Ένας από τους θεμελιωτές της σύγχρονης ακτοπλοΐας, ο Περικλής Παναγόπουλος, έφυγε σήμερα στις έξι το πρωί από την ζωή σε ηλικία 84 ετών. Η οικογένεια του Περικλή Παναγόπουλου και η αγαπημένη του σύζυγος Κατερίνα, σε ανακοίνωση που αναρτήθηκε στα social media αναφέρουν :
«Μετά, από πολύχρονη μάχη, ξεκίνησε το τελευταίο του και μεγαλύτερο ταξίδι. Ολοκλήρωσε την επίγεια πορεία του, εν ειρήνη, στο σπίτι του, έχοντας, όπως επιθυμούσε στο πλευρό του, τη σύζυγό του, τα παιδιά του και τα εγγόνια του. Η εξόδιος ακολουθία θα τελεστεί στον Ιερό Ναό Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, την Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019 και θα ακολουθήσει η ταφή, στον Οικογενειακό τάφο, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών».
Περικλής Παναγόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 29 Δεκεμβρίου 1935. Πατέρας του ήταν ο Μεσσήνιος Σταύρος Παναγόπουλος, ο οποίος στις αρχές του περασμένου αιώνα είχε μεταναστεύσει στην Αμερική. Η μητέρα του προερχόταν από την ομογένεια της Κωνσταντινούπολης. Ο Περικλής Παναγόπουλος έμεινε ορφανός σε πολύ μικρή ηλικία.
Η γνωριμία και η συγγένεια της μητέρας του με τον εφοπλιστή και εθνικό ευεργέτη Ευγένιο Ευγενίδη, (οποίος καταγόταν και αυτός από την Κωνσταντινούπολη), ο οποίος ίδρυσε την παγκοσμίως γνωστή ναυτιλιακή εταιρεία Home Lines Inc. στιγμάτισε την υπόλοιπη ζωή του.
Περικλής Παναγόπουλος, σπούδασε στην Ελβετία, φοίτησε στην Ecole Superiense de Commerce, από όπου πήρε το πτυχίο του. Ο Περικλής Παναγόπουλος φοίτησε στη Σχολή Ecole Superiense de Commerce της Ελβετίας, από όπου πήρε το πτυχίο του. Αμέσως εργάστηκε στη Home Lines. Ο θάνατος του Ευγένιου Ευγενίδη, το 1954, τον βρίσκει να εργάζεται ως εκπαιδευόμενος σε εταιρία του ομίλου στο Λονδίνο και το 1955 μετακομίζει στα κεντρικά γραφεία της Home Lines στη Γένοβα, όπου εργάστηκε σε όλα τα τμήμα της αποκτώντας έτσι μια πλούσια εμπειρία στη διαχείριση των ναυτιλιακών εταιριών.
Η άφιξη στον Πειραιά
Δέκα χρόνια αργότερα, το 1965, και έχοντας περάσει από τις περισσότερες διευθυντικές θέσεις της Home Lines σε διάφορα σημεία του πλανήτη, αποφασίζει να εγκαταλείψει τον Όμιλο Ευγενίδη και έτσι φτάνει για πρώτη φορά στον Πειραιά, προκειμένου να αναλάβει γενικός διευθυντής της εταιρίας κρουαζιεροπλοίων Sun Line του εφοπλιστή Μπάμπη Κιοσέογλου. Έξι χρόνια αργότερα, το 1971, αποχωρεί από τη Sun Line με σκοπό να δημιουργήσει για πρώτη φορά δική του εταιρία. Έτσι ιδρύεται η εταιρία- φαινόμενο Royal Cruise Line.
«Τα πάντα πουλιούνται όταν η τιμή είναι σωστή».
Η εταιρία αυτή αποτελεί ένα φαινόμενο στη παγκόσμια ναυτιλιακή βιομηχανία, όχι τόσο για τα επιτεύγματα της στο κλάδο της κρουαζιέρας, αλλά γιατί πάνω της χτίστηκε ο παγκόσμιος μύθος του Περικλή Παναγόπουλου, ως ο εφοπλιστής εκείνος που είναι έτοιμος να πουλήσει τα πάντα ανά πάσα ώρα και στιγμή.
