«Πέφτει σε αντιφάσεις, στερείται συναισθήματος και είναι αναξιόπιστη…»
«Κόλαφος» για τη Ρούλα Πισπιρίγκου αλλά και τον Μάνο Δασκαλάκη είναι η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη της ψυχολόγου που συνομίλησε με τους γονείς των τριών δολοφονημένων παιδιών. Η «ΜΠΑΜ στο Ρεπορτάζ» παρουσιάζει τα σημαντικότερα σημεία από το πόρισμα των 54 σελίδων που παρέδωσε στη 18η ανακρίτρια Χριστίνα Σαλάππα η κυρία Δέσποινα Σαββόγλου.
Των Πέτρου Κουσουλού – Νίκου Νικολετάκη
Η κλινική ψυχολόγος είχε αναλάβει, όπως είναι γνωστό, να διερευνήσει την ψυχολογική κατάσταση της Τζωρτζίνας, όπως την αποτύπωνε μέσα από τις ζωγραφιές της. Στο πλαίσιο αυτό πραγματοποίησε δύο ατομικές συνεδρίες με την 33χρονη κατηγορουμένη σε γραφείο μέσα στις φυλακές Κορυδαλλού όπου κρατείται και τέσσερις με τον Μάνο Δασκαλάκη. Μίλησε ακόμα με τη νηπιαγωγό και συνιδιοκτήτρια του ΚΔΑΠ, το πρόγραμμα του οποίου παρακολουθούσαν η Τζωρτζίνα και η Μαλένα, και με ακόμα μία συνάδελφό της στο ίδιο Κέντρο Δημιουργικής Απασχόλησης.
Η κυρία Σαββόγλου εξέτασε επίσης τέσσερις βασικές ζωγραφιές, τις οποίες είχε αποκαλύψει η «ΜΠΑΜ στο Ρεπορτάζ», την τσάντα της Τζωρτζίνας και 40 ζωγραφιές της δολοφονημένης μαθήτριας που τις έφερε ο Μάνος Δασκαλάκης μετά από αίτημα της ψυχολόγου (10 ζωγραφιές από το σπίτι, 9 που ζωγράφισε στο σπίτι της γιαγιάς – μητέρας του και άλλες 21 που δημιούργησε η μικρή στο νηπιαγωγείο).
«Μη αληθής αφήγηση»
Τα συμπεράσματα που έβγαλε η κλινική ψυχολόγος από τις δύο συνεδρίες με τη Ρούλα Πισπιρίγκου είναι «καταπέλτης» για την 33χρονη, που παραμένει προσωρινά κρατούμενη για τη δολοφονία της Τζωρτζίνας.
Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι η μητέρα των τριών νεκρών παιδιών «πέφτει σε αντιφάσεις, στερείται συναισθήματος και η αφήγησή της φαίνεται να μην είναι αληθής».
Η ψυχολόγος τονίζει μάλιστα ότι οι σκέψεις της Πισπιρίγκου «γυρνούν συνέχεια γύρω από τον Μάνο Δασκαλάκη κατασκευάζοντας αντιζηλίες».
Όπως επισημαίνει για την 33χρονη κατηγορουμένη: «Οι πληροφορίες που δίνει δεν είναι αξιόπιστες. Σε πολλά σημεία η αφήγησή της φαίνεται μη αληθής, στην προσπάθειά της να διαψεύσει μια οδυνηρή πραγματικότητα. Είναι φανερό ότι οι σκέψεις της και οι επενδύσεις της επικεντρώνονται γύρω από τον σύζυγό της, ενώ φαίνεται να δημιουργεί εκ των υστέρων κατασκευές γύρω από ζητήματα αντιζηλίας με άλλες γυναίκες.
