Στο καφέ που συναντιόμαστε πίσω από την πλατεία Κλαυθμώνος, ο Πάνος Δημάκης έχει γράψει μια γενναία δόση από το βιβλίο του «17 Κλωστές», πίσω στο 2018. Έκτοτε, έχει δει αυτό το βιβλίο να γίνεται σειρά από τον sui generis Σωτήρη Τσαφούλια, έχει δει άλλο ένα να εκδίδεται και σύντομα ολοκληρώνει το τρίτο του.
Παράλληλα, παρουσιάζει το podcast «Χίλιες και μία λέξεις», απαντά σε ερωτήσεις ως το «Γεράκι» στο τηλεπαιχνίδι γνώσεων The Chase, γράφει ένα θεατρικό και κάνει μεταφράσεις και επιμέλειες βιβλίων.
Με άλλα λόγια, καταφέρνει με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους (και σε μια περίοδο που κάτι τέτοιο είναι μάλλον σπάνιο), να είναι επίκαιρος για καλό.
«Και τελικά αυτό κάνω στη ζωή μου, διδάσκω και μεταφράζω». | Φωτογραφία: Λάμπρος Στοιχειός
«Μεγάλωσα στην Αρκαδία, στο Άστρος Κυνουρίας. Αυτή είναι η δικιά μου Ιθάκη. Έχω καταγωγή και από Αργολίδα, από τον πατέρα μου, αλλά κακά τα ψέματα, την Αρκαδία θεωρώ πατρίδα μου, εκεί μεγάλωσα».
«Δεν ασφυκτιούσα μεγαλώνοντας εκεί. Όταν επέστρεψα στα 23 μου, πριν τον στρατό, ένιωσα ότι είναι λίγο πιο βαρετά. Είχα μάθει τι είναι το σινεμά, το θέατρο… Στην Αθήνα ακόμα και μια έξοδος για ένα μπέργκερ είναι κάτι διαφορετικό για εμάς που μεγαλώσαμε στην επαρχία.
Αλλά μέχρι τα 18, δεν είχα καμία επίγνωση όλων αυτών. Και επίσης, το Άστρος είναι ένα πολύ ωραίο μέρος για να ζήσει κάποιος».
«Ήμουν καλός μαθητής, ο καλύτερος ανάμεσα στα αγόρια. Ξεκάθαρα τριτοδεσμίτης, ντουγρού. Έριχναν τον βαθμό μου τα Μαθηματικά, οι Χημείες, ξέρεις».
«Μεγάλωσα στην Αρκαδία, στο Άστρος Κυνουρίας. Αυτή είναι η δικιά μου Ιθάκη»
«Μικρός ήθελα να γίνω δάσκαλος. Στην τρίτη λυκείου έλεγα ότι θα γίνω γλωσσολόγος. Μου άρεσε η συγκριτική γλωσσολογία, οι σχέσεις μεταξύ γλωσσών, γι’ αυτό ασχολούμαι και με την ετυμολογία. Στη σχολή άρχισα να ασχολούμαι και να αγαπώ τη μετάφραση. Και τελικά αυτό κάνω στη ζωή μου, διδάσκω και μεταφράζω».
«Όταν οι εκδόσεις Καζαντζάκη μου πρότειναν να μεταφράσω Καζαντζάκη ήταν μεγάλη τιμή και πρόκληση. Δεν ήταν εύκολο. Ήταν ένα πολύ ωραίο ταξίδι γιατί έπρεπε πολλές φορές να ξοδέψω μισή ώρα για μια λέξη. Γιατί ακόμα κι αν ήξερες τι σήμαινε η λέξη που ήταν γραμμένη σε κάποια διάλεκτο (σ.σ. ο Καζαντζάκης έπαιρνε λέξεις ακόμα και από τη Θράκη, όχι μόνο από την Κρήτη), ήταν πολύ δύσκολο να την αποδώσεις. Λέξεις για παράδειγμα που δεν βρίσκονταν καν σε λεξικό, έπρεπε να αποδοθούν πιο περιγραφικά».
