Στη Γαλλία, όπως και σε κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει κυριαρχήσει τις ειδήσεις και έχει σοκάρει την κοινή γνώμη.
Σε μια δημοσκόπηση από τις αρχές Απριλίου, το 87% των Γάλλων ψηφοφόρων δήλωσαν “ανήσυχοι” από τον πόλεμο, ενώ σε μία άλλη από τα μέσα Μαρτίου, περίπου το ένα τρίτο ανέμενε πως ο πόλεμος θα έχει αντίκτυπο στην επιλογή τους για τις προεδρικές εκλογές. Τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου προσφέρουν κάποιες πρώτες ενδείξεις ως προς την κατεύθυνση αυτής της επίπτωσης.
Του David Cadier/ carnegieeurope.eu
Αρχικά, πολλοί ανέμεναν ότι η γεωπολιτική κατάσταση θα ωφελούσε τον τωρινό πρόεδρο. Η προεδρική στάση του Μακρόν και η εμπειρία του, θεωρούνται καθησυχαστικά σε περιόδους που προκαλούν ανησυχία. Η πλειονότητα του εκλογικού σώματος (το 59%) τον θεωρούν ότι στέκεται στο ύψος των περιστάσεων και αντιμετωπίζει αυτή την κρίση, ενώ δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο για τους άλλους υποψηφίους. Εκτός αυτού, αρκετοί (όπως η Μαρί Λεπέν και ο Ερικ Ζεμούρ της Ακροδεξιάς ή ο ακροαριστερός Ζαν-Λουκ Μελανσόν), είχαν εκφράσει φιλορωσικές θέσεις στο παρελθόν.
Ωστόσο, ενώ ο Μακρόν έλαβε σχετικά υψηλό ποσοστό, το ίδιο έκανε και η Λεπέν, η οποία θα τον αντιμετωπίσει στον δεύτερο γύρο στις 24 Απριλίου. Επομένως, φαινομενικά δεν επηρεάστηκε από τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, παρά τη μακροχρόνια πολιτική, ιδεολογική και οικονομική εγγύτητα με το Κρεμλίνο.
Αυτό εξηγείται πιθανώς από το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι σπανίως ψηφίζουν με βάση την εξωτερική πολιτική. Αλλά μπορεί επίσης να συνδέεται με τις εξελισσόμενες αντιλήψεις για τον πόλεμο στην Ουκρανία: ενώ συγκαταλέγεται ανάμεσα στις τρεις κορυφαίες ανησυχίες των Γάλλων αυτή τη στιγμή, δεν είναι η πρώτη (αυτό είναι η αγοραστική ισχύς) και η όποια υψηλή θέση της έχει μειωθεί τις δύο τελευταίες εβδομάδες. Πιο κρίσιμα, οι ανησυχίες του εκλογικού σώματος για τον πόλεμο, φαίνεται τώρα να αφορούν περισσότερο στις οικονομικές του συνέπειες παρά στον κίνδυνο μιας ηπειρωτικής ή πυρηνικής κλιμάκωσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Λεπέν έχει κατηγορήσει τον Μακρόν ότι απορροφάται από τις υψηλές σφαίρες της διπλωματίας ενώ αγνοεί την κατάσταση των Γάλλων πολιτών. Προσπάθησε να τοποθετηθεί ως λιγότερο ριζοσπαστική και αμφιλεγόμενη. Η αντίθεση με τον άλλο ακροδεξιό υποψήφιο, τον Ζεμούρ, τη βοήθησε να βελτιώσει την εικόνα της, συμπεριλαμβανομένης και της Ουκρανίας. Ενώ η Λεπέν αντιτάχθηκε στην παράδοση όπλων στην Ουκρανία, ο Ζεμούρ αντιτάχθηκε στην υποδοχή Ουκρανών προσφύγων.
Αν όχι τα πρότυπα ψηφοφορίας, ο πόλεμος έχει σίγουρα επηρεάσει το πώς οι υποψήφιοι έχουν επιτεθεί ο ένας στον άλλον. Αυτό ρίχνει φως στο πολιτικό πλαίσιο μέσα από το οποίο ο επόμενος Γάλλος πρόεδρος θα διαμορφώσει την εξωτερική του πολιτική.
Κάποιες από τις προηγούμενες δηλώσεις της Λεπέν, του Ζεμούρ και του Μελανσόν για τη Ρωσία, έχουν κυκλοφορήσει ευρέως κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Η Λεπέν έχει κάνει παραχωρήσεις για να καταδικάζει τον πόλεμο, αν και χωρίς να αλλάξει θεμελιωδώς το όραμα και τις προτάσεις της για την εξωτερική πολιτική. Στο πρόγραμμα της, συνεχίζει να υπόσχεται τη σφυρηλάτηση “συμμαχίας” με τη Ρωσία στα θέματα ευρωπαϊκής ασφάλειας, μόλις τελειώσει ο πόλεμος.