Οι περιγραφές για τα παιδιά της μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι τα αντιλαμβανόμαστε ως μια ναρκισσιστική προέκτασή της, που καλούνται να εκπροσωπήσουν τον δικό της λόγο και τις δικές της επιθυμίες. Η ίδια φάνηκε να μην κατανοεί τις θεμελιώδεις αναπτυξιακές τους ανάγκες», αναφέρει μεταξύ άλλων.
«Μη αυθεντικότητα»
Όπως είπε η κλινική ψυχολόγος, «η μητέρα φαινόταν ιδιαίτερα συνεργάσιμη και στην πρώτη επαφή είχε μια υπερτονισμένη εικόνα μιας συντετριμμένης και συμμορφωμένης γυναίκας. Φαινόταν ότι προσπαθούσε να το επικοινωνήσει μέσα από τη στάση του σώματός της, συρρικνώνοντάς το και καμπουριάζοντας, μέσα από το βλέμμα της που διατηρούσε χαμηλά στο πάτωμα ενώ κοιτούσε τριγύρω με κλεφτές γρήγορες ματιές και μέσα από τον βηματισμό της σέρνοντας τα πόδια της. Το βλέμμα της ήταν αρχικά εμφατικά κατεβασμένο στο πάτωμα δηλώνοντας ηχηρά την υποτακτική της στάση. Ωστόσο η εικόνα αυτή άλλαζε απότομα, φανερώνοντας έτσι τη μη αυθεντικότητα και συνέπεια αυτής της πρώτης εικόνας».
Η κυρία Σαββόγλου περιγράφει ακόμη ότι η προσωρινά κρατούμενη μητέρα πριν καν ξεκινήσουν τη συνάντηση «πήρε πρωτοβουλία να αλλάξει θέση στην καρέκλα της στο γραφείο που συναντηθήκαμε, ώστε «να μην είμαστε τόσο μακριά», όπως είπε χαρακτηριστικά, φανερώνοντας έτσι την προσπάθεια για οικειότητα. Έπαιρνε άμεσα πρωτοβουλίες διαχείρισης του χώρου, σε μια συνδιαλλαγή με έναν άγνωστο μέχρι εκείνη τη στιγμή άνθρωπο». Η ψυχολόγος παρατήρησε ότι από τα πρώτα δευτερόλεπτα της συνάντησής τους η Πισπιρίγκου εξέφρασε πρόωρη εμπιστοσύνη στο πρόσωπό της, πριν καλά καλά ξεκινήσουν: «Είπε χαρακτηριστικά ‘‘πιστεύω ότι θα δώσετε την αλήθεια για το παιδί μου, το πιστεύω’’».
Μετά από ερώτηση της κύριας Σαββόγλου για το πώς είναι για την ίδια αυτή η περίοδος, η 33χρονη απάντησε: «…έχω ανάμεικτα όλα τα συναισθήματα. Δηλαδή τώρα ζω το πένθος, είμαι μόνη μου. Και για την μπέμπα και για την Τζωρτζίνα δεν πρόλαβα. Τώρα μου βγαίνουν όλα. Το αίσθημα της αδικίας μεγάλο, με πνίγει».
Ρωτώντας τη για την ημερομηνία γέννησής της ανέφερε ότι την ίδια ημέρα και ώρα γεννήθηκε η δεύτερη κόρη της. Στην ερώτησή της ψυχολόγου «τι ώρα γεννήθηκε η κόρη σας;» είπε: «12.20 γεννήθηκα εγώ, 12.22 γεννήθηκε η Μαλένα». «Έσπευσε να μιλήσει για τον εαυτό της και σε δεύτερο χρόνο για τη Μαλένα, μέσα από μια ταύτιση, όπως η ίδια, έτσι και η κόρη της», επισημαίνει η ειδική επιστήμων.