«Υπάρχει μια πολύ ωραία ιστορία που συνέβη κάποτε στη Σπάρτη. Ήταν ο Καζαντζάκης σε ένα χωριό και βλέπει ένα λουλούδι. Ρωτάει λοιπόν κάτι παιδάκια που έπαιζαν εκεί πώς λέγεται αυτό το λουλούδι. Του λέει ένα παιδάκι, θα ξέρει η τάδε γιαγιά, και αμέσως ο Καζαντζάκης του λέει να πάει να τη ρωτήσει. Το παιδάκι πηγαίνει, αλλά επιστρέφοντας του λέει ότι η γιαγιά έχει πεθάνει. Τότε ο Καζαντζάκης είπε, κρίμα, μόλις πέθανε μια λέξη».
Η ιστορία πίσω από την ιστορία των 17 Κλωστών
«Η ιστορία των 17 Κλωστών μπήκε στο μυαλό μου τον Ιούλιο του 2018 και ήδη στα τέλη Σεπτεμβρίου άρχισα να γράφω το βιβλίο. Έμαθα την ιστορία την τρίτη φορά που είχα πάει στα Κύθηρα, για έναν γάμο. Ήταν ήδη το αγαπημένο μου νησί».
«Άκουσα την ιστορία αλλά δεν σκέφτηκα να τη γράψω. Μέχρι τότε δεν είχα γράψει τίποτα στη ζωή μου, ούτε μια παράγραφο, ούτε ένα αδέξιο στιχάκι».
«Άρχισα να λέω την ιστορία σε τρεις-τέσσερις φίλους. Όλους τους συγκίνησε και τους ερέθισε την περιέργεια, γιατί μιλάμε για μια απίστευτη ιστορία, με πολλές συμπτώσεις και πολλή αδικία. Είναι μια ιστορία που το άδικο σε πνίγει. Είναι απίστευτα τα πράγματα που συνέβησαν σε αυτόν τον άνθρωπο.
Κάποια στιγμή μια φίλη μου λέει, γιατί δεν το γράφεις σε βιβλίο. Η πρώτη αντίδραση ήταν να την πω τρελή. Κι όμως την άλλη μέρα μάζεψα τα στοιχεία που είχα, και άρχισα να γράφω αμέσως. Κάποιες σκηνές τις είχα πλάσει ήδη στο μυαλό μου».
«Δεν ήξερα τον χαρακτήρα του Καστελλάνη, πώς μεγάλωσε, αν έχει πατέρα, οπότε αποφάσισα ότι εφόσον δεν έχω αυτά τα στοιχεία, θα φτιάξω μια ιστορία με πολλά στοιχεία δικά μου, που όμως θα περνάνε και μηνύματα.
Δεν έβαλα ότι είναι αρραβωνιασμένος μόνο και μόνο για να πω ότι υπάρχει και μια κοπέλα. Φτιάχτηκε επίτηδες από μένα αυτός ο χαρακτήρας, αλλά και η οικογένειά της που εμφανίζονται περίπου στο ένα τρίτο του βιβλίου, για να περάσω τα μηνύματα που ήθελα μέσω αυτών».
«Το πιο εύκολο που θα μπορούσες να πεις για έναν άνθρωπο που σκοτώνει θα ήταν ότι ήταν ευέξαπτος από πάντα. Ναι, αλλά γιατί δεν εξερράγη στην πρώτη άδικη κατηγορία εναντίον του; Γιατί δεν βγήκε να πει ότι είναι αθώος; Άρα μάλλον ήταν από τους ανθρώπους που δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν το δίκιο τους. Υπάρχουν πολλοί τέτοιοι».
«Τελείωσα το βιβλίο ενάμιση χρόνο μετά. Έγραφα με διαλείμματα. Ένα μήνα για παράδειγμα δεν το άγγιξα γιατί έκανα τη μετάφραση ενός βιβλίου. Δεν είχα πρόγραμμα και ταυτόχρονα έκανα πολλή έρευνα, έψαχνα να βρω την πραγματική ιστορία».
