Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024

Πώς η ΕΕ μπορεί να «αφοπλίσει» τον Ντόναλντ Τραμπ – Ένα σχέδιο με ισχυρά ισοδύναμα έναντι των δασμών

Στο κατώφλι ενός παγκόσμιου εμπορικού πολέμου βρίσκεται η οικονομικώς λαβωμένη Γηραιά Ήπειρος, με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) να αιμορραγεί εν όψει μιας αναπόφευκτης σινοαμερικανικής σύγκρουσης με πρωταγωνιστές τους Ντόναλντ Τραμπ και Σι Τζινπίνγκ.

O εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ απείλησε να αυξήσει τους δασμούς της χώρα του στο 60% στις εισαγωγές από την Κίνα και κατά 10% έως 20% στις εισαγωγές από άλλους εμπορικούς εταίρους, συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ. Κατά το γνωστό think tank Bruegel, με αυτόν τον τρόπο, οι ΗΠΑ θα αγνοούσαν τις δεσμεύσεις τους από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), με δυνητικά σοβαρό αρνητικό αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία.

Ως απάντηση σε αυτήν την απειλή, η ΕΕ θα πρέπει να ακολουθήσει μια στρατηγική τριών αξόνων.

Οι τρεις άξονες

Πρώτον, η ΕΕ θα πρέπει να συνεργαστεί διμερώς με τις ΗΠΑ για την αποφυγή της επιβολής δασμών. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει πρόταση εξέτασης μέτρων για τη διευκόλυνση του διμερούς εμπορίου και τη συνεργασία για την οικονομική ασφάλεια, καθιστώντας ταυτόχρονα σαφές ότι τυχόν εμπορικά μέτρα που θα εγκρίνει η ΕΕ θα είναι συνεπή με τους κανόνες του ΠΟΕ.

Αυτή η προσφορά θα πρέπει να υποστηριχθεί με μια αξιόπιστη απειλή αντιποίνων που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν εάν οι ΗΠΑ αποφασίσουν να επιβάλουν δασμούς στις εξαγωγές της ΕΕ. Τα αντίποινα θα μπορούσαν να λάβουν την εξής μορφή: Η ΕΕ θα αύξανε τους δασμούς της σε όλες τις εξαγωγές των ΗΠΑ στο ίδιο επίπεδο με τους δασμούς των ΗΠΑ, εκτός από τα προϊόντα που εισάγονται από τις ΗΠΑ που προσδιορίζονται ως κρίσιμα για την ΕΕ.

 

Δεύτερον, η ΕΕ θα πρέπει να ενεργήσει για να διατηρήσει ένα λειτουργικό πολυμερές εμπορικό σύστημα βασισμένο σε κανόνες, συμπεριλαμβανομένης της επίλυσης διαφορών, και θα πρέπει να συνεχίσει να επιδιώκει τη μεταρρύθμιση του ΠΟΕ. Για το σκοπό αυτό, η ΕΕ θα πρέπει να οικοδομήσει έναν συνασπισμό χωρών που θα περιλαμβάνει βασικούς παράγοντες από τον Παγκόσμιο Βορρά και τον Παγκόσμιο Νότο έτοιμους να ηγηθούν σε αυτήν την προσπάθεια.

Τρίτον, η ΕΕ πρέπει να επεκτείνει το δίκτυο των διμερών και περιφερειακών προτιμησιακών εμπορικών συμφωνιών της. Προτεραιότητα θα πρέπει να είναι η επικύρωση της συμφωνίας με τη Mercosur, αλλά η ΕΕ πρέπει επίσης να στοχεύει στη βελτίωση των εμπορικών σχέσεων με το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ελβετία και στην περαιτέρω ενίσχυση των εταιρικών σχέσεων στην περιοχή Ινδο-Ειρηνικού και με την Αφρική.

 

Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ ως προέδρου των ΗΠΑ εγείρει θεμελιώδεις προκλήσεις για την ΕΕ. Σε διεθνές επίπεδο, ο κύριος κίνδυνος είναι ότι η μονομερής δράση των ΗΠΑ θα μπορούσε να αποδυναμώσει μοιραία τρεις θεσμούς που είναι κρίσιμοι για τα συμφέροντα της ΕΕ: ​​το ΝΑΤΟ, τη Συμφωνία του Παρισιού που σφυρηλατήθηκε στη Σύμβαση Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.

Επιπλέον, απειλώντας να αυξήσει τους δασμούς στις εισαγωγές από την ΕΕ και πολλές άλλες οικονομίες, οι πολιτικές του Τραμπ θα μπορούσαν να έχουν επιζήμιες επιπτώσεις στην οικονομία της ΕΕ τόσο άμεσα όσο και αποδυναμώνοντας την οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ και της παγκόσμιας οικονομίας.

