- Τρικλοποδιά στην απελευθέρωση της αγοράς των ταξί βάζει η κυβέρνηση, ακολουθώντας την τακτική της εξυπηρέτησης συντεχνιών, εις βάρος του επιβατικού κοινού.
- Το υπουργείο Υποδομών προωθεί νομοσχέδιο το οποίο «κλείνει» την αγορά ακόμη περισσότερο, ενώ εξομοιώνει κάθε τύπο εταιρείας που δεν αποτελεί μέρος του συνδικάτου των ταξί.
- Το νομοσχέδιο θέτει περιορισμούς, οι οποίοι στερούν μεγάλο μέρος της ευελιξίας την οποία παρέχουν εταιρείες τύπου Beat (πρώην Taxibeat)
- Ο αειθαλής πρόεδρος των ταξιτζήδων Θύμιος Λυμπερόπουλος… κονιορτοποίησε με όπλο την γραφειοκρατία την υψηλού IQ νεολαία μας που σάρωσε τον κόσμο με τη Startup της
Με πρόσχημα την προώθηση νομικού πλαισίου που θα διέπει τη λειτουργία όλων των κατηγοριών ταξί, το υπουργείο Υποδομών προωθεί νομοσχέδιο το οποίο «κλείνει» την αγορά ακόμη περισσότερο, ενώ εξομοιώνει κάθε τύπο εταιρείας που δεν αποτελεί μέρος του συνδικάτου των ταξί.
Το νομοσχέδιο εξομοιώνει με την Uber τις εταιρείες τύπου Beat και τα ραδιοταξί, τη στιγμή που η Uber βρίσκεται σε διαμάχη σε διάφορες χώρες του κόσμου –στο Λονδίνο αποφασίστηκε η προσωρινή μη ανανέωσή της άδειάς της– και ενώ η Taxibeat αποτέλεσε το αντικείμενο μιας από τις μεγαλύτερες εξαγορές startup εταιρειών στην Ελλάδα.
Κεντρικό πρόσωπο σε όλη αυτή τη διαμάχη για ακόμη μία φορά ο γνωστός και θορυβώδης πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Επαγγελματιών Ιδιοκτητών Αυτοκινητιστών Ταξί και Αγοραίων. Θύμιος Λυμπερόπουλος, ο οποίος φαίνεται ότι «κρατά», εκτός από μεγάλη μερίδα του κλάδου των αυτοκινητιστών και στελέχη της κυβέρνησης υπό τη μυστική επιρροή του.
Σημειώνεται ότι ο Λυμπερόπουλος, που διατηρούσε παραδοσιακούς δεσμούς με τη Ν.Δ., φαίνεται ότι βρήκε τρόπο να προσεγγίσει το κυβερνών κόμμα, το οποίο μέσω του συνδικαλιστή επιχειρεί να αποσπάσει μεγάλο μέρος του κλάδου των αυτοκινητιστών. Και αυτό γιατί η πλειονότητα των προβλέψεων του νέου σχεδίου νόμου φαίνεται ότι εξυπηρετεί την παραδοσιακή αγορά των ταξί, η οποία στο παρελθόν πλήρωνε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ για την απόκτηση μιας άδειας. Αυτοκινητιστές ταξί και κυρίως επιβάτες βρίσκονται για ακόμη μία φορά στο επίκεντρο ενός «πολέμου» μεταξύ του «παλιού» καθεστώτος, το οποίο αναζητεί τρόπους να επιβιώσει παρά την αλλαγή των δεδομένων και της καινοτομίας στην ψηφιακή εποχή.
Ο Θύμιος Λυμπερόπουλος ισχυρίστηκε πριν από λίγες εβδομάδες ότι γνωρίζει τον ακριβή χρόνο κατάθεσης του νομοσχεδίου στη Βουλή. Στο μεταξύ, επισήμως δεν έχει ανοίξει κανένας διάλογος μεταξύ υπουργείου Υποδομών και εμπλεκόμενων, ωστόσο ο κ. Λυμπερόπουλος διατείνεται ότι γνωρίζει εκ των έσω… Ο ίδιος υποστηρίζει ότι οι εταιρείες τύπου Beat και Uber υποκλέπτουν μεταφορικό έργο από τους παραδοσιακούς παρόχους της υπηρεσίας. Δεν παρέλειψε μάλιστα να εκφραστεί ανοιχτά κατά του επικεφαλής της Beat (ιδρυτής της Taxibeat) Νίκου Δρανδάκη, λέγοντας ότι «ο άνθρωπος που πλούτισε από τον ιδρώτα των ταξιτζήδων, που τους έβαλε σε κοινή θέα για να επιλέγει ο πελάτης, όπως γίνεται με τις πόρνες στις βιτρίνες στα Red Lights στο Αμστερνταμ, θέλει να έχει λόγο στη διαμόρφωση του νομοσχεδίου; Εκπροσωπώντας τι;».