«Η ιστορία είχε γραφτεί το 1970 στην τοπική εφημερίδα από την κυρία Χάρου, παλιά φιλόλογος του νησιού και εξαιρετικός άνθρωπος. Η ιστορία συμφωνούσε πολύ με την προφορική αφήγηση που είχε γίνει σε μένα. Έψαξα λοιπόν ξανά στις αθηναϊκές εφημερίδες της εποχής, που είχαν ψηφιοποιηθεί.
Βρήκα μια συγκλονιστική λεπτομέρεια στις εφημερίδες που μου άλλαξε εντελώς το βιβλίο. Ότι είχε πεθάνει η μάνα του. Και το πώς είχε πεθάνει. Έτσι οραματίστηκα τη σκηνή που ο Καστελλάνης μιλάει με το φάντασμα της μάνας του. Σκηνή που έχει γυρίσει συγκλονιστικά ο Σωτήρης στη σειρά.
Μετά μελέτησα τη γλώσσα της περιοχής, τα έθιμα, τα φαγητά, τις καλλιέργειες, τους χορούς, τα ρούχα, την αρχιτεκτονική. Δεν μπορούσα πχ. να βάλω ότι καλλιεργούν μελιτζάνες στα Κύθηρα, ενώ δεν καλλιεργούν. Δεν ήθελα να βρεθεί ούτε ένας Κυθήριος και να μου πει για κάτι που έγραψα για το νησί και δεν ισχύει.
Για παράδειγμα, όταν ο ήρωάς μου κατεβαίνει μια πλαγιά, την κατεβαίνει γιατί εγώ την έχω δει στο Google Earth. Ή την έχω περπατήσει. Τη διάσημη γέφυρα του Κατουνίου, την ξέρω απ’ έξω. Την έχω περπατήσει, έχω νιώσει τα vibes. Και στο βιβλίο τη βάζω να μιλάει».
«Είδα τα τρία πρώτα επεισόδια στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ήταν πολύ συγκινητικό να βλέπεις οπτικοποιημένο αυτό που… οπτικοποίησες εσύ. Και χαιρόμουν διπλά γιατί έβλεπα ότι ο Σωτήρης και η Μιρέλλα μοιράζονταν το ίδιο όραμα με εμένα όσον αφορά την ηθική και τις αξίες που πραγματεύεται αυτό το βιβλίο. Και γιατί οπτικοποιήθηκε αριστοτεχνικά, χολιγουντιανά θα έλεγα».
«Ήταν πολύ συγκινητικό να βλέπεις οπτικοποιημένο αυτό που… οπτικοποίησες εσύ»
«Η σφαγή για μένα ήταν το κομμάτι που ήθελα να γράψω σαν τρελός, όμως έκανα απίστευτη υπομονή. Είναι γύρω στις είκοσι σελίδες παρότι στην πραγματικότητα κράτησε περίπου μισή ώρα. Την έγραψα τον Αύγουστο του ‘19 σε μέρες που συνέπιπταν και χρονικά με το έγκλημα. Συνειδητοποίησα βασικά ότι έγραφα τις ίδιες μέρες με εκείνες που έγινε το έγκλημα.
Την έγραψα στην Αρκαδία, στο χωριό μου το ορεινό που έχουμε το εξοχικό μας. Ήταν από τις πιο ωραίες εμπειρίες του βιβλίου».
«Το δεύτερο βιβλίο μου κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του ‘23 και λέγεται το ‘Ποτάμι των Χιλίων Τυφλών’ (εκδ. Διόπτρα). Είναι η ιστορία μιας μικρής κωμόπολης στην Αρκαδία το 1949, που μπλέκεται σε έναν δικό της εμφύλιο, καμία σχέση με αυτόν που ξέρουμε. Υπάρχουν και εδώ φόνοι, υπάρχει μίσος, γιατί ο κόσμος προτιμάει πάντα το μίσος από την αγάπη. Το βιβλίο μιλάει για την τάση της φιλαρχίας και της δημαγωγίας, κι όλα αυτά σε ένα υπέροχο βουκολικό τοπίο».
