Τα κόμματα της αντιπολίτευσης στην Ολλανδία κατέθεσαν σήμερα, Πέμπτη, πρόταση δυσπιστίας κατά του μεταβατικού πρωθυπουργού, Μαρκ Ρούτε, κατηγορώντας τον ότι είπε δημοσίως ψέματα για το περιεχόμενο των ιδιωτικών συζητήσεων που είχε, κατά τις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό του νέου υπουργικού συμβουλίου, με την πρόταση δυσπιστίας να θέτει τη μεγαλύτερη πρόκληση για την ηγεσία του, μετά από μια δεκαετία στην πρωθυπουργία.
Η κρίση προέκυψε, αφού ο Ρούτε αναγνώρισε ότι είχε ιδιωτικές συνομιλίες αναφορικά με τι θέση θα πρέπει να δοθεί σε έναν εξέχοντα βουλευτή, που ήταν επικριτικός απέναντι στο προηγούμενο υπουργικό συμβούλιο. Να σημειωθεί ότι ο Ρούτε είχε προηγουμένως πει ότι δεν είχε τέτοιες συζητήσεις.
«Το μόνο πράγμα που μπορώ να κάνω εδώ, είναι να πω από τα βάθη της καρδιάς μου τι συνέβη, τι πήγε καλά, τι πήγε στραβά, ότι ποτέ δεν είπα ψέματα», ανέφερε στη Βουλή ο Ολλανδός πρωθυπουργός.
Οι συζητήσεις για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης διακόπηκαν απότομα στις 25 Μαρτίου, όταν ένας από τους επικεφαλής ομάδας διαπραγματευτών αποκάλυψε άθελά του ένα ευαίσθητο έγγραφο σε έναν φωτορεπόρτερ, καθώς έφευγε βιαστικά από το Κοινοβούλιο έχοντας μάθει ότι διαγνώστηκε θετικός στην Covid-19.
Το έγγραφο αποκάλυπτε ότι οι διαπραγματευτές συζητούσαν να τοποθετήσουν «αλλού» τον δημοφιλή βουλευτή, Πίτερ Όμτσιγκτ, από τους κύριους επικριτές τού προηγούμενου υπουργικού συμβουλίου του Ρούτε, αν και οι Χριστιανοδημοκράτες του Όμτσιγκτ ήταν μέρος του κυβερνώντος συνασπισμού. Αυτή η αινιγματική αναφορά ερμηνεύτηκε ως υπονοούμενο για μετακίνηση του Όμτσιγκτ εκτός Βουλής ή εκτός Ολλανδίας.
Ο Ρούτε είπε στους δημοσιογράφους, στις 25 Μαρτίου, ότι δεν ήταν αυτός που αναφέρθηκε σε μια θέση για τον Όμτσιγκτ.