς έκαναν σωστά και έγκαιρα τη δουλειά τους και οι πολίτες γνώριζαν ότι σε ένα πλήρως συγκροτημένο κράτος δεν μπορούν να παίζουν με τα σπίρτα, τα ξερόχορτα και τα τσιγάρα.
Όπως δημοσιεύθηκε στην “ΜΠΑΜ στο ρεπορτάζ” που κυκλοφορεί
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Φωτιές: Ο ΣΥΡΙΖΑ πάει στη βουλή το θέμα των πυρκαγιών
Φωτιά στην Κάρυστο: Ήχησε πάλι το 112 – Εκκενώνεται η περιοχή Πλατύς Γιαλός