Ακόμα φρέσκες στο μυαλό των ανθρώπων οι εικόνες από τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ γεμίζουν με ανησυχία τον κόσμο γύρω από τη σταθερότητα της δημοκρατίας των ΗΠΑ.
Ο εξτρεμισμός θεωρείται πλέον από πολλούς ως σημαντική απειλή για τη χώρα. Ριζοσπαστικές ιδεολογίες και συνωμοσίες που έχουν ξεδιπλωθεί εδώ και πολλές δεκαετίες και τώρα αποτελούν απειλή για τα θεμέλια του αμερικανικού δημοκρατικού συστήματος.
Υπάρχει ακόμη ανησυχία και για την ασφάλεια της χώρας όταν επιβεβαιωθούν τα εκλογικά αποτελέσματα στα τέλη του 2024.
Και αυτή είναι μια απειλή που δεν περιορίζεται μόνον στον φυσικό χώρο. Η παραπληροφόρηση και η παραπληροφόρηση στο Διαδίκτυο δημιουργούν νέες τεχνολογικές προκλήσεις, ιδίως με την άνοδο της τεχνητής νοημοσύνης και των απομιμήσεων, προκειμένου να διατηρηθεί η εκλογική διαδικασία δίκαιη χωρίς παρεμβάσεις καθώς κατευθύνεται στις κάλπες τον Νοέμβριο.
Αυτές οι εκλογές στις ΗΠΑ θα διεξαχθούν στον πιο μολυσμένο και υποβαθμισμένο χώρο πληροφοριών που υπήρξε ποτέ.
Η ροή των ανεπιθύμητων μηνυμάτων με δυνατότητα δημιουργίας τεχνητής νοημοσύνης, των deepfakes και των απομιμήσεων έχει προσθέσει καύσιμο στην διαδικασία αποσύνθεσης των τοπικών μέσων ενημέρωσης και στην ευπάθεια της ψηφιακής δημοκρατικής υποδομής λόγω κακής χρήσης και κατάχρησης.
Αν και κατά καιρούς ήταν ανήσυχοι, Δημοσιογράφοι, ακαδημαϊκοί και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και εργάστηκαν για να καλύψουν το κενό λογοδοσίας που άφησε η αργή ρύθμιση και στον δισταγμό των δυτικών κυβερνήσεων να παρέμβουν στα μέσα ενημέρωσης, δεν παρέλειπαν να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και να επισημαίνουν την προσοχή στο πού διαβρώνονταν οι δημοκρατικές και πολιτικές διαδικασίες, θεσμοί και κανόνες από τη διαδικτυακή κίνηση – μερικές φορές ακόμη και πριν οι ίδιες οι εταιρείες που διαχειρίζονταν αυτή την τεχνολογία αντιληφθούν.
Αυτό περιλάμβανε εκρηκτικές αποκαλύψεις προσπαθειών χρήσης τεχνολογικών πλατφορμών για την υπονόμευση των δημοκρατικών διαδικασιών στις ΗΠΑ – όπως το σκάνδαλο Cambridge Analytica το 2018.
Για χρόνια, αποκαλύψεις και έρευνες σαν αυτές και οι οργανισμοί πίσω από αυτές ήταν (μερικές φορές με απροθυμία) ευπρόσδεκτες από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. Αλλά με εξήντα μέρες να απομένουν μέχρι τις εκλογές στις ΗΠΑ, αυτή η σχέση φαίνεται πως βρίσκεται σε κρίση και η κοινότητα που ασχολείται με αυτή την μορφή της λογοδοσίας βρέθηκε να διεξάγει έναν ανταρτοπόλεμο, υποχρηματοδοτούμενη, με έλλειψη πόρων, αλλά τώρα και σε σύγκρουση με τεχνολογικές πλατφόρμες και με μία πολωμένη πολιτική σκηνή.
Έτσι οι «ψευδείς ειδήσεις» (Fake news) εισήλθαν στο λεξικό των ΗΠΑ και η έρευνα για την παραπληροφόρηση έγινε πολιτικά φορτισμένη αφού τις περισσότερες φορές ερευνητές -ακόμη και αυτοί που επικεντρώνονται στην παρέμβαση του ξένου κράτους- έχουν κατηγορηθεί όλο και περισσότερο ότι προσπάθησαν να φιμώσουν την εσωτερική πολιτική διαφωνία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα μια έρευνα για την αποτελεσματικότητα και τις προσφερόμενες υπηρεσίας Υγείας που “πάγωσε” ως αποτέλεσμα της πολιτικοποίησης της έρευνας για την αποτελεσματικότητα των εμβολίων.
Τα ανατριχιαστικά αποτελέσματα αυτής της αντίδρασης είναι προφανή. Οι ερευνητές της παραπληροφόρησης είναι σήμερα πιο επιφυλακτικοί στο να μιλήσουν. «Ακαδημαϊκοί, πανεπιστήμια και κυβερνητικές υπηρεσίες», «αναθεωρούν ή τερματίζουν ερευνητικά προγράμματα που έχουν σχεδιαστεί για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης διαδικτυακής παραπληροφόρησης εν μέσω μιας νομικής εκστρατείας φίμωσης από συντηρητικούς πολιτικούς και ακτιβιστές που τους κατηγορούν ότι συμπράττουν με εταιρείες τεχνολογίας για να λογοκρίνουν τις δεξιές απόψεις».
Στην πιο αποτελεσματική της περίοδο, η καταπολέμηση της παραπληροφόρησης ένωσε τη βιομηχανία, την κυβέρνηση και την κοινωνία των πολιτών με έναν κοινό σκοπό, αναγνωρίζοντας ότι η ταχεία ψηφιοποίηση των δημοκρατιών είχε εισαγάγει σοβαρά τρωτά σημεία και ότι η επιδιόρθωση τους ήταν προς το συμφέρον όλων. Καθώς όμως πλησιάζουμε στην κορύφωση του τρέχοντος έτους των εκλογών, ο κόσμος απέχει πολύ από αυτό το υψηλό σημείο.
Η αντιστροφή αυτής της ξαφνικής αντίδρασης είναι σημαντική, αν και πολλοί εκτιμούν πως ήδη είναι πολύ αργά για τις αμερικανικές εκλογές τον Νοέμβριο.
Ν.Β