Με σχέδιο Νόμου και χωρίς τη σχετική γνωμοδότηση της Αρχής «έσβησε» τυχόν ποινικές ευθύνες για απευθείας αναθέσεις σε Νοσοκομεία- Τι συμβαίνει με τα άλλα νομοσχέδια.
Από την «πίσω πόρτα», καταστρατηγώντας τους Νόμους και θέτοντας εκτός κάθε ελεγκτικής αρμοδιότητας την Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων, φρόντισε ο υπουργός Υγείας, κ. Άδωνις Γεωργιάδης να νομιμοποιήσει συλλήβδην τις δαπάνες από συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών των Νοσοκομείων και μάλιστα αναδρομικά!
Με σχέδιο Νόμου που κατατέθηκε τον Ιανουάριο του 2014 και αφορά το «Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.) Αλλαγή Σκοπού Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και λοιπές διατάξεις», αμνηστεύει όλες τις διοικήσεις των Νοσοκομείων που προχώρησαν ακόμη και σε απευθείας αναθέσεις ή παραβίασαν τη διαγωνιστική διαδικασία.
Με τη συγκεκριμένη κίνηση, παράλληλα, στερεί από τις ελεγκτικές Αρχές και δη την Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων το δικαίωμα ελέγχου!
Η νομοθετική πρωτοβουλία, η οποία απασχόλησε την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, δε συνάδει με το αυστηρά «μνημονιακό» προφίλ που έχει καλλιεργήσει ο κ. Γεωργιάδης ο οποίος εμφανίζεται ως ο κήνσορας της νομιμότητας και της ηθικής, αναφέροντας –συχνά, πυκνά- ότι χρειαζόμασταν το Μνημόνιο προκειμένου να λειτουργήσουμε εύρυθμα.
Είναι απορίας άξιον εάν υπάρχει άλλη ευρωπαϊκή χώρα στην οποία ο υπουργός παρακάμπτει την καθ’ ύλην αρμόδια Αρχή η οποία οφείλει –εκ του νόμου- να γνωμοδοτεί πριν από την κατάθεση σχεδίων νόμων.
Η αντίδραση
Στις 14 Φεβρουαρίου 2014 ο επικεφαλής της Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων, κ. Δημήτρης Ράικος με επιστολή του προς την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, όχι μόνο στηλιτεύει την κίνηση του κ. Γεωργιάδη αλλά υπενθυμίζει στους κυβερνώντες ότι ο Νόμος υποχρεώνει την κυβέρνηση να ενημερώνει την Αρχή πριν από την κατάθεση των σχεδίων νόμων που αφορά τις δημόσιες συμβάσεις.
Ο κ. Ράικος επισημάνει ότι «έχει παρατηρηθεί συχνά να κατατίθενται στη Βουλή σχέδια νόμων χωρίς την προηγούμενη λήψη γνώμης από την Αρχή, κατά παράβαση του νόμου», καθώς βάσει του ιδρυτικού της νόμου, η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων να γνωμοδοτεί.
Σύμφωνα με το Νόμο εάν ο αρμόδιος υπουργός διαφωνεί με τη γνώμη της Αρχής, η Αρχή δύναται να συγκαλεί συσκέψεις, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της και εκπροσώπων όλων των συναρμόδιων υπουργείων με σκοπό την ανταλλαγή και σύγκλιση απόψεων.
Σε περίπτωση που δεν αρθεί η διαφωνία μεταξύ του αρμοδίου υπουργού και της Αρχής, στη γνώμη της Αρχής προσαρτάται έκθεση του υπουργού και ειδική αιτιολόγηση κάθε απόκλισης από το περιεχόμενό της και τα εν λόγω έγγραφα πρέπει να συνοδεύουν τα σχέδια νόμων κατά την κατάθεσή τους στην Επιτροπή.
Αναφερόμενος στο σχέδιο Νόμου του υπουργείου Υγείας «οι εν λόγω διατάξεις, πέραν της παραπάνω παραβίασης της διάταξης του ουσιώδους τύπου της προηγούμενης γνώμης της Αρχής, θέτουν εν αμφιβόλων και τις λοιπές ελεγκτικές αρμοδιότητες της Αρχής, που ασκούνται τόσο στο στάδιο πριν την υπογραφή των συμβάσεων, όσο και στα επόμενα στάδια της εκτέλεσής τους».
Η συγκεκριμένη υπόθεση δεν είναι η μοναδική. Ο κ. Ράικος το επισημαίνει. «Έχει παρατηρηθεί συχνά», αναφέρει. Η ιστορία γράφει ότι και άλλα νομοσχέδια που αφορούν δημόσιες συμβάσεις –όπως των αυτοκινητοδρόμων- έχουν τεθεί προς ψήφιση χωρίς την γνωμοδότηση του καθ’ ύλην αρμόδιου οργάνου. Της ανεξάρτητης Αρχής που ιδρύθηκε ακριβώς γι αυτόν το λόγο!