Η συζήτηση έχει φουντώσει για τα καλά, άρα δεν είναι ώρα να μιλά κανείς εξ΄ ονόματος του άλλου ιδίως στο θέμα της προσέλευσης των πιστών στις εκκλησίες. Αν επισκοπήσει κανείς προσεκτικά τις εγκυκλίους της Ιεράς Συνόδου από τις αρχές Νοεμβρίου, θα διαπιστώσει ότι Συνοδική απόφαση υποχρεωτικής επίδειξης οποιουδήποτε πιστοποιητικού από τους θρησκευόμενους συμπολίτες προκειμένου να εισέλθουν στους Ιερούς Ναούς, απλά δεν υπάρχει.
Του Μιχ. Ι. Ασημάκη
Εν προκειμένω, στην εγκύκλιο της 4ης Νοεμβρίου (αρ πρωτ 4766/4-11-2021), αναφέρονται μεταξύ άλλων: « η Ιερά Σύνοδος… απευθύνει υμίν έκκλησιν , και δι΄ υμών παντί το κλήρω και ευλαβεί λαώ, ώστε κατά την προσέλευσιν εις τους Ιερούς Ναούς να τηρώνται επακριβώς άπαντα τα μέτρα προστασίας δια την αποφυγήν εξαπλώσεως του κορονοϊού, προτρέπουσα δε υμίν πατρικώς δια την πραγματοποίησιν, ελευθέρως και αβιάστως, του υποδεδειγμένου υπό της ιατρικής κοινότητας ουσιαστικού μέτρου προστασίας κατά της πανδημίας εμβολιασμού, ως και την διενέργειαν , υπό των μη εμβολιασθέντων εισέτι, διαγνωστικών ελέγχων (rapid test)». Δηλαδή, πατρική προτροπή, ελεύθερη και αβίαστη, αλλά όχι υποχρέωση.
Στη δεύτερη εγκύκλιο της 8ης Νοεμβρίου (αρ πρωτ 4819/8-11-2021) διευκρινίζεται ότι πέραν των ανεμβολίαστων «διακονούντων εν τοις ιεροίς ναοίς (κληρικών, ιεροψαλτών, νεωκόρων κτλ)», οι οποίοι υποχρεώνονται να υποβάλλονται δύο φορές την εβδομάδα, ανάλογη υποχρέωση έχουν και «άπαντες οι προσερχόμενοι στα μητροπολιτικά γραφεία (εργαζόμενοι και κοινόν)». Συνεπώς, όταν οι κυβερνητικοί παράγοντες μιλούν για «συνεργασία με την Ιερά Σύνοδο» και για έλεγχο των τεστ από τους επιτρόπους της εκκλησίας, προφανώς εννοούν κάτι άλλο το οποίο δεν μπορούν να το προβάλλουν παρότι θεσμικώς προβλεπόμενο.
Το Σύνταγμα
Συγκεκριμένα, το Σύνταγμα ορίζει στο αρ. 13 περί «θρησκευτικής ελευθερίας», παρ 1: «Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός». Παρακάτω (παρ. 2): « Kάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. H άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη…». Το δικαίωμα λοιπόν είναι απαραβίαστο και δεν θα μπορούσε να διανοηθεί κανείς ότι θα παραβιαζόταν από θρησκευτικά όργανα όπως η Ιερά Σύνοδος.
Αλλά (παρ 4): «Kανένας δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Kράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους».
Το απολύτως αυτονόητο δηλαδή, που δεν χρειάζεται καμία περαιτέρω εξήγηση. Η Σύνοδος δεν αποφασίζει για μη θρησκευτικά ζητήματα. Πειθαρχεί στις επιταγές της ευνομούμενης πολιτείας και η ζωή συνεχίζεται (παρ. 3: «Oι λειτουργοί όλων των γνωστών θρησκειών υπόκεινται στην ίδια εποπτεία της Πολιτείας και στις ίδιες υποχρεώσεις απέναντί της, όπως και οι λειτουργοί της επικρατούσας θρησκείας»).