Η καταξιωμένη οργανίστα Ουρανία Γκάσιου θα αποκαλύψει την εκφραστική παλέτα του εκκλησιαστικού οργάνου, τη Δευτέρα 30 Νοεμβρίου, στις 8:30 το βράδυ, στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης. Σε αυτή την ξεχωριστή βραδιά, το φιλόμουσο κοινό θα ανακαλύψει την αθέατη πλευρά ενός ρεσιτάλ εκκλησιαστικού οργάνου, καθώς θα έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει τις κινήσεις των χεριών της διακεκριμένης σολίστ επάνω στα κλαβιέ αλλά και των ποδιών της στο πεντάλ, με τη βοήθεια της κάμερας και της κινηματογραφικής οθόνης. Οι ακροατές θα απολαύσουν συνθέσεις του Μπραμς, του Βιερν, του Μέντελσον, του Σαιν-Σανς, του Σούμαν, του Φρανκ και του Λιστ, γεμάτες συναίσθημα, φλογερό τόνο, προσδοκία και πάθος, που θα αναδείξουν τη ρομαντική πλευρά του βασιλιά των μουσικών οργάνων.
Το πρόγραμμα του ρεσιτάλ
Η περιπλάνηση στον κόσμο του ρομαντικού εκκλησιαστικού οργάνου θα αρχίσει με το έργο Πρελούδιο και φούγκα σε σολ ελάσσονα, WoO 10 του Γιοχάννες Μπραμς (1833-1897), μιας από τις εμβληματικές φυσιογνωμίες της ευρωπαϊκής μουσικής του 19ου αιώνα. Έγινε ιδιαίτερα γνωστός για τις συμφωνίες του, αλλά καταπιάστηκε με πολλές φόρμες σύνθεσης (κοντσέρτα, κομμάτια για πιάνο, τραγούδια, μουσική δωματίου, κ.ά.). Τα χορικά-πρελούδια για εκκλησιαστικό όργανο του Μπραμς είναι από τα τελευταία που έγραψε ο λαμπρός γερμανός μουσουργός, ο οποίος είχε επιχειρήσει να γίνει οργανίστας τη δεκαετία του 1850, αλλά στράφηκε στη σύνθεση, καθώς τα σχέδιά του για καριέρα σολίστ δεν ευοδώθηκαν. Οι πρώτες νεανικές του απόπειρες να γράψει για εκκλησιαστικό όργανο, συνταιριάζουν το μπαρόκ με το ρομαντικό ύφος. Η ωριμότερη είναι το Πρελούδιο και φούγκα σε σολ ελάσσονα (1857) που φέρει εμφανείς επιρροές από τη γραφή του Μπουξτεχούντε και του Γ. Σ. Μπαχ, συνθέτες τους οποίους είχε μελετήσει σε βάθος ο Μπραμς. Η Ουρανία Γκάσιου επέλεξε για το πρόγραμμα του ρεσιτάλ της δύο ακόμη έργα του. Θα ερμηνεύσει δύο αποσπάσματα από το έργο Έντεκα χορικά πρελούδια (1896), έναν από τους βασικότερους πυλώνες της γερμανικής ρομαντικής φιλολογίας για εκκλησιαστικό όργανο. Επίσης θα παρουσιάσει τις συνθέσεις «Ζωή, σ’ αφήνω» («O Welt, Ich muss dich lassen»), έργο 122 αρ. 3 και «Αγαλλιάζει η πιστή μου καρδιά» («Herzlich tut mich verlangen»), έργο 122 αρ. 10.
Το μουσικό ταξίδι συνεχίζεται με έναν σταθμό στη γαλλική σχολή του εκκλησιαστικού οργάνου του 19ου αιώνα. Ένας από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της υπήρξε ο τυφλός συνθέτης και οργανίστας Λουί Βιερν (1870-1937), ο οποίος, λόγω του συναισθηματικού χαρακτήρα και της κομψότητας της μουσικής του, εξακολουθεί να γοητεύει το κοινό έως τις μέρες μας. Ο Βιερν, με το έντονα προσωπικό του ιδίωμα, επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους ομότεχνούς του. Έγραψε επίσης αρκετές συνθέσεις μουσικής δωματίου, φωνητική και χορωδιακή μουσική, καθώς και μία συμφωνία. Έτσι, στο πρώτο μέρος του ρεσιτάλ της Ουρανίας Γκάσιου, η πλούσια εργογραφία του για όργανο θα εκπροσωπηθεί από το Adagio από τη Συμφωνία αρ. 3 και από το Finale από τη Συμφωνία αρ. 1.