«Η κόρη της Λάσκαρη»
Η Πισπιρίγκου ανέφερε ότι έχει ακόμα μία αδελφή, τη Δήμητρα, 25 ετών, και άλλα δύο ετεροθαλή αδέλφια από την πλευρά του πατέρα της, τον Π. 14 ετών και την επτάχρονη Κ. Όπως είπε, δεν έχει πολύ καλές σχέσεις με τον πατέρα της. Η ίδια χαρακτήρισε λύτρωση γι’ αυτήν το διαζύγιο που πήραν οι γονείς της όταν ήταν 11 ετών. «Έβλεπα τη μαμά μου και δεν πέρναγε καλά και έτσι της έφυγε ένα βάρος. Ο μπαμπάς μου είχε άλλες γυναίκες. Ήταν νύχτα μπλεγμένος, πολλά… με τους μπράβους τότε στην Πάτρα…» και ανέφερε ένα όνομα κάποιου μπράβου, αποδίδοντάς του διασημότητα. Ανέφερε ότι ο πατέρας της έκανε χρήση ναρκωτικών ουσιών όταν γεννήθηκε η ίδια. Συγκεκριμένα ανέφερε, «από όσο ξέρω από τη μητέρα μου και τον πατέρα μου, έκανε τσιγάρα νομίζω. Και είχε πάει σε μια κλινική εδώ στην Αθήνα που είχε κάνει αποτοξίνωση κανονικά. Ήταν σε μια κλινική εδώ και μάλιστα ήταν στην κλινική που ήταν και η κόρη της κυρίας Λάσκαρη…, προτάσσοντας και πάλι τη διάσταση της διασημότητας, καθώς επιλέγει από όλη την ιστορία που αφηγείται να σχολιάσει ότι μαζί με τον πατέρα της ήταν μαζί και κάποιος διάσημος» τόνισε η πραγματογνώμονας.
Δολοφονία «αγάπης!»
Μέσα στην έκθεση της παιδοψυχολόγου γίνεται αναφορά και στο έγκλημα που διέπραξε το 1964 ο παππούς της Ρούλας Πισπιρίγκου, ο οποίος έπνιξε τη γιαγιά της Σωτηρία Πεφάνη με τα χέρια του, καταδικάστηκε σε ισόβια, αλλά αποφυλακίστηκε λίγα χρόνια μετά εξαιτίας καλής διαγωγής. «Όταν γεννήθηκα εγώ, ο παππούς μου δεν ήταν στη φυλακή. Ήταν ξαναπαντρεμένος και εγώ γνώρισα μια άλλη γυναίκα. Μάλιστα είχε βραβευτεί (ο παππούς) από τον πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας ως ο πιο καλός κρατούμενος και έτσι βγήκε. Και το είχαν και οι τοπικές εφημερίδες τότε» ανέφερε μεταξύ άλλων η 33χρονη για τον παππού της.
«Και πάλι προτάσσει τη διασημότητα του παππού της που έγραψαν γι’ αυτόν και οι εφημερίδες για τη βράβευσή του. Μιλά ταυτόχρονα για ‘‘το έγκλημα’’ του παππού της σε βάρος της γιαγιάς της και αμέσως βάζει μαζί τη βράβευσή του από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, χωρίς να φαίνεται να φέρνει κοντά της αυτή την αντίφαση. Μπήκε για το έγκλημα, βγήκε βραβευμένος. Σαν αυτά τα δύο μαζί να μπορούν να συνυπάρχουν. Η μητέρα φαίνεται να έχει ιδέες μεγαλείου που τις συνδέει με τη δημοσιότητα-διασημότητα και εκφράζει την πεποίθηση ότι μπορεί κανείς να αποκτήσει μεγαλεία -διασημότητα και καταξίωση- μέσα από παραβατικές πράξεις» επισημαίνει η ψυχολόγος.
Εντύπωση προκάλεσε στην ίδια η περιγραφή της 33χρονης για τον ασφυκτικό θάνατο που επεφύλλασσε στην άτυχη γιαγιά της ο σύζυγός της. Όπως είπε, «ο παππούς της έπιασε τη γυναίκα από τον λαιμό, την έσφιγγε και φώναζε ‘‘σε παρακαλώ, σε παρακαλώ’’. Με το ‘‘σε παρακαλώ’’ κατάλαβε κάποια στιγμή ότι είχε φύγει από τη ζωή. Από την ένταση που είχε την έπνιγε και δεν το καταλάβαινε…».