Αντιθέτως, ο Μακρόν δεν έχει δεχθεί επίθεση αναφορικά με τη Ρωσία από κανέναν εκ των αντιπάλων του, κάτι που η Le Monde περιέγραψε ως “περίεργο”. Σε τελική ανάλυση, αυτός είναι ο τωρινός πρόεδρος, επομένως θα υπήρχε ένα ιστορικό για να ασκήσουν κριτική ενδεχομένως. Επιπλέον, οι προηγούμενες και οι τωρινές προσπάθειές του με στόχο τη διατήρηση ενός πολιτικού διαλόγου με τη Ρωσία, έχουν αντιμετωπίσει κριτική σε πολλές ευρωπαϊκές περιοχές από το 2019.
Το ότι ο Μακρόν δεν έχει δεχθεί επίθεση για τις πρωτοβουλίες του σε σχέση με τη Ρωσία, αυτό οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους.
Πρώτον, τριχοτόμησε -βολικά- τους πολιτικούς του αντιπάλους. Στην εκστρατεία του 2017, το ιστορικό εξωτερικής πολιτικής του Φρανσουά Ολάντ δέχθηκε επίθεση από όλους τους άλλους μεγάλους υποψηφίους: ο Φρανσουά Φιγιόν, η Λεπέν και ο Μελανσόν, τον κατηγόρησαν όλοι ότι ακολούθησε υποτελής τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ στην κρίση της Ουκρανίας το 2014, έχοντας αποτύχει να καθιερώσουν έναν διάλογο με τη Μόσχα για τη Σύρια. Με άλλα λόγια, κατηγορούσαν τον Ολάντ ότι καταργούσε την γκωλική παράδοση εξωτερικής πολιτικής της Γαλλίας.
Αντιθέτως, με την πρωτοβουλία του για τη Ρωσία, ο Μακρόν απέτισε ρητορικό φόρο τιμής στην έννοια του Ντε Γκωλ, χωρίς ωστόσο να αλλάξει σε καμία περίπτωση τη θέση της Γαλλίας εντός της ΕΕ ή του ΝΑΤΟ -για παράδειγμα σχετικά με τις κυρώσεις ή τις αναπτύξεις στην ανατολική πτέρυγα.
Εν ολίγοις, ενώ το 2017 είχαμε υποψηφίους της αντιπολίτευσης που κατηγορούσαν τον πρόεδρο ότι είναι αντί-Ρώσος, το 2022 έχουμε έναν πρόεδρο που επιτίθεται στους υποψηφίους της αντιπολίτευσης ότι είναι φιλορώσοι.
Δεύτερον, ο Μακρόν δεν δέχθηκε επίθεση για τις πρωτοβουλίες του για τη Ρωσία διότι, ανεξαρτήτως από τις πολλές στρεβλωμένες αναφορές στον γαλλικό και ξένο Τύπο, δεν ήταν ποτέ μια στροφή ή επαναφορά, πόσο μάλλον μια “αγκαλιά” στον Πούτιν. Η σταθερή απάντηση του Μακρόν στη ρωσική εισβολή, το απέδειξε αυτό. Αντιθέτως, η στάση του απέναντι στη Μόσχα ήταν μια απόπειρα διπλωματίας -όχι με την έννοια της κοσμικής συζήτησης, αλλά της παράδοσης αυστηρών μηνυμάτων, του ελέγχου της νοοτροπίας των άλλων και της προσπάθειας αποκλιμάκωσης. Δεν πέτυχε να επηρεάσει τη συμπεριφορά της Ρωσίας στην εξωτερική πολιτική -αλλά και τι το κατάφερε;- αλλά έπρεπε και πάλι να επιχειρηθεί.
Εάν επανεκλεγεί, ο Μακρόν είναι πιθανό να διατηρήσει τη θέση μιας σταθερής, συλλογικής ευρωπαϊκής απάντησης και της διατήρησης ανοιχτής γραμμής επικοινωνίας με τη Μόσχα.
Εάν κερδίσει η Λεπέν, η εξωτερική πολιτική της Γαλλίας απέναντι στη Ρωσία θα επηρεαστεί, αλλά δεν θα ανατραπεί. Το περιθώριο ελιγμών της θα είναι περιορισμένο από το γεγονός ότι τους τελευταίους μήνες, το γεωπολιτικό πλαίσιο, η εγχώρια πολιτική συζήτηση και η στάση της κοινής γνώμης, έχουν αλλάξει.
Πηγή: carnegieeurope.eu
Διαβάστε επίσης
Βουλευτικές εκλογές Γαλλία: Ιστορικό ρεκόρ αποχής
Η Λεπέν χαρακτηρίζει τον Μακρόν τον πιο “αυταρχικό” πρόεδρο που είχε ποτέ η Γαλλία