Ο Γερμανός Φέλιξ Μέντελσον (1809-1847), που έφυγε νέος από τη ζωή, εμπλούτισε το κλασικό ρεπερτόριο με πλήθος συνθέσεων σε ποικίλες φόρμες, πολλές από τις οποίες πλημμυρίζουν από αισιοδοξία και δυναμισμό. Ήταν επίσης βιρτουόζος πιανίστας και οργανίστας αλλά και φημισμένος διευθυντής ορχήστρας. Έπαιζε όργανο και συνέθετε από 11 ετών μέχρι τον θάνατό του, ενώ έδινε συχνά κοντσέρτα και ρεσιτάλ με έργα συμπατριωτών του (κυρίως των Βέμπερ, Μπετόβεν και Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ), αλλά και δικά του. Ως δεξιοτέχνης οργανίστας, φημιζόταν για τη δύναμη του παιξίματός του, ενώ ο πλούτος των επιστημονικών του γνώσεων για το εκκλησιαστικό όργανο ήταν εντυπωσιακός. Τα Τρία Πρελούδια και Φούγκες, καθώς και οι Έξι σονάτες, μαζί με τα έργα του Γ. Σ. Μπαχ, συνιστούν τον κεντρικό άξονα του ρεπερτορίου για εκκλησιαστικό όργανο. Στο ρεσιτάλ της στο Μέγαρο, η Ουρανία Γκάσιου θα παίξει το Πρελούδιο και φούγκα σε ντο ελάσσονα, έργο 37, αρ. 1.
Η έναρξη του δεύτερου μέρους της βραδιάς ανήκει σε έναν λαμπρό συνθέτη, οργανίστα, πιανίστα και μαέστρο της γαλλικής ρομαντικής σχολής. Πρόκειται για τον Καμίγ Σαιν-Σανς (1835-1921), ο οποίος άρχισε τη μουσική του σταδιοδρομία ως παιδί-θαύμα σε ηλικία μόλις 10 ετών. Εργάστηκε επί πολλά χρόνια ως επίσημος οργανίστας σε ιστορικούς ναούς του Παρισιού, ενώ ταυτόχρονα ήταν περιζήτητος βιρτουόζος του πιάνου και συνθέτης όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στην Αμερική. Είχε αξιόλογη μουσικοπαιδαγωγική δραστηριότητα με εξειδίκευση στην Ιστορία της Μουσικής και τη σύνθεση. Άσκησε ισχυρή επιρροή στον Φωρέ και τον Ραβέλ, αν και ήρθε σε σύγκρουση με τους ιμπρεσιονιστές, καθώς ο ίδιος ήταν οπαδός του Νεοκλασικισμού. Στην εμφάνισή της στο Μέγαρο, η Ουρανία Γκάσιου θα παρουσιάσει το Πρελούδιο και φούγκα σε σι μείζονα, έργο 99, αρ. 2 (1894), το οποίο ανήκει στην ώριμη περίοδο του Σαιν-Σανς.
Το όνομα του Ρόμπερτ Σούμαν (1810-1856), ηγετικής μορφής του Ρομαντισμού, έχει συνδεθεί κυρίως με την πιανιστική δημιουργία αλλά και με τη φωνητική μουσική δωματίου. Ο Σούμαν, μολονότι βιρτουόζος πιανίστας, αναγκάστηκε να αφοσιωθεί στη σύνθεση, όταν τραυμάτισε σοβαρά το χέρι του χρησιμοποιώντας έναν αυτοσχέδιο μηχανισμό εκγύμνασης των δαχτύλων του. Πειραματίστηκε, κατά καιρούς, με πολλές και διαφορετικές μουσικές φόρμες, προσπαθώντας ίσως να δώσει έτσι μια δημιουργική διέξοδο στη νευρασθένεια που τον ταλαιπωρούσε επί πολλά χρόνια. Ωστόσο, οι απόπειρές αυτές δεν έβρισκαν πάντοτε την ανταπόκριση του κοινού ή των κριτικών. Τα Σκίτσα για εκκλησιαστικό όργανο, έργο 58, γράφτηκαν στα 1845, όταν εκδόθηκε το αριστουργηματικό Κοντσέρτο του για πιάνο σε λα ελάσσονα. Από την παρτιτούρα αυτή το κοινό θα έχει την ευκαιρία να απολαύσει το τρίτο και τέταρτο σκίτσο (αρ. 3 και 4).
