Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2024

“Ρωσικό χειμώνα” στην Ε.Ε. με αέριο, τρόφιμα και λιπάσματα ετοιμάζει ο Πούτιν!

Έναν εφιαλτικό χειμώνα για την ευρωπαϊκή ήπειρο «υπόσχεται» ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, καθώς μετά το κλείσιμο της στρόφιγγας του φυσικού αερίου, προετοιμάζει συστηματικά το έδαφος για μια πρωτόγνωρη επισιτιστική κρίση.

Το ρωσικής έμπνευσης «σχέδιο πείνας» για την Ευρώπη, όπως το περιέγραψε ο ιστότοπος Politico, αποβλέπει στην εκτόξευση του καθημερινού κόστους ζωής για εκατομμύρια Ευρωπαίους πολίτες και συνακόλουθα τη ραγδαία φτωχοποίησή τους, προκειμένου να ασκηθεί τεράστια πίεση στις εθνικές κυβερνήσεις των κρατών -μελών της ΕΕ.

Μια πρόγευση του «ολοκληρωτικού» υβριδικού πολέμου που προωθεί η Μόσχα αποτέλεσε η διακοπή παροχής φυσικού αερίου μέσω του αγωγού Nord Stream1, με αποτέλεσμα οι περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες να βρεθούν αιφνιδιαστικά απέναντι στην παντελή έλλειψη ορυκτών καυσίμων, αλλά και στον πολλαπλασιασμό του κόστους τους. Με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία να αναδιαμορφώνει την καθημερινότητα επί τα χείρω, το 60% των πολιτών της ΕΕ δήλωσαν ότι δεν ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν αυξήσεις στο κόστος των τροφίμων ή της ενέργειας σε σχετική δημοσκόπηση, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτών δεν φαίνεται να έχει ακόμη συνειδητοποιήσει το σύνολο των συνεπειών του πολέμου, αν και το 59% των ερωτηθέντων συμφώνησε ότι «οι ευρωπαϊκές αξίες όπως η ελευθερία και η δημοκρατία πρέπει να αποτελούν προτεραιότητα, ακόμα κι αν αυτό επηρεάζει τις τιμές και το κόστος ζωής».

Πάντως, με πρόσχημα τις εργασίες συντήρησης, ο Ρώσος Πρόεδρος διέκοψε προς το παρόν την προμήθεια με φυσικό αέριο σε 12 χώρες της ΕΕ, μεταξύ των οποίων η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Αυστρία, κλονίζοντας τις πλέον ισχυρές οικονομίες της Ευρωζώνης. Ακόμη και αν η Gazprom διατείνεται ότι η συντήρηση του αγωγού Nord Stream1 θα διαρκέσει μέχρι τις 21 Ιουλίου, ουδείς ορκίζεται ότι η παροχή της Ευρώπης με ρωσικό φυσικό αέριο θα συνεχιστεί απρόσκοπτα, αλλά μάλλον το αντίθετο.

Στην κατεύθυνση αυτή, ο Ρόμπερτ Χάμπεκ, υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας, προειδοποίησε αυτόν τον μήνα για έναν «πολιτικό εφιάλτη» που θα απειλούσε την κοινωνική συνοχή, εάν οι προμήθειες φυσικού αερίου είναι τόσο σπάνιες που πρέπει να διανεμηθούν από την κυβέρνηση, ενώ ο Γάλλος ομόλογός του, Μπρούνο Λεμέρ είπε ότι πιστεύει ότι η «ολική διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου» είναι «η πιο πιθανή επιλογή».

Με αυτά τα δεδομένα, η Κομισιόν αναμένεται να δημοσιοποιήσει την ερχόμενη Τετάρτη 20 Ιουλίου το σχέδιό της για την εξασφάλιση ενεργειακής επάρκειας ενόψει του χειμώνα, ενώ στις 26 Ιουλίου συνέρχεται εκτάκτως, με πρωτοβουλία της Τσεχικής Προεδρίας, το Συμβούλιο Ενέργειας της ΕΕ, όπου οι 27 αρμόδιοι Υπουργοί καλούνται να σχεδιάσουν με αλληλεγγύη την επόμενη ημέρα, δηλαδή αυτή του «παγώματος» της ροής του φυσικού αερίου από τον αγωγό Nord Stream1.

