Απεβίωσε ο Σκωτσέζος, ηθοποιός Σον Κόνερι, ο πρώτος, και κατά πολλούς ο καλύτερος “Τζέιμς Μποντ”. Ο Σερ Τόμας Σον Κόνερι (Thomas Sean Connery), είχε γεννηθεί στις 25 Αυγούστου 1930 στο Εδιμβούργο από φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν εργάτης και η μητέρα του καθαρίστρια.
Της: Έπη Τρίμη
Ο Σον Κόνερι κατήχε πληθώρα βραβείων και διακρίσεων, ανάμεσά τους Όσκαρ από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών, Χρυσή Σφαίρα και BAFTA. Το 1987 κέρδισε το Όσκαρ Β’ Ανδρικού ρόλου στην ταινία Οι Αδιάφθοροι (The Untouchables). Τον Ιούλιο του 2000 χρίστηκε ιππότης από τη βασίλισσα Ελισάβετ Β’.
Η πρώτη δουλειά ως γαλατάς
Ο Σον Κόνερι είχε εγκαταλείψει νωρίς το σχολείο ενώ εργάστηκε ως γαλατάς στη γειτονιά του και στα 16 του έγινε δεκτός στο Πολεμικό Ναυτικό του Ηνωμένου Βασιλείου, από το οποίο αφυπηρέτησε τρία χρόνια αργότερα εξαιτίας ενός προβλήματος υγείας.
Η δουλειά ως μοντέλο
Τότε άρχισε να εξασκείται στο μποντιμπίλντιγκ και να ποζάρει ως μοντέλο για επίδοξους ζωγράφους και σε καταλόγους ανδρικής μόδας. Ο Σον Κόνερι διαγωνίσθηκε στα διεθνή ανδρικά καλλιστεία για τον τίτλο του «Μίστερ Κόσμος», που του άνοιξαν τον δρόμο για να εργαστεί ως κομπάρσος σε θεατρικές παραγωγές.
Η ενσάρκωση του Τζέιμς Μποντ
Ο Σον Κόνερι (Sean Connery) είναι διάσημος ηθοποιός από τη Σκωτία, ο πρώτος που ενσάρκωσε τον Τζέιμς Μποντ στη μεγάλη οθόνη και ο καλύτερος στο ρόλο αυτό από τους ηθοποιούς που ακολούθησαν, σύμφωνα με ειδικούς και κοινό. Η δημοφιλία που απέκτησε ως Πράκτωρ 007 τον βοήθησε να χτίσει μία αξιοπρόσεχτη κινηματογραφική καριέρα που ολοκληρώθηκε το 2003.
Το 1962 ο Σον Κόνερι έκανε δοκιμαστικό και κέρδισε το ρόλο του Τζέιμς Μποντ στο κατασκοπικό θρίλερ του Τέρενς Γιανγκ «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Εναντίον Δρος Νο» («Dr No»), που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ίαν Φλέμινγκ. Η μεγάλη επιτυχία της ταινίας και οι δύο συνέχειές της – «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Από τη Ρωσία με Αγάπη» («From Russia to Love», 1963) και «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007 Εναντίoν Χρυσοδάκτυλου» («Goldfinger», (1964) – ανέδειξαν τις ταινίες του Μποντ σε παγκόσμιο φαινόμενο και τον Κόνερι σε διασημότητα με διεθνή ακτινοβολία.
Η συνεργασία με τον Άλφρεντ Χίτσκοκ
Μη θέλοντας να τυποποιηθεί στο ρόλο του Τζέιμς Μποντ, ο Σον Κόνερι συμμετείχε και σε άλλες ταινίες, με πιο αξιοσημείωτη το ψυχολογικό θρίλερ του Άλφρεντ Χίτσκοκ «Μάρνη» («Marnie», 1964). Επέστρεψε ως Τζέιμς Μποντ στις ταινίες «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Επιχείρηση Κεραυνός» («Thunderball»,1965) και «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Ζεις Μονάχα Δυο Φορές» («You Only Live Twice», 1967), οπότε δήλωσε ότι εγκαταλείπει οριστικά το ρόλο που τον έκανε διάσημο. Ωστόσο, τέσσερα χρόνια αργότερα πείστηκε να υποδυθεί ξανά τον Μποντ στην ταινία «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Τα Διαμάντια Είναι Παντοτινά» («Diamonds Are Forever», 1971), δηλώντας και πάλι ότι ήταν η τελευταία του ταινία ως Μποντ.