«Το θεωρώ πιο ώριμο συγγραφικά από τις ‘17 Κλωστές’. Πήγε πολύ καλά, αλλά η χρονιά του θα είναι η επόμενη, καθώς έχει πάρει ήδη τα δικαιώματα για σειρά η Tanweer».
«Αυτήν την περίοδο γράφω το τρίτο μου μυθιστόρημα. Μακράν το πιο δύσκολο στο γράψιμο. Είναι φανταστική ιστορία, έχει συνέχεια cliffhangers και πολλή αγωνία και συμβαίνει σε πολλά διαφορετικά μέρη. Έχει πολύ πιο δύσκολους διαλόγους, γιατί είναι θρησκευτικοί και φιλοσοφικοί, αλλά όχι σε σημείο που να γίνονται βαρείς».
Ο Πάνος στη Χώρα των Τηλεπαιχνιδιών Γνώσεων
«Από παιδί έβλεπα τηλεπαιχνίδια γνώσεων. Απαντούσα, είχα ένα ευρύ φάσμα γνώσεων γιατί από μικρός διάβαζα ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Όσο μεγάλωνα, άνοιγε η γκάμα μου. Όταν ήμουν 25 ας πούμε, έβλεπα μεσημεριανά, ήξερα δηλαδή και τα κουτσομπολιά. Τώρα δεν τα ξέρω και δεν με ενδιαφέρουν, να σου πω την αλήθεια».
«Κάποια στιγμή, εκεί γύρω στα 25, αποφάσισα να αρχίσω να πηγαίνω και με την παραίνεση του πατέρα μου, που έκανε αιτήσεις για μένα από μόνος του. Πολύ συχνά μου εξηγούσε πώς παίζεται ένα καινούργιο τηλεπαιχνίδι, που πίστευε ότι θα μου αρέσει».
«Με το καλημέρα, κέρδισα 55.000 ευρώ στο Θησαυροφυλάκιο προ 20ετίας, στα 26 μου. Αυτά τα λεφτά δεν τα είδα ποτέ. Κλειδώθηκαν σε μια τράπεζα γιατί πήγαν για το δάνειο του σπιτιού μου. Ίσως με τη χαρά και την ανωριμότητα της νιότης να τα είχα φάει».
«Σιγά σιγά άρχισα λοιπόν να κοιτάζω τα παιχνίδια γνώσεων. Δεν πήγα ποτέ στο Deal ας πούμε, το οποίο μια χαρά παιχνίδι είναι, αλλά όχι για μένα. Πήγα συνολικά σε δέκα. Δεν κέρδισα μόνο σε δύο ή σε τρία».
«Δεν είχα συμμετάσχει ως παίκτης στο Chase. Στο Chase έπαιξε το Σούπερ Αγόρι στη δεύτερη σεζόν, και μάλιστα εναντίον μου. Τον κέρδισα, αλλά έκανε πολύ καλή εντύπωση στην παραγωγή, και τον είχε στο μυαλό της».
«Είναι η κλασική ελληνική καχυποψία ότι όλα είναι κομπίνα, ότι όλοι είναι λαμόγια»
«Έξι μήνες πριν βγει στον αέρα το Chase, με πήραν από την παραγωγή και μου εξήγησαν το κόνσεπτ. Μου είπαν πως αν ενδιαφέρομαι για τη θέση του chaser, θα περάσω κι εγώ από τη διαδικασία που περνάνε όλοι. Μου έκαναν ένα τεστ γνώσεων, και επειδή πήγα πολύ καλά και ίσως τους άρεσε το φιζίκ μου, προχωρήσαμε. Είδαν 100 άτομα απ’ όσο ξέρω, για τη θέση του chaser».