Η ψυχολόγος σχολίασε αυτήν την αντίφαση λέγοντας ότι περιέγραφε τον παππού της να μιλάει στη γιαγιά της τρυφερά ενώ της έσφιγγε τον λαιμό μέχρι θανάτου. Απάντησε: «…όχι, είχε πολύ περισσότερη ένταση, της έλεγε ‘‘σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, Ρούλα, Ρούλα, Ρούλα…’’», αλλάζοντας τον τόνο και την ταχύτητα στη φωνή της σε αυτήν τη δεύτερη εκδοχή η μητέρα, αποδίδοντας ωστόσο και πάλι ένα τρυφερό και αντιφατικό περιεχόμενο, γιατί όπως φαίνεται αυτός είναι ο τρόπος που η ίδια έχει εγγράψει μέσα της αυτήν την ιστορία των παππούδων της. Σαν να την έπνιξε (σ.σ. ο παππούς τη γιαγιά) από την αγάπη του, για να μην τη χάσει. Η πράξη του παππού της να πνίξει τη γιαγιά της φαίνεται να κατανοείται από την ίδια ως μια πράξη αγάπης προς εκείνη (τη γιαγιά), προκειμένου να μην τη χάσει» επισημαίνει η κλινική ψυχολόγος.
Η Πισπιρίγκου είπε μεταξύ άλλων ότι την είχε πειράξει τόσο πολύ το θέμα αυτό, που ήθελαν η ίδια και η αδελφή της Δήμητρα να αλλάξουν επώνυμα. Επιθυμούσε μάλιστα να πάρει το επώνυμο της μητέρας της, «Λεγάτου». «Η μητέρα βλέπουμε και πάλι να εμφανίζει έντονες ιδέες μεγαλείου, μη συνδεδεμένες με την εξωτερική πραγματικότητα. Περιγράφει από τη μια ότι τους παππούδες της τους ζητούσαν και τους επιθυμούσαν οι μεγάλες και σπουδαίες ποδοσφαιρικές ομάδες, αλλά από την άλλη δεν έπαιζαν σε αυτές. Φαίνεται να μην μπορεί να φέρει κοντά στην εσωτερική της πραγματικότητα (πώς θα επιθυμούσε να είναι τα πράγματα) την εξωτερική πραγματικότητα (ότι δεν έπαιζαν όμως εκεί). Φαίνεται πως είναι πολύ σημαντικό για την ίδια ότι όλη η Ελλάδα τους ήξερε» συμπλήρωσε η κυρία Σαββόγλου.
«Ιατροδικαστής»
«Στις Πανελλήνιες είχα δηλώσει και ιατροδικαστής. Είχα δηλώσει όλα τα ιατρικά, δεν πέρασα πουθενά. Μου άρεσε ο κλάδος της Υγείας. Στην προκειμένη περίπτωση έτσι όπως έχουν γίνει τα πράγματα ακούγεται λάθος, αλλά εγώ δεν θέλω να πω ψέματα. Γιατί δεν είμαι η μοναδική στον κόσμο που θέλει να ακολουθήσει την Ιατρική. Τώρα πιστεύουν όλοι ότι ‘‘α… αυτή ήθελε Ιατρική, άρα τα ξέρει όλα απέξω και ανακατωτά, να πώς σκότωσε τα παιδιά, τα δηλητηρίαζε, τα έκανε, τα έρανε”, ακούγεται πολύ λάθος. Ενώ δεν είμαι η μοναδική που θέλει να ακολουθήσει τον ιατρικό κλάδο…» ανέφερε μεταξύ άλλων η Πισπιρίγκου.