Οι άλλες ταινίες και η επιστροφή ως Πράκτωρ 007
Τη δεκαετία του ‘70 ο Σον Κόνερι έπαιξε κυρίως σε δράματα εποχής και ταινίες επιστημονικής φαντασίας, όπως «Εκεί που δεν φτάνει ο ήλιος» («Molly Maguires», 1970), «Ζαρντόζ» («Zardoz», 1974), «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές» («Murder on the Orient Express», 1974), «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς» («The Man Who Will Be King», 1975) του Τζον Χιούστον, «Ο Άνεμος και το Λιοντάρι» («The Wind and the Lion», 1975), «Το Ρόδο και το Βέλος» («Robin and Marian», 1976) και «Η Κλοπή των Αιώνων» («The First Great Train Robbery», 1978).
Το 1981 ο Σον Κόνερι έκανε μία αλησμόνητη εμφάνιση ως Αγαμέμνων στην ταινία φαντασίας του Τέρι Γκίλιαμ «Υπέροχοι Ληστές και τα Κουλουβάχατα της Ιστορίας» («Time Bandits), και δύο χρόνια αργότερα σήμανε συναγερμό στους φίλους των ταινιών του Μποντ επιστρέφοντας στο ρόλο του 007 με την ταινία «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Ποτέ Μη Ξαναπείς Ποτέ» («Never Say Never Again», 1983). Το 1986 πρωταγωνίστησε στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Ουμπέρτο Έκο «Το Όνομα του Ρόδου» και το 1988 κέρδισε το Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου για το ρόλο του βετεράνου αστυνομικού που καταδιώκει τον Αλ Καπόνε στην ταινία του Μπράιαν Ντε Πάλμα «Οι Αδιάφθοροι» («The Untouchables», 1987).
Στην περιπέτεια φαντασίας του Στίβεν Σπίλμπεργκ «Ιντιάνα Τζόουνς και η Τελευταία Σταυροφορία» («Indiana Jones and the Last Crusade», 1989) ο Κόνερι υποδύθηκε τον πατέρα του Ιντιάνα Τζόουνς (Χάρισον Φορντ) και στο πολιτικό θρίλερ του Τζον ΜακΤίρναν «Το Κυνήγι του Κόκκινου Οκτώβρη» («The Hunt for Red October», 1990) έπαιξε τον κυβερνήτη ενός σοβιετικού πυρηνικού υποβρυχίου που προσπαθεί να αυτομολήσει στη Δύση.
Άλλες ενδιαφέρουσες ταινίες του Σον Κόνερι από τη δεκαετία του ’90 είναι: «Ρομπέν των Δασών» («Robin Hood: Prince of Thieves», 1991), «Λάνσελοτ, ο Πρώτος Ιππότης» («First Knight», 1995), «Ο Βράχος» («The Rock», 1996), «Η Καρδιά του Δράκου» («Dragonheart», 1996) και «Διπλή Παγίδα» («Entrapment», 1999). Ο Κόνερι αποσύρθηκε από τη μεγάλη οθόνη το 2003 μετά την εμφάνισή του στην περιπέτεια φαντασίας «Η Συμμαχία» («The League of Extraordinary Gentlemen»), αν και συνέχισε να δανείζει την επιβλητική βαθιά φωνή του με την έντονη σκωτική προφορά σε διάφορες παραγωγές.