Βασικό στοιχείο του νομοσχεδίου αποτελεί το γεγονός ότι μετατρέπει τις εταιρείες τύπου Beat (πρώην Taxibeat) από μεσιτικές εταιρείες που κάνουν διαμεσολάβηση για την παροχή μεταφορικής υπηρεσίας, σε μεταφορικές εταιρείες, στερώντας πρακτικά το μεγαλύτερο μέρος της ευελιξίας τους. Αντιμετωπίζει ως μία οντότητα τις εταιρείες Beat, Uber και τα ραδιοταξί. Η σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο τύπων εταιρειών (Beat και Uber) είναι ότι ενώ η δεύτερη παρέχει μεταφορικό έργο και με μη επαγγελματίες αυτοκινητιστές, η Beat συνεργάζεται μόνο με ιδιοκτήτες και οδηγούς ταξί. Πληροφορίες αναφέρουν ότι το νομοσχέδιο προβλέπει ότι τις υπηρεσίες μεταφοράς επιβατών θα παρέχουν μόνο αδειοδοτημένες εταιρείες, που θα διαθέτουν δημόσιας χρήσης αυτοκίνητα (π.χ. ταξί). Παράλληλα, με το νέο θεσμικό πλαίσιο που προωθείται, θα πρέπει οι εταιρείες παροχής μεταφορικής υπηρεσίας να έχουν συνάψει τριετή τουλάχιστον σύμβαση με τους επαγγελματίες οδηγούς για την απόκτηση της σχετικής άδειας. Πρακτικά πρόκειται να καταργηθεί μέρος του περιεχομένου του προηγούμενου νόμου που απελευθέρωνε τα ταξί και επέτρεπε την εκμίσθωση επιβατικών Ι.Χ. με οδηγό από τουριστικά γραφεία, γραφεία ενοικίασης αυτοκινήτων κ.ά.
Πρόστιμα
Ο νόμος προβλέπει διοικητικά πρόστιμα για τους παραβάτες που θα παρέχουν άνευ αδειοδότησης υπηρεσίες μεταφοράς αλλά και για τους πολίτες που θα κάνουν χρήση αυτών των υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, για την πρώτη διαπιστωμένη παράβαση το πρόστιμο για την εταιρεία παροχής μη αδειοδοτημένης υπηρεσίας ανέρχεται στις 50.000 ευρώ, τη δεύτερη φορά στις 100.000 ευρώ, ενώ την τρίτη θα «παγώνει» η ηλεκτρονική διεύθυνση μέσω της οποίας παρέχεται η υπηρεσία. Το πρόστιμο για τον πελάτη ανέρχεται σε 5.000 ευρώ.
Τέλος στη δυνατότητα αξιολόγησης
Την πρόθεσή του να προσφύγει στο αρμόδιο όργανο, όποιο και αν είναι αυτό, κατά της νομοθετικής ρύθμισης που προωθεί το υπουργείο Υποδομών εκφράζει ανοιχτά ο επικεφαλής της Beat (ιδρυτής της Taxibeat) Νίκος Δρανδάκης. «Η όλη φιλοσοφία του νομοσχεδίου που μας μετατρέπει σε μεταφορικές εταιρείες περιορίζει σημαντικά τη δυνατότητα δράσης που έχουμε» εξηγεί στην «Κ» ο κ. Δρανδάκης.
Η ρύθμιση που προβλέπει την τριετούς διάρκειας σύμβαση με τους αυτοκινητιστές, θα επηρεάσει αυτομάτως και την Beat, παρά το γεγονός ότι η ίδια συνεργάζεται μόνο με επαγγελματίες. Και αυτό γιατί η Beat θα αναγκαστεί να προχωρήσει σε επαναδιαπραγμάτευση των σχετικών συμβάσεων με τους συνεργαζόμενους με αυτήν οδηγούς, ώστε να πληρούν την πρόβλεψη της τριετίας.