Κλειδί η «προτεραιοποίηση»

Παρά την αναζήτηση κοινού ευρωπαϊκού τόπου για την εξασφάλιση επαρκών ενεργειακών αποθεμάτων, η λύση προβλέπεται μοναχική και επώδυνη για τις περισσότερες ευρωπαϊκές κοινωνίες, για αυτό και αρκετές χώρες έχουν εκκινήσει την προετοιμασία για το χειρότερο σενάριο. Αρχής γενομένης από τη Γερμανία, η οποία έχει εκπονήσει ειδικά σχέδια τόσο για τη μερική, όσο και για την ολική διακοπή παροχής ρωσικού φυσικού αερίου, με κριτήριο την «προτεραιοποίηση», δηλαδή την αναγκαιότητα πρόσβασης σε ενέργεια για συγκεκριμένες ηλικιακές και κοινωνικές ομάδες.

Ήδη, οι τοπικές αρχές στη Γερμανία χαμηλώνουν προληπτικά τα φώτα των δρόμων και μειώνουν τις θερμοκρασίες στις υπαίθριες πισίνες, ενώ σε περίπτωση ενεργειακής κρίσης, ο «μεγάλος χαμένος» θα είναι η γερμανική βιομηχανία και κατόπιν οι κοινωνικές υπηρεσίες, αφού η βαρύτητα θα δοθεί στα νοικοκυριά.

Την ίδια ώρα, η ΕΕ ψήφισε νέους κανόνες, καλώντας τις χώρες-μέλη της να εξασφαλίσουν εγκαίρως το απαιτούμενο φυσικό αέριο για τον χειμώνα, με τα αποθέματα αυτή τη στιγμή να υπολογίζονται στο 62%, χωρίς ωστόσο το ποσοστό αυτό να θεωρείται ασφαλές.

Διμερείς συμφωνίες
Μπροστά στο πιθανό ενεργειακό αδιέξοδο, ηγέτιδες χώρες εντός της ΕΕ επιλέγουν τώρα την οδό των διμερών συμφωνιών, προκειμένου να προωθήσουν τα ενεργειακά τους συμφέροντα σε άμεσο χρόνο και ενόσω δηλαδή υπάρχουν ακόμη διαθέσιμα αποθέματα σε LNG και πετρέλαιο.

Χωρίς άλλη αναμονή, το χορό των διμερών συμφωνιών άνοιξε πρώτο το Βερολίνο, υπογράφοντας στις αρχές της εβδομάδας συμφωνία με την Αυστρία, για την ενίσχυση της συνεργασίας τους στο ενεργειακό, συστήνοντας, μάλιστα, και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη να ακολουθήσουν το διμερές παράδειγμά τους.

Συγκεκριμένα, οι δύο υπογράφοντες, δηλαδή ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ και η Αυστριακή υπουργός Περιβάλλοντος Λεονόρ Γκέβεσλερ συνομολόγησαν την κοινή τους δήλωση, εστιάζοντας στην «στενότερη διαβούλευση» και τον «συντονισμό μεταξύ των άμεσων γειτόνων». Με δεδομένο, μάλιστα, ότι οι δύο χώρες είχαν υπογράψει ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2021 συμφωνία για την αντιμετώπιση σοβαρής έλλειψης φυσικού αερίου, το γεγονός ότι έρχονται έναν χρόνο μετά να εμβαθύνουν ακόμη περισσότερο τη δυνητική τους συνεργασία, αποκτά βαρύνουσα σημασία, όταν αυτή αφορά:

· στην αμοιβαία υποστήριξη στη χρήση των εγκαταστάσεων αποθήκευσης φυσικού αερίου,

· τη διαφοροποίηση του εφοδιασμού με φυσικό αέριο και

· τη διαμετακόμιση επίσης σε περίπτωση έλλειψης φυσικού αερίου.

Στην πραγματικότητα, η πίεση που ασκείται από πλευράς των γειτόνων της προς τη Γερμανία μέσω του πλέγματος των διμερών συμφωνιών, όπως αυτή με τη Βιέννη, αντανακλά την υπαρξιακή αγωνία των όμορων κρατών μήπως τελικά υπερισχύσουν οι Γερμανοί βιομήχανοι της επίδειξης ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, δεσμεύοντας έτσι τις όποιες πλεονάζουσες ποσότητες φυσικού αερίου στη χώρα αποκλειστικά για τη γερμανική βιομηχανία, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν διαθέσιμα έστω και ελάχιστα αποθέματα για τις χώρες -δορυφόρους του Βερολίνου.