Όταν ο Σον Κόνερι απήγγειλε την Ιθάκη του Καβάφη
Πριν λίγα χρόνια ο δημοφιλής ηθοποίος είχε συγκινήσει όταν είχε απαγγείλει με τον δικό του, καθηλωτικό τρόπο την Ιθάκη του Κωνσταντίνου Καβάφη. Ο Σον Κόνερι απαγγέλει την Ιθάκη του Καβάφη.
Οι δύο σύζυγοι, οι αμέτρητες ερωμένες και ο βίαιος χαρακτήρας του
Αν και ο Σον Κόνερι παντρεύτηκε μόνο δύο φορές, η ερωτική του ζωή υπήρξε εξαιρετικά πλούσια. Εκτός από την ηθοποιό Νταϊάν Σιλέντο, την πρώτη του σύζυγο, και τη Μισελίν Ροκεμπρίν που τη διαδέχθηκε, ο Κόνερι έχει συνδεθεί ερωτικά με πολλές αιθέριες υπάρξεις.
Ο γάμος του με την Νταϊάν ήταν επεισοδιακός. Παντρεύτηκαν το 1962 και δυο χρόνια αργότερα απέκτησαν τον γιο τους Τζέισον. Η Νταϊάν στην αυτοβιογραφία της «Οι εννιά ζωές μου» (2006) αναφέρει πως ο Σον ήταν βίαιος.
Ακόμα και τη νύχτα του γάμου τους τη χτύπησε επειδή ζήλεψε. Παρ’ όλο που ήταν άσημος ηθοποιός και η Σιλέντο γνωστή, ο Κόνερι επέμενε να αφήσει τη δουλειά της για να τους φροντίζει εκείνος. Χώρισαν μετά από οκτώ χρόνια γάμου.
Σημειώνεται ότι αν και η Σιλέντο είναι η μόνη που έχει μιλήσει για το βίαιο χαρακτήρα του, από συνεντεύξεις του σε διάφορα έντυπα φαίνεται πως είναι υπέρ του ξύλου στη γυναίκα. Εξάλλου, όπως είχε δηλώσει στο περιοδικό «Vanity Fair» το 1993, ορισμένες γυναίκες το επιδιώκουν.
Πριν πάρει διαζύγιο γνώρισε τη Γαλλομαροκινή ζωγράφο που έμελλε να γίνει η δεύτερη σύζυγός του. Συναντήθηκαν το Μάρτιο του ’70 στην Καζαμπλάνκα και τρεις μήνες αργότερα της είπε πως ήταν ερωτευμένος. Παντρεύτηκαν το 1975 στο Γιβραλτάρ, εκεί όπου είχε παντρευτεί τη Σιλέντο.
Ο Κόνερι ανέλαβε να μεγαλώσει τα τρία παιδιά της, ενώ εκείνη πήρε τον έλεγχο της περιουσίας του.
Γνωρίζοντας ότι την απατάει, φρόντιζε να τον ακολουθεί παντού. Το 1998, όταν γύριζε την ταινία «Παγίδα» με την Κάθριν Ζέτα Τζόουνς, της είπε να μην ακονίζει τα νύχια της. Είχε προηγηθεί δήλωση της Κάθριν περί σεξαπίλ του Κόνερι.
Εκείνο που δεν ήξερε η Μισελίν ήταν ότι ο Σον είχε απαιτήσει από τους σεναριογράφους να γράψουν ερωτικές σκηνές γι’ αυτόν και την 28χρονη συνάδελφό του!
Ο Σον Κόνερι φέρεται να είχε μεταξύ άλλων σχέσεις με τις ηθοποιούς Σου Ελόιντ, Σέλεϊ Γουίντερς, Σίλβια Μάιλς, τη Μις Γαλλία Κλοντίν Οζέρ, την τραγουδίστρια Λίνσεϊ ντε Πολ, τη μακιγέρ Νίνα Κραφτ και τη σχεδιάστρια Χάιλε Μπιρν.