Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

“Πέταξα το παιδί γιατί θα με απέρριπτε η οικογένειά μου”

Λεπτό προς λεπτό την στιγμή της γέννας στο μπάνιο του σπιτιού της περιέγραψε στο απολογητικό της υπόμνημα η 22χρονη που πέταξε το νεογέννητο μωρό της στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας της στη Νέα Σμύρνη. Την νεαρή γυναίκα επισκέφθηκε στο νοσοκομείο που νοσηλεύεται η ανακρίτρια προκειμένου να απολογηθεί, ενώ μετά την απολογία της της επιβλήθηκαν οι περιοριστικοί όροι της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, της εμφάνισης δύο φορές το μήνα στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής της και επιπλέον 5000 εγγύηση.
«Την Παρασκευή, 20 Απριλίου 2018 ξύπνησα τη συνήθη ώρα, προκειμένου να πάω στη Σχολή μου. Η μητέρα μου έλειπε από το σπίτι. Κατευθυνόμενη προς τη σχολή μου, αισθάνθηκα αδιαθεσία και σύντομα έντονο κοιλιακό άλγος. Επέστρεψα γρήγορα στο σπίτι μου, θεωρώντας πως χρειαζόμουν ξεκούραση. Ωστόσο, οι πόνοι γίνονταν διαρκώς εντονότεροι. Συνειδητοποίησα ότι είχε φτάσει η ώρα της γέννας. Δεν είχα χρήματα όμως για να πάω σε κάποιο νοσοκομείο ενώ για πρώτη φορά αισθάνθηκα Φόβο. Επέστρεψα στην οικία μου. Μπήκα στο μπάνιο για ένα ντους. Εκείνη την ώρα επέστρεψε η μητέρα μου η οποία αφού κατάλαβε ότι ήμουν στο μπάνιο, μου φώναξε για να μου πει ότι θα πάει στη γιαγιά μου. Έζησα τον απόλυτο πανικό εκείνη τη στιγμή. Ο χρόνος μου τελείωνε. Της απευθύνθηκα λέγοντάς της απλώς «εντάξει», κι εκείνη αποχώρησε. Κατά τη διάρκεια που στεκόμουν όρθια μέσα στο μπάνιο ένιωσα ότι το μωρό «κατεβαίνει». Είδα το κεφάλι του παιδιού και, ενστικτωδώς, «έσπρωχνα» προκειμένου να βγει. Ενώ γεννούσα, ενώ είχα αφόρητους πόνους, ενώ δεν γνώριζα τι πρέπει να κάνω, ενώ έβλεπα το κεφαλάκι του μωρού, ΕΙΧΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΤΟ ΦΟΒΟ ΜΗΝ ΤΥΧΟΝ ΚΑΙ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕΙ ΚΑΝΕΙΣ», εξήγησε στην ανακρίτρια.
Στη συνέχεια περιέγραψε λεπτομερώς πως γεννήθηκε το άτυχο μωράκι, λέγοντας ότι «μετά από έντονες προσπάθειες και φρικτούς πόνους, το παιδί βγήκε, μου γλίστρησε μέσα από τα χέρια μου και έπεσε στην μπανιέρα κι έτσι κόπηκε με αυτόν τον τρόπο και ο ομφάλιος λώρος». Άπειρη η ίδια, πήρε το παιδί στα χέρια το οποίο, οπως περιγράφει ανέπνεε με δυσκολία και έκοψε τον ομφάλιο λώρο που κρεμόταν από εκείνη. «Το μπάνιο είχε πλημμυρίσει με αίματα. Από στιγμή σε στιγμή θα επέστρεφε η μητέρα μου. Σε κατάσταση πανικού και έντρομη, έκοψα με ψαλίδι το τμήμα του ομφάλιου λώρου που κρεμόταν από εμένα. Δεν ήξερα όμως ότι έπρεπε να δεθεί και η αιμορραγία συνεχίστηκε. Όσο γρηγορότερα μπορούσα έπλυνα το μωρό και ξεπλύθηκα και η ίδια από τα αίματα. Βγήκα από το μπάνιο και πήγα στο δωμάτιό μου με το μωρό.
Άνοιξα το παράθυρο και την μπαλκονόπορτα του δωματίου μου και άφησα το μωρό να πέσει επάνω σε ένα δίχτυ, που γνώριζα ότι υπάρχει ακριβώς από κάτω στον ακάλυπτο χώρο της πολυκατοικίας μου, ενώ ήμουνα απόλυτα σίγουρη ότι δεν πρόκειται να πάθει τίποτα το μωρό μου», είπε.