Την όποια καχυποψία των γειτόνων της τροφοδοτούν και οι δηλώσεις από μέρους των Γερμανών βιομηχάνων, που προτεραιοποιούν τις ενεργειακές ανάγκες, με γνώμονα την απρόσκοπτη λειτουργία των βιομηχανικών γραμμών παραγωγής. Ενδεικτική του κλίματος στο εσωτερικό της χώρας είναι η δήλωση, στη Süddeutsche Zeitung, του Κριστιάν Κούλμαν, Προέδρου της Ένωσης χημικών βιομηχανιών VCI, ότι δηλαδή «για την κοινωνία έχει μεγαλύτερη αξία από την πλήρη διασφάλιση της ιδιωτικής παροχής φυσικού αερίου», η διασφάλιση του βιομηχανικού αερίου, προσανατολίζοντας τη διάθεση του υφιστάμενου φυσικού αερίου στην βιομηχανική παραγωγή.

Συμφωνία και με την Τσεχία

Ακροβατώντας σε αυτό το σύνθετο σκηνικό, ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας επανάφερε στις αρχές της εβδομάδας την ανάγκη επίδειξης ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, γνωστοποιώντας την πρόθεση του Βερολίνου για την υπογραφή άμεσα διμερούς συμφωνίας Γερμανίας – Τσεχικής Δημοκρατίας για το φυσικό αέριο, ικανοποιώντας ένα φλέγον ζήτημα για την τσεχική πλευρά, ως προς τη δημιουργία ενεργειακού αποθέματος από την Πράγα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η Τσεχία θα πρέπει να φέρει εις πέρας μια εκστρατεία εξοικονόμησης ενέργειας για τα νοικοκυριά και υποχρεωτικά για τη βιομηχανία, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τη συμφωνία με τη Γερμανία.

Οι διμερείς συμφωνίες, ωστόσο, δεν εξαντλούνται στην Τσεχική Δημοκρατία, καθώς το κέλυφος μιας αντίστοιχης συμφωνίας με το Βερολίνο επεξεργάζεται το τελευταίο διάστημα και η Ελβετία, προκειμένου να μην αντιμετωπίσει τον κίνδυνο έλλειψης ενεργειακών αποθεμάτων τους επόμενους μήνες, λόγω της εξάρτησής της από τις γερμανικές εισαγωγές φυσικού αερίου.

Παράλληλα, ο σχεδιασμός των εθνικών κυβερνήσεων καλείται να δώσει άμεση λύση στο πρόβλημα για τα ασθενέστερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα, τα οποία εκτιμάται ότι θα πληγούν πρώτα και κύρια από την ενεργειακή φτώχεια, σε περίπτωση που ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν σφραγίσει τελείως τη στρόφιγγα του φυσικού αερίου το φετινό χειμώνα.

Τρόφιμα και λιπάσματα

Εκτός από το φυσικό αέριο, έτοιμη να εργαλειοποιήσει τρόφιμα και λιπάσματα εμφανίζεται τώρα η Μόσχα κι ενώ οι τιμές ακόμη και βασικών ειδών διατροφής έχουν εκτοξευθεί στα ουράνια, λόγω των συνεπειών της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, καθώς η τελευταία συνιστά σημαντικό προμηθευτή σιτηρών και ηλιέλαιου παγκοσμίως.

Στην ίδια «πολεμική» λογική ο Ρώσος Πρόεδρος φέρεται να εντάσσει και τις τιμές των λιπασμάτων, με αποτέλεσμα οι παγκόσμιες τιμές των γεωργικών προϊόντων να έχουν αυξηθεί ήδη κατά 30%. Σύμφωνα με τον ιστότοπο Politico, το υψηλότερο κόστος λιπασμάτων σημαίνει ότι οι αγρότες σε όλο τον κόσμο θα τα χρησιμοποιούν με φειδώ και, ως εκ τούτου, θα παράγουν χαμηλότερες ποσότητες, κλιμακώνοντας πιθανώς μια κρίση σε μια έκτακτη ανάγκη εφοδιασμού. «Σίγουρα δεν θα προέβλεπα λιμοκτονία στην Ευρώπη, αλλά σίγουρα οι τιμές θα μπορούσαν να αυξηθούν ακόμη περισσότερο», δήλωσε ο John Baffes, ανώτερος οικονομολόγος στην Παγκόσμια Τράπεζα, δείχνοντας την κατεύθυνση της κοινωνικής πίεσης, τον ερχόμενο χειμώνα.

