Το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για δάνειο ύψους 3 δισ. ευρώ από την Παγκόσμια Τράπεζα, σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες της εφημερίδας “Ναυτεμπορική”, δεν αφορά τη δημιουργία 450.000 θέσεων εργασίας τριετούς διάρκειας, αλλά τη χρηματοδότηση προγραμμάτων εκπαίδευσης ανέργων. Επιπλέον, η Παγκόσμια Τράπεζα θεωρεί πρώιμη τη συζήτηση για την οποία, ούτως ή άλλως, θέτει δύο προϋποθέσεις.
Πρώτον, δεν συζητεί τα επόμενα βήματα προτού ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος, διότι θα πρέπει να γνωρίζει επακριβώς τον δημοσιονομικό χώρο της Ελλάδας προτού επεξεργαστεί την παροχή ενός δανείου, το οποίο θα αυξήσει περαιτέρω το ελληνικό χρέος.
Δεύτερον, θεωρεί απαραίτητη τη συγκατάθεση των τεσσάρων θεσμών που εμπλέκονται στο ελληνικό πρόγραμμα προσαρμογής και μάλιστα επικαλείται τη στενή συνεργασία της με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).
Οι όροι χρηματοδότησης
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «Ν», ένα ενδεχόμενο δάνειο προς την Ελλάδα στο πλαίσιο του σχετικού αιτήματος της κυβέρνησης, από την πλευρά της Παγκόσμιας Τράπεζας, το πιθανότερο είναι ότι θα αφορά εκατομμύρια παρά δισεκατομμύρια ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, η Παγκόσμια Τράπεζα δεν έχει μπει ακόμη σε νούμερα με την ελληνική κυβέρνηση γιατί άλλωστε θεωρεί πρόωρη τη συζήτηση.
Εφόσον το αίτημα της κυβέρνησης μετουσιωθεί σε πράξη, το δάνειο δεν θα έχει τον χαρακτήρα απευθείας χρηματοδότησης εργατικών εισφορών ή μισθών, αλλά προγραμμάτων κατάρτισης δυνητικών εργαζομένων, με στόχο τη βελτίωση των ευκαιριών απασχόλησης.
Σε ό,τι αφορά το επιτόκιο ενός αντίστοιχου δανείου, πιθανότατα θα κυμανθεί λίγο κάτω από το επιτόκιο της αγοράς και σαφώς πάνω από το επιτόκιο του ευρωπαϊκού μηχανισμού διάσωσης.
Απαραίτητη η συμφωνία με τους θεσμούς
Ο Dirk Reinermann, διευθυντής της Παγκόσμιας Τράπεζας για τη Νότια Ευρώπη, δηλώνει στη «Ν»: «Η ελληνική κυβέρνηση έχει ζητήσει από την Παγκόσμια Τράπεζα τεχνική βοήθεια και χρηματοδότηση για την επίτευξη προόδου στον τομέα της απασχόλησης. Ως μέρος της εν εξελίξει τεχνικής μας βοήθειας, ομάδα της Παγκόσμιας Τράπεζας εργάζεται με την κυβέρνηση πάνω στον τεχνικό σχεδιασμό ενός προγράμματος που θα μπορούσε να βελτιώσει τις ευκαιρίες για απασχόληση των μακροχρόνια ανέργων, ιδίως των νέων ανθρώπων. Προτού συζητήσουμε τη χρηματοδοτική υποστήριξη της Παγκόσμιας Τράπεζας, η ελληνική κυβέρνηση έχει υπ’ όψιν ότι χρειάζεται να φτάσει σε συμφωνία με τους πιστωτές της στο δημοσιονομικό σκέλος, στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης. Επίσης, όπως προβλέπει η διαδικασία της Παγκόσμιας Τράπεζας, οποιαδήποτε ενδεχόμενη χρηματοδότηση υπόκειται στην έγκριση του διοικητικού συμβουλίου».
Οι στόχοι της κυβέρνησης
Οι υποστηρικτές των πολιτικών δημόσιας απασχόλησης στην κυβέρνηση θεωρούν ότι μπορεί να απαιτούν κρατική δαπάνη και να εφαρμόζονται σε βραχυπρόθεσμη βάση, αλλά είναι σε θέση να τονώνουν την οικονομία και μάλιστα να έχουν έμμεσο αντίκτυπο στη συνολική εξέλιξη του δείκτη.
Υπάρχει δε το σκεπτικό ότι μια τεχνητή αποκλιμάκωση της ανεργίας αποτελεί «όπλο στη φαρέτρα» της κυβέρνησης απέναντι στους θεσμούς, καθώς εκτιμάται ότι τορπιλίζει το κεντρικό επιχείρημα του ΔΝΤ,σύμφωνα με το οποίο τα υψηλά ποσοστά ανεργίας δημιουργούν την ανάγκη για περαιτέρω ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας.