Ο Τραμπ απειλεί την ήδη πληγωμένη ευρωπαϊκή οικονομία

Αυτές οι προκλήσεις είναι αλληλένδετες και απαιτούν στρατηγική απάντηση. Η ΕΕ πρέπει να ενεργήσει αποφασιστικά για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της με συντονισμένο και ενιαίο τρόπο και να επιδείξει ικανότητα διεθνούς ηγεσίας. Δεν θα πρέπει να λάβει μέτρα που θα συνέβαλαν περαιτέρω στη διάβρωση των πολυμερών θεσμών. Θα πρέπει να ενισχύσει τις συνεργασίες της με τις ομοϊδεάτισσες χώρες και τον Παγκόσμιο Νότο.

Η ΕΕ και τα μέλη της θα πρέπει να είναι έτοιμα να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες προκειμένου να αναλάβουν μεγαλύτερη δέσμευση στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Η ΕΕ θα πρέπει επίσης να είναι έτοιμη να αναλάβει ηγετικό ρόλο τόσο στον ΠΟΕ όσο και στη Συμφωνία του Παρισιού. Αυτό συνεπάγεται τη διατήρηση της πορείας της μηδενικής δέσμευσής της και την προώθηση της μεταρρύθμισης του ΠΟΕ.

Υπάρχει, δε, κίνδυνος η νέα κυβέρνηση Τραμπ να τροποποιήσει δύο σειρές δασμών: έναν δασμό 10% έως 20% για το «πιο ευνοούμενο κράτος» (MFN) σε αγαθά που εισάγονται από τις ΗΠΑ από όλους τους εμπορικούς εταίρους τους και έναν ξεχωριστό δασμό 60 τοις εκατό σε προϊόντα κινεζικής καταγωγής.

Οι κύριες διαφορές

Οι νέοι δασμοί Τραμπ θα διαφέρουν από αυτούς της πρώτης διακυβέρνησης Τραμπ σε δυο σημαντικά σημεία:

  • Πρώτον, οι δασμοί σε προϊόντα από την Κίνα θα αυξηθούν κατά 60% αντί για 25%.
  • Δεύτερον, όλες οι άλλες χώρες (εκτός πιθανώς από τον Καναδά και το Μεξικό) θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν έναν πρόσθετο δασμό 10% έως 20% στις εξαγωγές τους στις ΗΠΑ, αντί απλώς ενός δασμού 25% στον χάλυβα και 10% στα προϊόντα αλουμινίου. Αν και δεν είναι σαφές εάν θα εφαρμοστεί ένα γενικό τιμολόγιο, είναι σημαντικό να αναλυθεί ο αντίκτυπος ενός χειρότερου σεναρίου.

Ένας γενικός δασμός θα μπορούσε να αυξήσει τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ και αλλού, ειδικά εάν οδηγήσει σε εμπορικό πόλεμο και περαιτέρω κατακερματισμό του εμπορίου, αλλά η έκταση του αποτελέσματος εξαρτάται από το πώς θα αντιδράσουν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και άλλες κεντρικές τράπεζες.

Εάν υποθέσουμε ότι η Κίνα θα αντιδράσει στους νέους δασμούς Τραμπ όπως είχε αντιδράσει στους δασμούς της πρώτης διακυβέρνησής του, τότε, δεδομένου ενός αμφίδρομου δασμού 60%, θα γίνουμε μάρτυρες ενός σχεδόν πλήρους αποκλεισμού του διμερούς εμπορίου ΗΠΑ-Κίνας.

Και το κεντρικό ερώτημα είναι: τι επιπτώσεις θα έχει μια τυχόν αποσύνδεση των δυο χωρών για τις ΗΠΑ, την Κίνα και τον υπόλοιπο κόσμο (και ειδικότερα την ΕΕ), λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι οι εξαγωγές από τον υπόλοιπο κόσμο στις ΗΠΑ θα μπορούσαν επίσης να υπόκειται σε πρόσθετο τιμολόγιο 10 τοις εκατό έως 20 τοις εκατό;

Ο οικονομικός αντίκτυπος μιας τέτοιας αποσύνδεσης ΗΠΑ-Κίνας θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τον βαθμό στον οποίο οι ΗΠΑ και η Κίνα θα μπορούσαν να ανακατευθύνουν το διμερές εμπόριό τους προς και από (α) άλλους εταίρους και (β) εγχώριους παραγωγούς και καταναλωτές.

Αλλά, ακόμα κι αν οι ΗΠΑ και η Κίνα καταφέρουν να ανακατευθύνουν τις διμερείς εμπορικές ροές τους με σχετική ευκολία -δεδομένου ότι η διαδικασία ξεκίνησε ήδη από την πρώτη διακυβέρνηση Ντόναλντ Τραμπ και συνεχίστηκε επί Μπάιντεν- είναι πιθανόν οι τιμές που συνδέονται με αυτές τις νέες πηγές εφοδιασμού να είναι υψηλότερες από πριν.

Εν τω μεταξύ, οι τιμές των εξαγωγών θα μειωθούν. Ως εκ τούτου, οι όροι εμπορίου τόσο των ΗΠΑ όσο και της Κίνας και επομένως το διαθέσιμο εισόδημα τόσο των κατοίκων των ΗΠΑ όσο και των Κινέζων, θα μειωθούν.

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