Υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά χαμηλότερη ανάπτυξη για τη φετινή χρονιά θα αναγράφει, σύμφωνα με πληροφορίες, το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, το οποίο αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή ταυτόχρονα με το πολυνομοσχέδιο των μέτρων.
Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, ο πήχης του πρωτογενούς πλεονάσματος θα ανέβει πάνω από το 2% (πιθανότατα στο 2,2%-2,3%) έναντι ακριβώς 2% που είχε προβλεφθεί στον κρατικό προϋπολογισμό του 2017. Από την άλλη, ο πήχης της ανάπτυξης αναμένεται να κατέβει ενδεχομένως και κάτω από το 2,5% έναντι 2,7% που προέβλεπε ο κρατικός προϋπολογισμός. Το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα θα αφορά την περίοδο 2017-2020. Η κατάθεσή του στη Βουλή θα έπρεπε να έχει γίνει εδώ και πολλούς μήνες, αλλά αναβλήθηκε καθώς δεν είχαν προσδιοριστεί οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων για το 2019 και το 2020.
Το θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων ουσιαστικά παραμένει ανοικτό ακόμη και τώρα καθώς Αθήνα και δανειστές δεν έχουν συμφωνήσει για πόσα χρόνια θα διατηρηθεί το πρωτογενές πλεόνασμα στο επίπεδο του 3,5% του ΑΕΠ. Ωστόσο, ο στόχος θεωρείται πλέον δεδομένος για την περίοδο στην οποία θα αφορά το μεσοπρόθεσμο. Έτσι, για το 2017 ο πήχης ανεβαίνει στο 2,2% – 2,3%, ενώ από το 2018 και μετά θα ανέβει ακόμη περισσότερο στο 3,5%.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αύξηση του πήχη του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2017 δεν επηρεάζει τον μνημονιακό στόχο, ο οποίος παραμένει στο 1,75%.
Αν επιβεβαιωθεί η αναθεωρημένη εκτίμηση της ελληνικής πλευράς και καταγραφεί το 2017 πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% ή και περισσότερο, η διαφορά θα αποτελέσει υπεραπόδοση.
Σε μια τέτοια περίπτωση, η ελληνική κυβέρνηση θα αποκτήσει το δικαίωμα να προχωρήσει στη διάθεση έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης στους οικονομικά ασθενέστερους, όπως συνέβη και το 2016 με τη διάθεση της «13ης σύνταξης» όπως χαρακτηρίστηκε το έκτακτο επίδομα που δόθηκε σε όσους είχαν σύνταξη κάτω από 800 ευρώ τον μήνα.
Η αύξηση του πήχη του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2017 δεν επηρεάζει τον μνημονιακό στόχο, ο οποίος παραμένει στο 1,75%. Αν επιβεβαιωθεί η αναθεωρημένη εκτίμηση της ελληνικής πλευράς και καταγραφεί το 2017 πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% ή και περισσότερο, η διαφορά θα αποτελέσει υπεραπόδοση.
Η άνοδος του πήχη όσον αφορά το πρωτογενές πλεόνασμα του 2017 οφείλεται στη μεγάλη υπεραπόδοση που καταγράφηκε το 2016 όσον αφορά το αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης, τόσο σε όρους ESA 2010 που καταγράφει η ΕΛΣΤΑΤ όσο και σε όρους μνημονίου. Σύμφωνα με αρμόδιο κυβερνητικό παράγοντα, δεν υπήρξε πλήρης συμφωνία με τους δανειστές όσον αφορά το τμήμα του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2016 που δεν θα έχει μόνιμο χαρακτήρα.
Ωστόσο, συμφωνήθηκε ότι υπάρχει σημαντική υπεραπόδοση, ένα τμήμα της οποίας θα αποτυπωθεί και στα φετινά αποτελέσματα της γενικής κυβέρνησης. Η μείωση του πήχη της ανάπτυξης από την άλλη πλευρά θα οφείλεται -εφόσον αποτυπωθεί τελικώς και στα κείμενα του μεσοπρόθεσμου προγράμματος- στην πορεία της οικονομίας κατά το 1ο τρίμηνο του 2017. Η ΕΛΣΤΑΤ θα ανακοινώσει την πορεία του α’ τριμήνου στις 15 Μαΐου και τότε θα αποτυπωθεί η πραγματική εικόνα. Ήδη, πάντως, πολλοί φορείς, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΔΝΤ, ακόμη και η Τράπεζα της Ελλάδας, ΕΛΛ έχουν αναθεωρήσει προς τα κάτω τις εκτιμήσεις τους για την πορεία του φετινού ΑΕΠ. Σε κάθε περίπτωση, το μεσοπρόθεσμο θα προβλέπει ότι σε απόλυτους αριθμούς το ΑΕΠ θα έχει διαμορφωθεί έως το 2020 κοντά στα 198 δισ. ευρώ. Κάτι που σημαίνει ότι και το πακέτο των μέτρων, που περιλαμβάνει τις περικοπές στις συντάξεις αλλά και τη μείωση του αφορολόγητου, θα πλησιάσει ή και θα ξεπεράσει ακόμη τα 4 δισ. ευρώ.