«Με θυμόντουσαν από το Still Standing, είμαι ο ένας από τους δύο που κέρδισαν ποτέ το μεγάλο ποσό. Η Μαρία (σ.σ. Μπεκατώρου) με θυμήθηκε αφ’ ότου είχα μπει στους πρώτους 50.
Φαντάσου ότι απάντησα γύρω στις 800 ερωτήσεις, σε τρία διαφορετικά sessions μέσα σε ένα τρίμηνο, και μου πήραν συνέντευξη επτά άτομα. Νομίζω ότι αυτή είναι μια απάντηση στον κόσμο για το αν ξέρουμε τις ερωτήσεις από πριν».
«Είναι η κλασική ελληνική καχυποψία ότι όλα είναι κομπίνα, ότι όλοι είναι λαμόγια. Ήμουν σε μια σύναξη τις προάλλες και μου λέει κάποιος, εντάξει, ξέρω ότι ξέρεις πολλά, αλλά καμιά φορά κοιτάτε κάτω ή πάνω. Μήπως έχετε κάποιο μόνιτορ; Αν είχαμε κάποιο μόνιτορ, δεν θα βρισκόταν ένας από τους παίκτες που ειδικά έχουν χάσει, να κάνει μια καταγγελία; Ακόμα κι ανώνυμη. Δεν έχει γίνει τίποτα τέτοιο παγκοσμίως. Δεν παίζουμε Chase μόνο στην Ελλάδα».
«Κάποιες μέρες έχεις μια απίστευτη οξύνοια που το μυαλό σου τρέχει με τρομερές ταχύτητες, και κάποιες άλλες κολλάει και δεν μπορείς να απαντήσεις ακόμα και σε εύκολες ερωτήσεις».
«Τα all-time αγαπημένα μου τηλεπαιχνίδια; Ένα από τα ωραιότερα ever ήταν η Mega Banca. Ήταν αυτό που με έκανε να αγαπήσω τα τηλεπαιχνίδια.
Θυμάμαι τον πανικό που γινόταν με το Μεγάλο Παζάρι, ενώ πάρα πολύ μου άρεσε και το Θησαυροφυλάκιο με τον Μικρούτσικο, είχε πολλή αγωνία. Είχα παίξει Εκατομμυριούχο με τον Αθερίδη και κέρδισα 3.500 ευρώ. Το πιο ‘αποτυχημένο’ μου, αλλά είχα περάσει πολύ ωραία.
Το Still Standing μου άρεσε πάρα πολύ, η Μαρία ήταν συγκλονιστική και έδειξε μια άλλη πλευρά του εαυτού της. Τώρα νομίζω πως είναι ακόμα καλύτερη στο Chase, είναι ακόμα πιο ανθρώπινη, αλλά είναι και ταυτόχρονα αστεία.
Ξεχωρίζω επίσης πολύ τους ‘Κληρονόμους’ με τον Φερεντίνο, που παίχτηκαν για πολύ λίγους μήνες και το ‘Είσαι πιο Έξυπνος από ένα 10χρονο’ ήταν πολύ καλό, με την Αλιμπέρτη. Ένα παιχνίδι που δεν κέρδισα αλλά διασκέδασα πολύ ήταν το ‘Φάτους Όλους’ με τον Μητσικώστα. Τους ‘έφαγα όλους’ εκτός από έναν, αλλά είχα περάσει πολύ ωραία, όπως και με τον Ζουγανέλη στο Hot Seat. Πολύ ωραίοι άνθρωποι και οι δύο.
Το Chase είναι μια τομή, έχει αυτό το twist ότι έχεις απέναντι άνθρωπο και όχι υπολογιστή. Και ο Εκατομμυριούχος διαχρονικά μου άρεσε, απλά τον βρίσκω κάπως αργό, ίσως γιατί λόγω του Chase που είναι σίφουνας, έχω συνηθίσει σε πολύ γοργούς ρυθμούς».
πηγή: reader.gr