«Η μητέρα και πάλι περιγράφει γεγονότα που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, χωρίς να κάνει επαφή με αυτό. Όπως όταν για παράδειγμα ανέφερε ότι στις Πανελλήνιες δήλωσε τη σχολή των ιατροδικαστών, ενώ για να γίνει κάποιος ιατροδικαστής χρειάζεται να σπουδάσει καταρχήν Ιατρική» γράφει στο πόρισμά της η ψυχολόγος – πραγματογνώμονας.
Περιγράφοντας το πρώτο ραντεβού τους με τον Μάνο Δασκαλάκη, η Πισπιρίγκου είπε: «…έκανε ένα σόου για να μπει (στο μαγαζί). Μου θύμισε τον παππού μου εκεί. Τον χαιρέτησε όποιος ήταν μέσα στο μαγαζί. Μου φάνηκε πάρα πολύ περίεργο αυτό. Τον ήξεραν κι αυτόν τόσο πολύ…». Φαίνεται να τονίζεται πάλι η διασημότητα-αναγνωρισιμότητα ως ένα στοιχείο μεγαλομανιακό.
Η κατηγορουμένη χαρακτήρισε μεταξύ άλλων μυθομανή την πεθερά της.
Εντύπωση προκάλεσαν στην ψυχολόγο οι εναλλαγές στην περιγραφή που έκανε η Πισπιρίγκου όταν μιλούσε για τα παιδιά της, είτε όταν ήταν ζωντανά είτε νεκρά: «Ειδικά θυμάμαι τη Μαλένα που το πρόσωπό της ήταν τελείως αγγελικό (όταν γεννήθηκε), αφού την ώρα της κηδείας της λέγανε ότι είναι, ήταν σαν την ωραία κοιμωμένη…». Και συνέχισε αναφερόμενη στην κηδεία της Τζωρτζίνας: «Η Τζωρτζίνα την ώρα της τελετής ήταν λες και ήταν το παιδάκι το μικρό που είχα γνωρίσει, που είχα ζήσει ενός χρόνου. Είχε τόσο παιδικό προσωπάκι. Καμία σχέση με την ηλικία της…».
«Όλη η πρόταση στον ίδιο τόνο, με το ίδιο συναίσθημα. Ζωή και θάνατος μαζί, αδιαφοροποίητα. Το είναι και το ήταν έφτιαξαν μια ενιαία λέξη, μπερδεμένη, σαν και ο χρόνος, το πριν και το τώρα να είναι αδιαφοροποίητα στον ψυχισμό της. Και ενώ εγώ της μιλούσα για τα ζωντανά παιδιά της, εκείνη μιλούσε για τα νεκρά παιδιά της. Φαίνεται μέσα της να μη διαφοροποιούνται εάν είναι ζωντανά ή νεκρά. Μιλά για την ομορφιά τους ως ζωντανά παιδιά και ταυτόχρονα για την ομορφιά τους όταν πια είναι νεκρά» γράφει η κυρία Σαββόγλου.
Η 33χρονη είπε ότι θήλασε την Τζωρτζίνα μόνο δύο μήνες γιατί μετά κόπηκε το γάλα επειδή ήταν στενοχωρημένη με όσα έκαναν οι πρώην κοπέλες του συζύγου της. «Φανερώνεται από τις περιγραφές της μητέρας ότι στις πρώιμες αυτές ανάγκες ενός νεογέννητου μωρού η ίδια δεν μπορούσε να ανταποκριθεί επαρκώς, καθώς ο νους της ήταν διαρκώς στον σύζυγό της και στις ιστορίες περί διεκδίκησής του από άλλες γυναίκες» τονίζει η κλινική ψυχολόγος.
