Ήταν 3 Απριλίου του 2020, όταν εν μέσω γενικού lockdown η οικονομική αστυνομία και ελεγκτικό κλιμάκιο της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή πραγματοποιούσε «έφοδο» στα κεντρικά γραφεία της ACS μετά από
καταγγελίες πελατών περί μονομερούς αλλαγής της τιμολογιακής πολιτικής και των συμφωνημένων όρων συνεργασίας.
Του ΕΙ∆ΙΚΟΥ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗ
Η ACS του κ. Θεόδωρου Φέσσα (του πρώην, πλέον, προέδρου του ΣΕΒ) είχε αλλάξει αιφνιδιαστικά από 1ης Απριλίου τον τιμοκατάλογό της, προσθέτοντας επιβάρυνση 22,5% και παραγνωρίζοντας ακόμα και συμφωνίες που είχε σε ισχύ.
Κατακραυγή
Την ίδια ημέρα, βέβαια, μπροστά στη γενική κατακραυγή και το ενδεχόμενο επιβολής ποινών είχε πάρει την αύξηση πίσω. Στη συνέχεια είχε εκδώσει μια ανακοίνωση-μνημείο όπου ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι λόγω της κατάστασης έκτακτης ανάγκης «επέλεξε, να επιδοτήσει με €0,45 ανά αποστολή τις ανεξάρτητες επιχειρήσεις-καταστήματά της, ώστε να
πραγματοποιήσουν άμεσα τις απαραίτητες επενδύσεις». ∆ηλαδή, σε απλά ελληνικά, αποφάσισε μια επιδότηση την οποία θα πλήρωναν οι πελάτες αλλά στη συνέχεια όπως η ίδια ανακοίνωσε αναγνώρισε «έμπρακτα την αναστάτωση που δημιουργήθηκε, και ανέλαβε να επιδοτήσει η ίδια τις επιχειρήσεις των συνεργατών της».
Βέβαια, ουδείς έμαθε αν τελικά έφτασε ποτέ αυτή η επιδότηση στους συνεργάτες αν και τα οικονομικά μεγέθη δείχνουν ότι η πιθανότητα κινείται στα επίπεδα του μηδέν. Όπως κανένας μέχρι σήμερα δεν έμαθε τι ακριβώς έκαναν οι ελεγκτές που πήγαν στην ACS ούτε βέβαια και η περίφημη ΕΕΤΤ (η αρχή που εποπτεύει τις τηλεπικοινωνίες και τις ταχυδρομικές υπηρεσίες), αλλά το πιθανότερο είναι …τίποτα.
Λίγες ημέρες, πάντως, πριν, η ACS είχε χάσει τον διαγωνισμό για την αποστολή λογαριασμών και άλλων επιστολών της ΕΥ∆ΑΠ από τα ΕΛΤΑ, πράγμα που είχε κόστος γι’ αυτήν περί τα 4.000.000 ευρώ τον χρόνο! Αν κάποιος, δε, ανατρέξει στο
πώς είχε προηγουμένως πάρει τη δουλειά στην ΕΥ∆ΑΠ, θα διαπιστώσει ότι αυτό που συνέβη το 2016 ήταν ότι τα ΕΛΤΑ κατέβηκαν με λάθος στοιχεία φακέλου στον σχετικό διαγωνισμό, ενώ παραδόξως το ίδιο λάθος έκαναν και στον διαγωνισμό για τα διαβατήρια της ΕΛ.ΑΣ. ύψους 10.800.000 ευρώ. Τότε, μάλιστα, είχε ξεσπάσει πολιτικός σάλος, με την αντιπολίτευση να κατηγορεί τον αρμόδιο υπουργό, Χρήστο Σπίρτζη.
Οι υπηρεσίες
Ανεξαρτήτως, όμως, επιδοτήσεων οι υπηρεσίες της ACS στο πρώτο lockdown ήταν τραγικές. Τότε τη «βρώμικη» δουλειά είχαν αναλάβει τα προβληματικά ΕΛΤΑ που έδειξαν μεγαλύτερη οργάνωση και επαγγελματισμό.
Θα περίμενε, όμως, κάποιος η ACS να είναι έτοιμη στο δεύτερο lockdown, αλλά και να έχει πραγματοποιήσει επενδύσεις για να καλύψει την αυξημένη ζήτηση στις ηλεκτρονικές πωλήσεις. Φαίνεται, όμως, ότι δεν τις έκανε… Και στην αδυναμία της
ACS και άλλων εταιριών courier να ανταποκριθούν στην αυξημένη ζήτηση οφείλεται η πατέντα του click away.
Πάντως, η ίδια η ACS ισχυρίζεται ότι έκανε επενδύσεις και μάλιστα μεγάλες. Για την ακρίβεια, σταθερό είναι το μότο τις τελευταίες εβδομάδες ότι αποτελεί τον μεγαλύτερο επενδυτή στον κλάδο των courier την τελευταία δεκαετία, ενώ αποδίδει
την αδυναμία της στη μεγάλη αύξηση του όγκου αποστολών. Αυτό από μόνο του δεν λέει τίποτα, καθώς τα ΕΛΤΑ, που τα τελευταία χρόνια κινούνται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, καταφέρνουν να υλοποιήσουν μεγάλο μεταφορικό έργο.
