Πότε θα δούμε ρευστό στην αγορά; Πότε οι τράπεζες να αρχίσουν και πάλι να χρηματοδοτούν επιχειρηματικά σχέδια, δίνοντας ώθηση στην ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας; Αυτά τα δύο ερωτήματα -που στην ουσία είναι ένα-κυριαρχούν στην αγορά, καθώς οι επιχειρήσεις βρίσκονται εγκλωβισμένες στις ασφυκτικές συνθήκες ρευστότητας που προκαλεί η πιστωτική συρρίκνωση και η ύφεση.
Την ίδια ώρα, η πρώτη φάση της ανακεφαλαιοποίησης φτάνει στο τέλος της, και μάλιστα με πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Όπως όλα δείχνουν, η έκβασή των αυξήσεων των τριών εκ των τεσσάρων συστημικών τραπεζών ξεπερνά τιβ προσδοκίες, ανοίγοντας τον δρόμο για την εκπόνηση του ενιαίου Στρατηγικού Σχεδιασμού για τον τραπεζικό κλάδο.
Άλλωστε, εδώ και καιρό η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών έχει θέσει ως βασική προτεραιότητα την ολοκλήρωση της κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών, με στόχο τη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας. Πόσο άμεσος θα είναι, όμως, ο αντίκτυπος στην πραγματική οικονομία;
Είναι κοινή πεποίθηση στα κυβερνητικά κλιμάκια αλλά και στην ΤτΕ ότι, για να δούμε και πάλι ρευστό στην αγορά, θα πρέπει πρώτα να γίνουν οι απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις και να υπάρξουν ορισμένες θετικές για τον κλάδο ί εξελίξεις. «Πρέπει να ανακτηθεί ο βασικός ρόλος των τραπεζών, αυτός της χρηματοδότησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας», σημειώνεται αρμοδίως από κορυφαία στελέχη της αγοράς.
Ενέργειες
Η λίστα των απαιτούμενων ενεργειών για να επιστρέψει το χρηματοπιστωτικό σύστημα αρχικά σε κατάσταση ισορροπίας και σε δεύτερο χρόνο σε τροχιά πιστωτικής ανάπτυξης είναι μεγάλη. Διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων, επαναξιολόγηση λειτουργίας θυγατρικών, κεφαλαιακή θωράκιση και αποφυγή επιπρόσθετων κεφαλαιακών αναγκών. Αυτοί είναι οι βασικότεροι παράγοντες που θα καθορίσουν το πότε οι τράπεζες θα ρίξουν χρήμα στην αγορά.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, από την πλευρά του, σε πρόσφατη έκθεση για την ελληνική οικονομία σημειώνει ότι η πιστωτική ανάπτυξη είναι πιθανό να υστερήσει κατά δύο έτη της ανάπτυξης του οικονομικού προϊόντος. Αν λάβουμε, λοιπόν, υπόψη την εκτίμηση ότι η εγχώρια οικονομία θα σημειώσει θετικό ρυθμό ανάπτυξης το 2014, τότε η εξομάλυνση των συνθηκών θα πρέπει να τοποθετηθεί στο 2016.
Παράλληλα, το ΔΝΤ δεν αποκλείει την περίπτωση να υπάρξει ανάπτυξη με τη… χείρα βοηθείας των τραπεζών, από τη στιγμή που η πιστωτική επέκταση θα κινείται πιο αργά από το ονομαστικό ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, οι χορηγήσεις δανείων δεν θα «συμβαδίζουν» με την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Όλα αυτά, βέβαια, στη θεωρία, καθώς στην πράξη υπάρχει και ο αντίλογος, ήτοι οι εκτιμήσεις που θέλουν την ελληνική οικονομία να εκτινάσσεται μόλις… ανάψει η πρώτη σπίθα. Ανώτεροι παράγοντες της αγοράς εξηγούν ότι η ανα-κεφαλαιοποίηση δεν συνεπάγεται πως οι τράπεζες θα είναι έτοιμες… αύριο το πρωί να δανείσουν στους πάντες, ωστόσο η κεφαλαιακή τους θωράκιση έναντι ακραίων καταστάσεων βελτιώνει τις συνθήκες.
Η εξέλιξη αυτή ανοίγει τον δρόμο για τον επαναπατρισμό κεφαλαίων και παράλληλα δρομολογείται η επάνοδος των ελληνικών τραπεζών στις αγορές κεφαλαίου. Με όλα αυτά αποκαθίστανται οι δύο βασικές πηγές χρηματοδότησης των τραπεζών: οι καταθέσεις και οι αγορές κεφαλαίου, με αποτέλεσμα να γίνεται πιο εφικτή η αποκατάσταση της σχέσης τραπεζών-δανειοληπτών.
Μέσω τραπεζών το ΕΣΠΑ
Ολοένα αυξανόμενο ρόλο αναμένεται να έχουν οι τράπεζες, όσον αφορά τα 28 δισ. ευρώ που απομένουν προς διάθεση από τα κοινοτικά ταμεία. Ο λόγος για τα 1 2 δισ. ευρώ από το ΕΣΠΑ, που πρέπει να φτάσουν στην αγορά την τριετία 2013-2015, αλλά και για τα 16,4 δισ. ευρώ του επόμενου ΕΣΠΑ, που θα αρχίσουν να αποδεσμεύονται από το επόμενο έτος.
Όπως αναφέρουν αρμόδια στελέχη, αφενός η ανάγκη για ταχύτερη εκταμίευση των επιδοτήσεων, που σήμερα δίδονται μέσω ενδιάμεσων φορέων, αλλά και η μεγάλη πανευρωπαϊκή στροφή από τις άμεσες επιδοτήσεις σε ανακυκλούμενες πιστώσεις (μέσω ΕΤΕΑΝ, ΕΤΕπ, νέων αναπτυξιακών ταμείων) φέρνουν τις τράπεζες στο επίκεντρο της διάθεσης των εναλλακτικών αυτών πηγών ρευστότητας.