Εξάλλου, ένα «αντίμετρο» στον τομέα της απασχόλησης σε έναν βαθμό θα εξισορροπούσε το επώδυνο αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης για τη δεύτερη αξιολόγηση, όπως το διαμορφώνει η λήψη οικονομικών μέτρων ύψους 2% του ΑΕΠ από συντάξεις και αφορολόγητο, μετά το τέλος του προγράμματος.
Η παράμετρος των θεσμών
Η πλέον χαρακτηριστική αντίδραση των εταίρων και πιστωτών στο πρώτο άκουσμα της είδησης ότι η ελληνική κυβέρνηση ζητεί δάνειο από την Παγκόσμια Τράπεζα είναι εκείνη του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος μίλησε για μια πρωτοβουλία την οποία η Ελλάδα αναλαμβάνει «με δική της ευθύνη».Το γεγονός άλλωστε ότι η εξέλιξη δεν ήταν σε γνώση των θεσμών σηματοδοτεί η ενέργεια του επικεφαλής στον ESM, τον μεγαλύτερο πιστωτή της Ελλάδας, Κλάους Ρέγκλινγκ, ο οποίος ζήτησε εξηγήσεις από την κυβέρνηση, τονίζοντας ότι οποιοσδήποτε νέος δανεισμός του ελληνικού Δημοσίου έχει δημοσιονομικό αντίκτυπο, επιδρώντας στο προφίλ του χρέους και ευρύτερα στο πρόγραμμα προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας.
Η Παγκόσμια Τράπεζα στην Ελλάδα
Από το 2012 η Παγκόσμια Τράπεζα προσφέρει ήδη τεχνογνωσία στις ελληνικές αρχές σε τομείς όπως η βελτίωση της κοινωνικής προστασίας και η βελτίωση του επιχειρηματικού και επενδυτικού περιβάλλοντος. Γενικώς, η Παγκόσμια Τράπεζα εξετάζει παραμέτρους, όπως ο δείκτης φτώχειας, ο οποίος στην Ελλάδα κατέγραψε ανοδική πορεία στο διάστημα μεταξύ 2007 και 2014. Ωστόσο, βασικό κριτήριο πριν από τη λήψη απόφασης για την παροχή βοήθειας σε χώρες οι οποίες έχουν «αποφοιτήσει» από παλαιότερα προγράμματα του οργανισμού, είναι η δυσκολία πρόσβασης στις αγορές.
Το προφίλ της Παγκόσμιας Τράπεζας είναι κυρίως συνδεδεμένο με περιπτώσεις τουλάχιστον αναπτυσσόμενων -παρά αναπτυγμένων- χωρών. Πάντως, εφαρμόζει προγράμματα σε περισσότερες από 10 χώρες της Ε.Ε. Ωστόσο, μόνο σε 4 παρέχει δάνεια: Βουλγαρία, Κροατία, Πολωνία και Ρουμανία.
Η Τράπεζα έχει στο ενεργητικό της και χρηματοδοτήσεις σε επενδυτικά προγράμματα του ιδιωτικού τομέα. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα στην περίπτωση της Ελλάδας είναι η συμμετοχή του IFC στη δανειοδότηση της επένδυσης στα 14 περιφερειακά αεροδρόμια.
Πρόκειται για δύο δάνεια ωρίμανσης 18 ετών στη γερμανική Fraport, για τον εκσυγχρονισμό και τη λειτουργία των προσφάτως ιδιωτικοποιημένων υποδομών. Το πρώτο δάνειο, ύψους 92 εκατ. ευρώ, αφορά τις εγκαταστάσεις και υπηρεσίες των αεροδρομίων σε Θεσσαλονίκη, Κέρκυρα, Χανιά, Κεφαλονιά, Ζάκυνθο, Άκτιο και Καβάλα. Το δεύτερο δάνειο, ύψους 62 εκατ. ευρώ, αφορά τον εκσυγχρονισμό και την επέκταση των αεροδρομίων σε Ρόδο, Κω, Σάμο, Μυτιλήνη, Μύκονο, Σαντορίνη και Σκιάθο.
Υπενθυμίζεται ότι η Παγκόσμια Τράπεζα έχει συμμετάσχει στην ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών με 150 εκατ. ευρώ και παρακολουθεί τις εξελίξεις στους τομείς των «κόκκινων» δανείων και της χρηματοδότησης μικρομεσαίων επιχειρήσεων.