«Ανοικτό» το επίδομα τέκνων
Ενώ η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι τα θετικά μέτρα θα εφαρμοστούν το 2019, εφόσον επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι (σ.σ.: πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για το συγκεκριμένο έτος, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν η δημοσιονομική επίπτωση από τη μείωση των συντάξεων), οι λεπτομέρειες βασικών μέτρων όπως είναι η ενίσχυση του οικογενειακού επιδόματος παραμένουν ακόμη «ανοικτές». Σύμφωνα με πληροφορίες, παρά την απόφαση για αύξηση του προϋπολογισμού του οικογενειακού επιδόματος από τα 650 στα 910 εκατ. ευρώ (δηλαδή κατά 260 εκατ. ευρώ), παραμένει στο τραπέζι το ενδεχόμενο κατάργησης του «ειδικού επιδόματος τρίτεκνων και πολύτεκνων». Πρόκειται για το επίδομα των 500 ευρώ ετησίως ανά παιδί που χορηγείται σε όσους έχουν τρία παιδιά και πάνω, υπό την προϋπόθεση ότι το ετήσιο εισόδημα δεν ξεπερνά τις 45.000 ευρώ. Την κατάργηση του επιδόματος είχαν ζητήσει το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα προκειμένου να ενισχυθεί περισσότερο το επίδομα τέκνων για όσους έχουν ένα ή δύο παιδιά.
Η πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης σε αυτό το πλαίσιο είναι η εξής:
1. Να αυξηθεί το επίδομα για όσους έχουν ένα παιδί από τα 40 ευρώ τον μήνα στα 60 ευρώ τον μήνα
2. Να αναπροσαρμοστεί το επίδομα για όσους έχουν δύο παιδιά από τα 80 ευρώ που είναι σήμερα στα 150 ευρώ
3. Να αυξηθεί το επίδομα των τρίτεκνων στα 280 ευρώ τον μήνα(από 245 ευρώ που είναι σήμερα) και
4. Να δίδεται επίδομα 410 ευρώ ανά μήνα σε όσους έχουν τέσσερα παιδιά (από 327 ευρώ που είναι σήμερα).
Να σημειωθεί ότι τα ποσά που προαναφέρθηκαν είναι τα μεγαλύτερα που προβλέπονται για όσους εμφανίζουν τα χαμηλότερα εισοδήματα. Και η σημερινή νομοθεσία προβλέπει μείωση των επιδομάτων ανάλογα με το δηλωθέν εισόδημα.
Το επίδομα τέκνων είναι ακόμη «ανοικτό» ως προς τα ακριβή ποσά που θα δίδονται, ενώ το επίδομα ενοικίου θα δίδεται και σε πολίτες που αποπληρώνουν στεγαστικά δάνεια για την κύρια κατοικία τους.
Και ενώ το επίδομα τέκνων είναι ακόμη «ανοικτό» ως προς τα ακριβή ποσά που θα δίδονται, πιο ξεκάθαρη φαίνεται να είναι η κατάσταση με το επίδομα ενοικίου το οποίο θα δίδεται και σε πολίτες που αποπληρώνουν στεγαστικά δάνεια για την κύρια κατοικία τους.
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Ν», τα ποσά του επιδόματος αλλά και τα εισοδηματικά κριτήρια διαμορφώνονται ως εξής:
1. Για εργένηδες με εισόδημα έως και 9.600 ευρώ τον χρόνο θα δίδεται επίδομα 50 ευρώ τον μήνα
2. Για ζευγάρια χωρίς παιδιά και οικογενειακό εισόδημα 14.400 ευρώ, το επίδομα θα είναι 75 ευρώ τον μήνα
3. 87,5 ευρώ τον μήνα θα παίρνουν ζευγάρια με ένα παιδί και εισόδημα έως 16.800 ευρώ ετησίως
4. Για οικογένειες με δύο παιδιά το εισοδηματικό όριο θα ανέβει στα 19.200 ευρώ και το επίδομα θα είναι 100 ευρώ.