Πρώην του Μάνου
Ένα από τα πιο ακραία πράγματα που είπε η 33χρονη στην ειδική επιστήμονα ήταν ότι κάποια πρώην φίλη του Μάνου έβαλε έναν άνδρα να απαγάγει την Τζωρτζίνα: «Η μητέρα μετά από ερώτησή μου πώς ήταν η οικογενειακή τους ζωή όταν πια είχαν αποκτήσει και τη Μαλένα είπε: ‘‘Τέλεια, είχαμε βέβαια κάτι μικροπροβλήματα με κάτι πρώην του Μάνου, αλλά αστείες, αστείες εντελώς. Έπαθαν έναν πανικό όταν έμαθαν ότι ήμουν έγκυος και θα παντρευόμουν τον Μάνο. Δύο συγκεκριμένες κοπέλες που φάνηκε ότι είχαν εμμονή μαζί του. Εάν παρακολουθείτε την ιστορία μου, έχει βγει η μητέρα της μίας κοπέλας και τα έχει πει όλα στον … πάθανε πανικό και αυτές. Τι να σας πω, ότι είχε στείλει άνθρωπο μέσα στο σπίτι μου για να μου αρπάξει το παιδί. Ήταν η Τζωρτζίνα 6 μηνών τότε, ήταν η έναρξη του καρναβαλιού και μου χτύπησε το κουδούνι ένας άνδρας, άνοιξα χωρίς να ρωτήσω, με έσπρωξε και μου είπε ‘‘το παιδί θέλω, θέλω να πάρω το παιδί να το πάω στη Μένια’’. Λέω δεν υπάρχει περίπτωση…». Περιέγραψε πώς πήρε ένα αποσμητικό σπρέι και του ψέκασε τα μάτια, φώναξε δυνατά και εκείνος έφυγε. Πήρε τηλέφωνο τον σύζυγό της, ήρθε αμέσως γιατί βρισκόταν κοντά και ενώ στην αρχή τον κυνήγησε, τελικά μπήκε μπροστά του ένα αυτοκίνητο και τον έχασε. Στην ερώτησή μου γιατί να ήθελε η Μένια να πάρει το μωρό της είπε ‘‘δεν ξέρω’’. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι πρόκειται για μια εκ των υστέρων κατασκευή που ενέχει παρανοϊκά στοιχεία» επισημαίνει η ψυχολόγος.
Επίσης αναφέρθηκε στην εξωσυζυγική σχέση του συζύγου της, που όπως είπε κράτησε για έξι μήνες το 2018. Είπε ότι υπήρχαν τότε έντονοι τσακωμοί μεταξύ του ζευγαριού. Αναφέρθηκε και στη δική της εξωσυζυγική σχέση, μετά τον θάνατο και της Ίριδας. Είπε ότι ήταν πολύ σύντομη και ότι το έκανε για να ζηλέψει ο σύζυγός της. Βέβαια ο κ. Δασκαλάκης είχε περιγράψει ότι η σύζυγός του είχε συνάψει την εξωσυζυγική σχέση μετά τον θάνατο της Μαλένας και λίγο πριν από τον θάνατο της Ίριδας. Ο ίδιος είχε περιγράψει ότι το έμαθε στις 18 Μαρτίου (τρεις ημέρες πριν από τον θάνατο της Ίριδας) και είχε υπάρξει ένας έντονος καβγάς μεταξύ τους γι’ αυτόν τον λόγο.
Ίριδα
Μιλώντας για τον θάνατο της Ίριδας, η Πισπιρίγκου είπε πως όταν της την έφερε η Δήμητρα στην κουζίνα (πριν αρχίσουν την ΚΑΡΠΑ) το μωρό είχε μισάνοιχτα τα ματάκια του και έκανε έναν ήχο με το στόμα του (σαν να ξεφυσούσε). «Όταν ήρθε ο Μάνος της έπιασε τα πόδια και είδε ότι ήταν κρύα, του είπα ‘‘όχι, δεν θα μου την πάρει και αυτήν…’’» ανέφερε η Ρούλα. «Μια φράση που έχει περιγραφεί να την επαναλαμβάνει η μητέρα για τα παιδιά της, αλλά έχει περιγραφεί και ως μια φράση που την έχει πει και η Τζωρτζίνα» επισήμανε η κυρία Σαββόγλου.»