Ο Βέλγος Σεζάρ Φρανκ (1822-1890) σπούδασε και έζησε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε επί μακρόν στην περίφημη βασιλική της Αγίας Κλοτίλδης. Δεινός οργανίστας με εντυπωσιακή ευχέρεια στον αυτοσχεδιασμό, παρέδωσε στους μεταγενέστερούς του, ως συνθέτης, μια σπουδαία κληρονομιά κομματιών κυρίως για εκκλησιαστικό όργανο. Επίσης, δίδαξε επί σειρά ετών στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού, όπου είχε μαθητές, μεταξύ άλλων, τον Σωσσόν, τον Βιερν και τον Ντυπάρκ. Θεωρείται μια από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες του ύστερου Ρομαντισμού, ενώ οι συνθέσεις του για εκκλησιαστικό όργανο αποτέλεσαν τον θεμέλιο λίθο της γαλλικής σχολής. Η Ηρωική σύνθεση Μ. 37, που ανήκει στη συλλογή Τρία κομμάτια για μεγάλο εκκλησιαστικό όργανο, είναι ένα ιδιαίτερα γοητευτικό κοσμικό έργο του Φρανκ, τόσο για τον ακροατή, όσο και για τον ερμηνευτή, το οποίο συνδυάζει τη δραματικότητα με τον λυρισμό, στοιχεία που συμπλέκονται και συγκρούονται με αριστοτεχνικό τρόπο μέσα στη σύνθεσή του. Γράφτηκε για τα εγκαίνια του Τροκαντερό στο Παρίσι, με την ευκαιρία της διοργάνωσης της Παγκόσμιας Έκθεσης του 1878, και παρουσιάστηκε σε πρώτη εκτέλεση από τον ίδιο τον Φρανκ.
Κορυφαίος εκπρόσωπος του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού, ο Ούγγρος Φραντς Λιστ (1811-1886) υπήρξε ένας καλλιτέχνης-θρύλος όσο ζούσε. Υπήρξε ο μεγαλύτερος πιανίστας της εποχής του, ενώ η επιρροή του ως συνθέτη ήταν αποφασιστικής σημασίας για τις επόμενες γενιές, καθώς ο Λιστ έδωσε νέα ώθηση στην πιανιστική γραφή και συνέβαλε τα μέγιστα στην εξέλιξη του συμφωνικού ποιήματος. Στις πάμπολλες συνθέσεις του συμπεριλαμβάνονται και κομμάτια για όργανο, τα οποία γράφτηκαν ανάμεσα στα 1850 και 1855, όταν ήταν στη Βαϊμάρη, τη γερμανική πόλη όπου είχε ζήσει και ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ δύο αιώνες πριν. Από αυτά ξεχωρίζει το γεμάτο αυθεντικότητα Πρελούδιο και φούγκα πάνω στο όνομα Μ-Π-Α-Χ, ένα από τα πλέον εμβληματικά έργα για εκκλησιαστικό όργανο του 19ου αιώνα, με το οποίο θα κλείσει το ρεσιτάλ της 30ης Νοεμβρίου στο Μέγαρο.
Η Ουρανία Γκάσιου…
… άρχισε σπουδές οργάνου το 1998 με τον Νίκολας Κύναστον ως υπότροφος του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής». Το 2004, ως υπότροφος της Βασιλικής Ακαδημίας Μουσικής του Λονδίνου, πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές, τις οποίες ολοκλήρωσε με υποτροφία του Ιδρύματος «Αλέξανδρος Ωνάσης». Αποφοίτησε με διάκριση, επαίνους και βραβεία ερμηνείας. Το 2006, ανακηρύχτηκε Μέλος (Fellow) της Βασιλικής Ακαδημίας του Λονδίνου. Υπήρξε για δύο συνεχείς χρονιές υπότροφος του ιδρύματος Eric Thompson και παρακολούθησε μαθήματα με τον Johannes Geffert στην Κολωνία και τη Susan Landale στο Λονδίνο και το Παρίσι.
Έχει διακριθεί στον Διεθνή Διαγωνισμό Οργάνου του Σαιν-Μωρίς της Ελβετίας, στο Διαγωνισμό Εric Thiman της Βασιλικής Ακαδημίας του Λονδίνου και στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Πιάνου της Άνδρου.
Έχει εμφανιστεί στο Ρόυαλ Φέστιβαλ Χολ, στον καθεδρικό και το αβαείο του Ουεστμίνστερ, του Άγιου Μαρτίνου των Αγρών, του Μπαθ, του Άλντενμπεργκ, της Βαρκελώνης, στο κάστρο της Μπρατισλάβας και στο Storkyrkan (καθεδρικός του Αγίου Νικολάου) της Στοκχόλμης. Επίσης, έχει ηχογραφήσει έργα βρετανών συνθετών σε δύο ιστορικά εκκλησιαστικά όργανα του Λονδίνου.
Εμφανίζεται τακτικά ως σολίστ και συνεργάζεται με σύνολα μουσικής δωματίου στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι η οργανίστα του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και του γαλλικού προτεσταντικού ναού του Λονδίνου.