Η Royal Cruise Line στην εποχή της είχε ανακηρυχθεί πολλές φορές ως η καλύτερη εταιρία κρουαζιερόπλοιων στον κόσμο. Στα πρώτα βήματα της διέθετε ένα μόνο κρουαζιερόπλοιο, το Royal Odyssey, ενώ πολύ γρήγορα ο Περικλής Παναγόπουλος προχώρησε και στη παραγγελία δύο ακόμη νέων και σύγχρονων κρουαζιερόπλοιων που ονομάσθηκαν Golden Odyssey και Crown Odyssey.
Το 1989 και ενώ η εταιρία βρίσκονταν στο σημαντικότερο σημείο της ανάπτυξης της με πληρότητες που ζήλευαν οι κορυφαίες εταιρίες του είδους διεθνώς, ο Περικλής Παναγόπουλος πουλά την εταιρία του στη νορβηγική εταιρία κρουαζιερόπλοιων Kloster αντί των 300 εκατομμυρίων δολαρίων, προκαλώντας ένα μικρό σεισμό στη παγκόσμια ναυτιλιακή βιομηχανία η οποία έσπευσε να χαρακτηρίσει τη κίνηση αυτή ως την «πώληση του αιώνα». Με τα κεφάλαια αυτά ο Περικλής Παναγόπουλος «υποχρέωσε» την ελληνική ακτοπλοΐα να γυρίσει σελίδα.
Την ίδια χρονιά κιόλας ιδρύει την Magna Marine Inc., η οποία δραστηριοποιήθηκε στη διαχείριση φορτηγών πλοίων, μια αγορά στην οποία δραστηριοποιείται μέχρι σήμερα.
Το 1990 αποκτά τον έλεγχο του 20% της εταιρείας Vernicos Yachts, και λίγο αργότερα εξαγοράζει την εταιρεία «Κυλινδρόμυλοι Αττικής», η οποία τότε ήταν εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Το 1992 μαζί με τον Γεώργιο Βερνίκο, τον Κωνσταντίνο Ματαράγκα και τον Διονύσιο Μελισσηνό, αγοράζουν την πλειοψηφία των μετοχών του Ελληνικού Νηογνώμονα από τον οποίο αποχώρησε ένα έτος νωρίτερα παραχωρώντας στους τότε συνεταίρους του το πακέτο των μετοχών που έλεγχε.
Την ίδια περίοδο αγοράζει το 30% των μετοχών της Strintzis Lines. Το 1993 μετονομάζει τους Κυλινδρόμυλους Αττικής σε Επιχειρήσεις Αττικήςκαι το 1994 επιστρέφει στον Γιώργο Βερνίκο το ποσοστό που κατείχε στην Vernicos Yatchs. Το ίδιο έτος οι Επιχειρήσεις Αττικής ήλεγχαν μόνο τα καταστήματα ‘Ακρον-Ίλιον-Κρυστάλ τα οποία και πούλησε αμέσως.
Τότε, ακριβώς έβαλε σε εφαρμογή το μεγάλο σχέδιο του προχωρώντας στην ίδρυση της Superfast Ferries παραγγέλνοντας δύο πλοία, τα οποία σκόπευε να δρομολογήσει στη γραμμή Πάτρας – Ιταλίας. Τα πλοία τα παράγγειλε στα γερμανικά ναυπηγεία του Bremerhaven και στις 25 Μαρτίου 1995, καθελκύονται και τα δύο πλοία τα οποία ονομάζονται «Superfast Ι» και «Superfast II». Ανάδοχοι των δυο πλοίων ήταν οι χρυσές Ολυμπιονίκες της Βαρκελώνης, Βούλα Πατουλίδου και Heike Dreschler. Τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του 1999 αποκτά τον έλεγχο του 38,8% των Γραμμών Στρίντζη Ναυτιλιακή Α.Ε. και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα αυξάνει το ποσοστό του σε 48,8% αποκτώντας και τον πλήρη έλεγχο της εταιρίας που μετονομάσθηκε σε Blue Star Ferries.
Οι Επιχειρήσεις Αττικής, μετονομάσθηκαν σε Όμιλος Αttica και στις 13 Φεβρουαρίου 2008 πωλήθηκαν στη MIG του κ. Ανδρέα Βγενόπουλου αντί των 455 εκατ. ευρώ, γιατί «τα πάντα πουλιούνται, όταν η τιμή είναι η σωστή». Ο Περικλής Παναγόπουλος όμως δεν εγκατέλειψε την ενεργό δράση.