∆ιαρροές
Ποια είναι, όμως, τα στοιχεία που παρουσιάζει η ACS και μάλιστα όχι επισήμως, αλλά με διαρροές στα ΜΜΕ ως εταιρία, χωρίς να εμφανίζεται επισήμως εκπρόσωπός της; Πρώτον, ότι στα τέλη Νοεμβρίου οι αποστολές ήταν αυξημένες κατά 50% σε σχέση με το πρώτο lockdown και κατά 80% σε σχέση με το Νοέμβριο του 2019. Επίσης, αναφέρει ότι στο πρώτο
lockdown η αύξηση ήταν 30% με την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Η τακτική, ωστόσο, να μπερδεύονται τα νούμερα είναι εμφανής, ενώ η εταιρία δεν αναφέρει καν ποια ήταν η δυνατότητά της να ανταποκριθεί σε αύξηση του όγκου μεταφερόμενων δεμάτων, δηλαδή πόσο αύξησε τις δυνατότητες έγκαιρης παράδοσης.
Τα μεγέθη, πάντως, που δίνει η ACS δεν ταυτίζονται με αυτά που έχουν δημοσιοποιήσει τα ΕΛΤΑ και η Γενική Ταχυδρομική που αναφέρουν αύξηση 60% σε σχέση με τον Νοέμβριο του 2019 και 20% με το προηγούμενο lockdown.
∆ηλαδή, η ACS ισχυρίζεται ότι αύξησε το μερίδιο αγοράς της; Αυτό μένει να αποδειχτεί. Το ερώτημα είναι, βέβαια, πόσο η εταιρία είχε προετοιμαστεί στο διάστημα που μεσολάβησε από το πρώτο έως το δεύτερο lockdown. Σε αυτό απάντηση δεν υπάρχει, καθώς η ACS ισχυρίζεται ότι το 2019 και το 2020 έως σήμερα προχώρησε σε σημαντικές επενδύσεις για τη
βελτίωση της δυναμικότητάς της, συνολικού ύψους άνω των 18.000.000, ή σε ποσοστό 16% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών της.
Αποτελέσματα
Ανατρέχοντας στα τελευταία οικονομικά αποτελέσματα χρήσης 2019 που έχουν δημοσιευτεί οι επενδύσεις που προκύπτουν είναι της τάξεως των 3.500.000 ευρώ. ∆ηλαδή, η εταιρία εμμέσως λέει ότι το 2020 έγιναν επενδύσεις 14 με 15.000.000 ευρώ.
Αναφέρει, δε, ότι φέτος προσελήφθησαν πάνω από 500 άτομα (άραγε, με τι προσωπικό θα μοίραζε τα δέματα;) αγορά και μίσθωση περισσότερων από 150 vans (δεν αναφέρει τι αγόρασε και τι μίσθωσε), περισσότερων από 20 φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσης, μίσθωση περίπου 12.000 τ.μ. νέων αποθηκευτικών χωρών, αγορά περίπου 1.200 καροτσιών, άμεση οικονομική ενίσχυση του δικτύου συνεργατών της με πρόσθετες προμήθειες που ξεπερνούν το 1.500.000 ευρώ, αγορά και εγκατάσταση δύο νέων συστημάτων διαλογής δεμάτων, αξιοποίηση νέων τεχνολογικών λύσεων κ.ά.
Η εταιρία, όμως, αναφέρει πόσο κόστισαν όλα αυτά και πόσο αύξησαν την «παραγωγική» της δυνατότητα, ενώ την ίδια στιγμή «κλαίγεται» για μείωση κερδών στο δεύτερο τρίμηνο. Άραγε, η μείωση οφείλεται στο lockdown ή ότι έχασε το χρυσοφόρο συμβόλαιο με την ΕΥ∆ΑΠ;
Επενδύσεις
Με δεδομένο ότι η μητρική Quest έχει δημοσιεύσει στοιχεία εννιαμήνου για το 2020 αναζητείται πού ακριβώς στις οικονομικές καταστάσεις προκύπτουν οι επενδύσεις που αναφέρει η εταιρία το 2020. Και φυσικά δεν έχει καμία σχέση η επένδυση που έχει ξεκινήσει το 2016 για κτήριο, επί της Πέτρου Ράλλη, στο Αιγάλεω Αττικής (εμβαδού 30.000 τμ, που θα λειτουργήσει εντός 2021). Αυτή η επένδυση μέχρι στιγμής δεν έχει προσθέσει απολύτως τίποτα στην ενίσχυση της μεταφορικής δυνατότητας αλλά υπολογίζεται στις επενδύσεις… Άλλωστε, η οικοδομική άδεια εκδόθηκε μόλις με την έναρξη της πανδημίας
(Μάρτιο 2020) γεγονός που εξηγεί τις δαπάνες ανέγερσης αλλά όχι και δαπάνες επενδύσεων για την αντιμετώπιση της αυξημένης ζήτησης.
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί