Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2024

Προσφυγή στο ΣτΕ κατά του δημοψηφίσματος

Στο Συμβούλιο της Επικρατείας έχουν προσφύγει δύο Έλληνες πολίτες, ζητώντας να ακυρωθούν ως αντισυνταγματικές και παράνομες όλες οι νομοθετικές πράξεις που σχετίζονται με την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος.

Αναλυτικότερα, κατατέθηκε σήμερα στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο σχετική προσφυγή ενός μηχανικού και ενός δικηγόρου, τέως συμβούλου Επικρατείας, με την οποία η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος της Κυριακής περνάει στα χέρια των συμβούλων της Επικρατείας. Αύριο, θα καταθέσουν στο ΣτΕ και αίτηση με την οποία θα ζητούν να εκδοθεί προσωρινή διαταγή ή απόφαση του Τμήματος Αναστολών που να «παγώνει» το δημοψήφισμα.

Στην προσφυγή τους οι δύο πολίτες υποστηρίζουν ότι τόσο η πράξη του υπουργικού συμβουλίου για την πρόταση διεξαγωγής δημοψηφίσματος, όσο και το Προεδρικό Διάταγμα για την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, προσκρούουν στο άρθρο 44 του Συντάγματος και στο νόμο 4023/2011 που αφορά στους κανόνες διεξαγωγής των δημοψηφισμάτων.

Αναλυτικότερα, υπογραμμίζουν ότι από τις συνταγματικές επιταγές δεν επιτρέπεται να τίθεται σε δημοψήφισμα ερωτήματα τα οποία «ανάγονται στη διαχείριση της δημοσιονομικής πολιτικής και την αντιμετώπιση ζητημάτων που προκύπτει ή επηρεάζουν άμεσα (δυσμενώς ή ευμενώς) τη δημοσιονομική κατάσταση του κράτους».

Στην προσφυγή σημειώνεται επίσης ότι τα έγγραφα για τα οποία ο Ελληνικός λαός καλείται να αξιολογήσει και να αποφασίσει αν θα τα δεχθεί ή αν θα απορρίψει, έχουν «σαφέστατο και σχεδόν αποκλειστικό οικονομικό αντικείμενο και άμεσο δημοσιονομικό αντικείμενο στην λειτουργία του κράτους και την χρηματική επάρκεια για αντιμετώπιση των κρατικών δαπανών».

Ακόμα, στην προσφυγή αναφέρεται ότι παραβιάζεται η νομοθεσία που αφορά στην διεξαγωγή των δημοψηφισμάτων (νόμο 4023/2011), καθώς το ερώτημα που τίθεται και καλείται να αποφανθεί ο Έλληνας πολίτης, δε διατυπώνεται με τρόπο σαφή και σύντομο -όπως απαιτεί ο νόμος- αλλά είναι πολυσύνθετο, περιγράφεται με ειδικούς τεχνικούς και επιστημονικούς όρους, οι οποίοι είναι «αδύνατον να γίνουν κατανοητοί από την συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων».

Ακόμα, τονίζεται ότι από τη διατύπωση του ερωτήματος δεν προσδιορίζονται «έστω κατά προσέγγιση» οι νομικές και οι οικονομικές συνέπειες στην κρατική λειτουργία και την κοινωνική ζωή του τόπου «εκ της υιοθετήσεως της μίας ή της άλλης εκ των δύο ζητουμένων απαντήσεων». Έτσι, λόγω του τρόπου διατύπωσης του ερωτήματος οι νομοθετικές πράξεις για την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος είναι μη νόμιμες και άκυρες, αλλά και παράνομες, λόγω του σύντονου χρόνου διεξαγωγής του δημοψηφίσματος, που έχει ως αποτέλεσμα να καθιστά αδύνατη την ενημέρωση του εκλογικού σώματος.

Επίσης σημειώνεται στην προσφυγή ότι η διαδικασία διεξαγωγής του δημοψηφίσματος είναι παράνομη αφού στο επίμαχο Προεδρικό Διάταγμα δεν δημοσιεύονται τα κείμενα των διεθνών οργανισμών του Eurogroup της 25.6.2015.

Τέλος, υπογραμμίζεται ότι η πράξη του υπουργικού συμβουλίου και το Προεδρικό Διάταγμα, είναι άκυρα, καθώς έχουν εκδοθεί «κατά κατάχρηση εξουσίας», αφού εκδοθήκαν για «σκοπό τελείως διάφορο από εκείνον για τον οποίο προβλέφθηκε συνταγματικώς ο θεσμός του δημοψηφίσματος και άσχετο προς την έννοια του εθνικού ζητήματος, όπως αυτή γίνεται δεκτή από την επιστήμη και την κοινή αντίληψη».

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