Συνέχισε να έχει έντονη παρουσία στα κοινά της ελληνικής ναυτιλίας και ταυτόχρονα συνέχισε να διοικεί, μαζί με την κόρη του Ειρήνη, τη πρώτη του εταιρία Magna Marine Inc. η οποία διαχειρίζεται τώρα τέσσερα φορτηγά πλοία. Ο υιός του Αλέξανδρος Παναγόπουλος είχε αποχωρήσει νωρίτερα από την οικογενειακή επιχείρηση, αναζητώντας τρόπους να επανέλθει στο χώρο της κρουαζιέρας.
Τον Ιανουάριο του 2009 ο Περικλής Παναγόπουλος, είχε πέσει θύμα απαγωγής από σπείρα εγκληματιών με επικεφαλής τον Παναγιώτη Βλαστό και τον Γιάννη Σκαφτούρο. Ο ίδιος ο εφοπλιστής στο βιβλίο του «Περικλής Παναγόπουλος Βίος και Ναυτιλία» είχε περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια στις στιγμές που είχε περάσει στα χέρια των απαγωγέων του.
«Εκείνο το πρωινό ξεκίνησα με το οδηγό μου για το γραφείο μου στη Βούλα όταν ξαφνικά ένα βανάκι μας έκλεισε το δρόμο. Κατέβηκαν τρεις γεροδεμένοι άνδρες, ντυμένοι στα μαύρα και κρατούσαν όπλα. Μας άρπαξαν και μας έβαλαν στο βαν. Μας πήγαν στον σκουπιδότοπο του Υμηττού και στη συνέχεια με έβαλαν στο πορτμπαγκάζ ενός άλλου οχήματος», έγραφε στο βιβλίο του.
Στη συνέχεια τον αλυσόδεσαν με χειροπέδες και με μια χοντρή αλυσίδα σαν αυτές που χρησιμοποιούν για τις άγκυρες των κότερων.
Του φόρεσαν μαύρα ρούχα και τον έκλεισαν σε ένα μέρος με έναν μόνο καναπέ και μια τηλεόραση. Μόλις είχε ξεκινήσει ένα απίστευτο θρίλερ που έμεινε στην ιστορία των εγκλημάτων στη χώρα μας.
Οι απαγωγείς επικοινώνησαν με τη σύζυγο του εφοπλιστή και της ζήτησαν 30 εκατομμύρια ευρώ ως λύτρα. Οι επικοινωνίες που είχε η κυρία Παναγοπούλου με τους απαγωγείς του συζύγου της ήταν αρκετές μέχρι να αφεθεί ελεύθερος λίγο μετά τη 01:00 το βράδυ της 20ης Ιανουαρίου 2009.
Οι διαπραγματεύσεις τόσο για το ύψος του ποσού που θα έπρεπε να καταβληθεί ώστε να αφεθεί ελεύθερος ο 74χρονος άνδρας όσο και για τον τρόπο που θα γινόταν η παράδοση των λύτρων ήταν εξαντλητικές.
Στις 13 Ιανουαρίου και στις 17 Ιανουαρίου 2009 η Κατερίνα Παναγοπούλου ταξίδευσε μέχρι το Ξυλόκαστρο, συγκεκριμένα στο 125ο χιλιόμετρο της Εθνικής Αθηνών – Πατρών, όπου οι απαγωγείς είχαν αφήσει μία βιντεοκασέτα και μία κασέτα ήχου που περιείχαν υλικό σχετικά με την απαγωγή.
Στο μεταξύ, όπως περιέγραψε η ίδια στους αστυνομικούς, η αντίστροφη μέτρηση για την παράδοση των 30 εκατομμυρίων ευρώ και την απελευθέρωση του συζύγου της ξεκίνησε το βράδυ της 18ης Ιανουαρίου.
Τότε μαζί με ένα ακόμα άτομο επιβιβάστηκε σε ένα Toyota Corolla και καθ’ υπόδειξη των απαγωγέων έφθασε μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Εκείνη την ημέρα η παράδοση των λύτρων δεν έγινε ποτέ.
Πραγματοποιήθηκε 24 ώρες αργότερα και λίγο μετά ο Περικλής Παναγόπουλος εντοπίστηκε από αστυνομικούς στο Χαϊδάρι.
Οι απαγωγείς του Περικλή Παναγόπουλου συνελήφθησαν μετά από λίγο καιρό, ενώ στον Παναγιώτη Βλαστό επιβλήθηκε ισόβια ποινή κάθειρξης και 36 έτη. Ωστόσο ποτέ δεν βρέθηκαν τα λύτρα που κατέβαλε η οικογένεια Παναγόπουλου για την απελευθέρωση του εφοπλιστή.