Ακόμη, ωστόσο, και αν η επισιτιστική κρίση εκτονωθεί επί ευρωπαϊκού εδάφους στις αυξημένες τιμές των προϊόντων χωρίς να καταγραφούν ελλείψεις στα ράφια, εντούτοις δεν αποκλείεται η νέα γεωπολιτική κατάσταση που γέννησε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, να συνοδευθεί από αυξημένες μεταναστευτικές ροές προς την ΕΕ, ελλείψει χρημάτων, αλλά και βασικών ειδών διατροφής στις χώρες της Βόρειας Αφρικής. Υπό αυτό το πρίσμα, «το σχέδιο πείνας του Πούτιν έχει σκοπό να δημιουργήσει πρόσφυγες από τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, περιοχές που τρέφονται συνήθως από την Ουκρανία», σχολίασε ο ιστορικός του Γέιλ, Τίμοθι Σνάιντερ. «Αυτό θα προκαλούσε αστάθεια στην ΕΕ», κατέληξε.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ξεμπλοκάρει η παραγωγή πετρελαίου στην ανατολική Λιβύη

Μπάιντεν και πρίγκιπας Σαλμάν συζήτησαν για τη δολοφονία Κασόγκι


Ο φόβος της «μεγάλης ύφεσης»

Σε αυτό, το δύσβατο κοινωνικά και οικονομικά, τοπίο για την Ευρώπη, έρχονται να προστεθούν η επιβράδυνση λόγω της πανδημίας, η εκτόξευση του πληθωρισμού, αλλά και η άνοδος των επιτοκίων από την ΕΚΤ, φέρνοντας κοντά το ενδεχόμενο μιας νέας κρίσης χρέους στην ΕΕ, με επίκεντρο την Ιταλία. Αν, μάλιστα, η απόδοση των ιταλικών ομολόγων συνεχίσει να αυξάνεται, όπως συνέβη τον περασμένο Μάιο, η πιθανότητα μιας «μεγάλης ύφεσης» φαντάζει σχεδόν αναπόδραστη για την ΕΕ. Από πλευράς της, η Κομισιόν υπογραμμίζει με κάθε ευκαιρία τη σημασία της εξοικονόμησης ενέργειας «σε όλες τις πτυχές της καθημερινής ζωής», αλλά επισημαίνει με νόημα ότι το βάρος βαραίνει τις εθνικές κυβερνήσεις, οι πολίτες των οποίων καλούνται σε πολλές περιπτώσεις να διαλέξουν μεταξύ τροφίμων και θέρμανσης.

Ήδη, σε δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Forsa για λογαριασμό των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών RTL και Ntv, το 66% των Γερμανών δηλώνει πως σκοπεύει να περιορίσει τη θέρμανση στο σπίτι, αλλά το 33% δηλώνει ότι δεν επιθυμεί να το κάνει. Απαντώντας, ακόμη, σχετικά με την «προτεραιοποίηση» στην παροχή ενέργειας σε περίπτωση έλλειψης του φυσικού αερίου, το 58% εκτιμά ότι ορθώς το επίπεδο 3 δίνει προτεραιότητα στα νοικοκυριά έναντι της βιομηχανίας, ενώ αντίθετη άποψη εκφράζει το 34%. Πάντως, το 51% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί σε βάρος της Ρωσίας πλήττουν τελικά περισσότερο την ίδια τη Γερμανία, ενώ διαφορετική αξιολόγηση εκφράζει το 39%.

Στο ίδιο μήκος κύματος, «οι κυρώσεις δεν βοηθούν την Ουκρανία ωστόσο, είναι κακές για την ευρωπαϊκή οικονομία και αν αυτό συνεχιστεί θα εξοντώσουν την ευρωπαϊκή οικονομία» εκτίμησε από πλευράς του ο Ούγγρος Πρωθυπουργός, Βίκτορ Όρμπαν, συμπληρώνοντας πως η ΕΕ έχει «πυροβολήσει τον εαυτό της στους πνεύμονες» με αφορμή τις οικονομικές κυρώσεις εις βάρος της Ρωσίας.

Λαμβάνοντας, για το λόγο αυτό, προληπτικά μέτρα, ο Βίκτορ Όρμπαν διέταξε την απαγόρευση εξαγωγών καυσίμων, δηλώνοντας πως «αρχικά νόμιζα ότι είχαμε πυροβολήσει τους εαυτούς μας μόνο στα πόδια, αλλά τώρα είναι σαφές ότι η ευρωπαϊκή οικονομία έχει πυροβολήσει τον εαυτό της στους πνεύμονες και πασχίζει να αναπνεύσει».

Όπως επισήμανε, άλλωστε, προ ημερών ο Ούγγρος πολιτικός, η Ουκρανία χρειάζεται βοήθεια, αλλά οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να αναθεωρήσουν την στρατηγική τους, καθώς οι κυρώσεις έχουν προκαλέσει εκτεταμένη ζημιά στην ευρωπαϊκή οικονομία χωρίς να έχουν αποδυναμώσει τη Ρωσία ή να έχουν φέρει τον πολύμηνο πόλεμο πιο κοντά στη λήξη του.

Πηγή: protothema.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