Στη συνέχεια προσπάθησε να τακτοποιήσει το μπάνιο και πέταξε στα σκουπίδια σε κάδο απέναντι από το σπίτι τα «στοιχεία» της γέννας. Ωστόσο, η μητέρα της γύρισε πριν καθαρίσει καλά το μπάνιο, ενώ εκείνη στο μεσοδιάστημα έχανε μεγάλες ποσότητες αίματος. «Σε αυτό το χρονικό διάστημα ανέμενα καρτερικά την στιγμή που θα αποχωρούσε η μητέρα μου, είτε για κάποια δουλειά, είτε για ψώνια ώστε να πάρω το παιδί μου και να πάμε σε ένα νοσοκομείο», ανέφερε στην ανακρίτρια.
Κατά την απολογία της εξακολούθησε να υποστηρίζει ότι ο φόβος την οδήγησε στην πράξη της, υποστηρίζοντας ότι η οικογένεια της θα την «απέρριπτε»: «Οι τελευταίοι μήνες της ζωής μου υπήρξαν για την ιδιοσυγκρασία μου και την υπόστασή μου ιδιαίτερα επίπονοι. Το χαρμόσυνο γεγονός μιας εγκυμοσύνης, δυστυχώς, για την δική μου οικογένεια δεν θα αποτελούσε τέτοιο, αλλά μία πηγή φόβου και τρόμου απέναντι πρώτον, στις συνέπειες που θα προέκυπταν από την ανακοίνωσή του και, κατά δεύτερον, στην ζωή του κυοφορούμενου μωρού, καθώς, η επιτακτική επιθυμία της μητέρας μου θα ήταν,σίγουρα, να το «ρίξω». Φοβόμουν, συνεπώς, ακόμα και να μιλήσω στην ίδια μου τη μητέρα, διότι ήμουν βεβαία πως θα νευριάσει μαζί μου».
Η γνωριμία της με τον πατέρα του παιδιού έγινε στην Καλαμάτα, την πόλη που σπούδαζε και όταν επέτρεψε στην Αθήνα η επικοινωνία τους άρχισε σταδιακά να μειώνεται. «Όταν διαπίστωσα την εγκυμοσύνη, απευθύνθηκα στον φυσικό πατέρα του κυοφορούμενου. Τον κάλεσα τηλεφωνικώς λοιπόν και μόλις του ανακοίνωσα το γεγονός, μου έκλεισε το τηλέφωνο! Προσπάθησα πλείστες φορές να επικοινωνήσω μαζί του, όμως καμία δεν εστέφθη από επιτυχία. Μόνη απέναντι στη σκληρή πραγματικότητα και χωρίς κανένα στήριγμα αποφάσισα να κυοφορήσω το έμβρυο και στη συνέχεια, αφού γεννηθεί να το δώσω προς υιοθεσία, σε κάποια οικογένεια που θα μπορούσε να εγγυηθεί την ομαλή ανατροφή του», είπε.
Η επίμαχη ημέρα 
«Το Σάββατο, 21 Απριλίου, η από τον ισόγειο όροφο γειτόνισσα, ήρθε στο σπίτι μου και είπε στη μητέρα μου πως στο δίχτυ που βρίσκεται στον ακάλυπτο χώρο, φαίνεται να κείται κάτι σαν μωρό. Βγήκαν από το δωμάτιό μου να το δουν, όμως επειδή δεν ήταν ευδιάκριτο κατέβηκαν στο ισόγειο όπου και διαπίστωσαν πράγματι περί τίνος επρόκειτο. Αμέσως κάλεσαν την αστυνομία. Δεν ανέφερα τίποτα ούτε στους αστυνομικούς ούτε στη μητέρα μου, η οποία με ρώτησε επί τούτω εκ νέου, προφανώς ενθυμούμενη το περιστατικό της προηγούμενης ημέρας. Ο φόβος ο οποίος είχε πλέον αναμιχθεί με ντροπή, με απέτρεψε από το να της αναφέρω τι είχε συμβεί.
Άπαντα τα ανωτέρω αποδεικνύουν ότι πρόκειται για την συμπεριφορά και τις πράξεις ενός παιδιού ανίκανου να αντιδράσει με λογική και σύνεση. Ενός παιδιού που τρόμαξε μπροστά στον αναλογισμό των συνεπειών της γέννησης ενός τέκνου. Και μόλις εμφιλοχώρησε ο φόβος, δεν τέθηκε σε εφαρμογή κάποιο παιδοκτόνο σχέδιο, αντιθέτως, τέθηκε σε εφαρμογή η προσπάθεια διάσωσης του παιδιού μου. Η όλη αυτή, όμως, τραγική κατάσταση στην οποία είχα περιέλθει δεν επέτρεψε την αντιμετώπιση διά της λογικής των επιγενομένων καταστάσεων», κατέληξε.
Διαβάστε ολόκληρο το απολογητικό υπόμνημα της 22χρονης:
  

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