Αυτομάτως στερεί τη δυνατότητα αξιολόγησης των αυτοκινητιστών από τις εταιρείες, με δεδομένο ότι οι συμβάσεις τους θα είναι τριετείς, ενώ καθίσταται πολύ δύσκολη και η λύση της σύμβασης. Αρα σε περίπτωση που ένας επιβάτης δεν είναι ευχαριστημένος από την παρεχόμενη υπηρεσία, η Beat για παράδειγμα δεν μπορεί να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια. Σημειώνεται ότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των διαδικτυακών εταιρειών είναι ότι προσφέρουν τη δυνατότητα αξιολόγησης του οδηγού και οι υποψήφιοι πελάτες έχουν πρόσβαση στα σχόλια των υφιστάμενων επιβατών.
Ο κ. Δρανδάκης αναφέρει ότι το νομοσχέδιο εισάγει μεγάλο όγκο γραφειοκρατικών διαδικασιών για την πρόσληψη ή τη λήξη συνεργασίας με οδηγούς, που θα μας ανάγκαζε «να στήσουμε ένα γραφείο με υπαλλήλους μας μέσα στο υπουργείο Υποδομών για να αντεπεξέλθουμε στις απαιτήσεις της γραφειοκρατίας», όπως περιγράφει χαρακτηριστικά.
Η Taxibeat ιδρύθηκε το 2011 από τον Νίκο Δρανδάκη και δραστηριοποιείται στην Ελλάδα και στο Περού. Η Taxibeat εξαγοράστηκε από την Daimler έναντι 43 εκατ. ευρώ και μετονομάστηκε σε Beat, γεγονός που έχει, σε πρώτη φάση, προκαλέσει μικρές αναταράξεις στην πελατειακή της βάση. Η εξαγορά έχει πλέον ολοκληρωθεί και δεν υπάρχει κάποια εκκρεμότητα σε σχέση με αυτήν. Σήμερα η Beat συνεργάζεται με 8.000 οδηγούς στην Αθήνα και εμφανίζει ανάπτυξη περίπου 8% σε μηνιαία βάση. Πρέπει να σημειωθεί βέβαια ότι το μεγαλύτερο μέρος (80%-90%) της δραστηριότητας της εταιρείας είναι εκτός Ελλάδος, ωστόσο ο κ. Δρανδάκης δεν παρέλειψε να επισημάνει στην «Κ» ότι «η ελληνική αγορά μας ενδιαφέρει για συναισθηματικούς και επιχειρηματικούς λόγους».
Κύρια πηγή κερδών της Beat αποτελεί η Λίμα. Η εταιρεία στο Περού διαθέτει πάνω από 15.000 οδηγούς και 800.000 χρήστες συνολικά. Και στις δύο αγορές δραστηριοποίησής της η Beat έχει ξεπεράσει το 1 εκατ. χρήστες. Η επιχειρηματική δραστηριότητα του Taxibeat στη Λίμα και στη Λατινική Αμερική θα συνεχίσει να λειτουργεί ανεξάρτητα από την ευρωπαϊκή μονάδα, με την ομάδα να παραμένει στην Αθήνα. Το ελληνικό τμήμα της Beat επικεντρώνεται στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και στην εδραίωση της εταιρικής εικόνας στη Λατινική Αμερική.
Η ελληνική εφαρμογή της διαθέτει μια βάση 8.000 εγγεγραμμένων οδηγών ταξί, ενώ χρησιμοποιείται από περίπου 540.000 πελάτες στην Αθήνα.
Η εξαγορά τής εταιρείας είχε προκαλέσει τριγμούς, καθώς θεωρήθηκε ακριβοπληρωμένη εξαγορά, που μεταφράστηκε σε μεγάλη επιχειρηματική επιτυχία.
«Η Taxibeat αποτέλεσε πρότυπο για μια γενιά Ελλήνων επιχειρηματιών που αποφάσισαν να φτιάξουν τη δική τους startup» είχε επισημάνει κατά την εξαγορά ο Γιώργος Κασσελάκης, εταίρος του Openfund που αποτέλεσε τον πρώτο χρηματοδότη της Taxibeat το 2011.
Πηγή: Η Καθημερινή