Η κατηγορουμένη εξέφρασε μεταξύ άλλων τη θέληση να απευθυνθεί στον υπουργό και στον πρωθυπουργό: «Θέλω να πάω στον υπουργό και να του πω ‘‘άνθρωπέ μου, κάνε κάτι, στον πρωθυπουργό και να του πω ‘‘διώξε τους, δεν ξέρω τι θα κάνεις’’, αλλά δεν μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους. Θέλω να πάω στον Άρειο Πάγο, στη Χάγη, ξέρω εγώ: Πραγματικά δεν ξέρω μέχρι πού θα φτάσω, γιατί το θεωρώ κοροϊδία… Παράλληλα έδειξε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να μάθει από εμένα εάν έχω δει τον σύζυγό της. Περίτεχνα και επίμονα προσπαθούσε να κατευθύνει τη συζήτηση ώστε να πάρει μια απάντηση…».
Συνοψίζοντας, «από τις συνεδρίες με τη μητέρα φάνηκε έντονα η προσπάθειά της να με πείσει για τη ‘‘δική της αλήθεια’’ και στο τέλος να επιβεβαιώσει ότι τα κατάφερε. Στις περιγραφές της η αλήθεια συνοδεύεται από την κτητική αντωνυμία (‘‘η αλήθεια μου’’), σαν η εξωτερική πραγματικότητα να μην έχει τόση σημασία όσο η εσωτερική της πραγματικότητα-επιθυμίες και φαντασιώσεις. Εμφανίζει έντονες ιδέες μεγαλείου που συνδέονται με τη δημοσιότητα-διασημότητα. Περιγράφει την πεποίθησή της ότι μπορεί να αποκτήσει κάποιος διασημότητα, μεγαλεία και μέσα από μη θεμιτές-παραβατικές πράξεις, στο πλαίσιο μιας ψυχοπαθητικής λειτουργίας» συμπληρώνει στο πόρισμά της η Δ. Σαββόγλου.
Τζωρτζίνα
Αναφερόμενη στις ζωγραφιές της Τζωρτζίνας, η ψυχολόγος διαπίστωσε μεταξύ άλλων ότι η 9χρονη ήταν ανήσυχη και προσπαθούσε να δουλέψει μέσα της τους θανάτους της Ίριδας και της Μαλένας, ενώ υπήρχε και φόβος μην της συμβούν τα ίδια πράγματα.
——-ΕΝΘΕΤΟ
Μάνος Δασκαλάκης: «Φάνηκε να τον ενδιαφέρει η εικόνα του»
Η Δέσποινα Σαββόγλου χαρακτήρισε τον Μάνο Δασκαλάκη ιδιαίτερα συνεργάσιμο και με συγκαταβατική στάση. «Ήταν φανερό ένα πρωταρχικό ενδιαφέρον να μην εμπλακεί ο ίδιος σε ό,τι γίνεται με τη σύζυγό του. Φάνηκε να τον ενδιαφέρει η εικόνα του σε εμένα» συμπλήρωσε.
Η κλινική ψυχολόγος τόνισε ότι ο Δασκαλάκης «περιέγραψε τη ζωή της οικογένειάς του με τρία παιδιά που έφυγαν από τη ζωή, με ένα απρόσφορο συναίσθημα. Φαίνεται να κάνει μια προσπάθεια καταστολής των συναισθημάτων του. Υπάρχει απουσία συναισθήματος, ενοχής και ανάμνησης. Σε πολλά σημεία ήταν φανερή η σύγχυση ορίων ποιος είναι ο ενήλικος και ποιος το παιδί. Φαίνεται να μην έχει επαφή με το συναίσθημά του και κάνει φυγές στην προσπάθειά του να διαχειριστεί αυτό που του συμβαίνει».