Σαν σήμερα στις 20 Ιουλίου 1934 γεννήθηκε η εθνική σταρ Αλίκη Βουγιουκλάκη, μια από τις πιο δημοφιλείς και εντυπωσιακές λόγω ταμπεραμέντου ηθοποιούς του θεάτρου και του κινηματογράφου με ταινίες οι οποίες αγαπήθηκαν από τέσσερις διαφορετικές γενιές και συνεχίζουν να αποκτούν νέο κοινό, ακόμη και μετά τον θάνατό της.
Σήμερα με την πάροδο των χρόνων η Αλίκη Βουγιουκλάκη ξέφυγε από τη σφαίρα του απλού ηθοποιού – καλλιτέχνη και έγινε το σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής.
Η επιλογή της Αλίκης να υπηρετήσει ως το τέλος της καριέρας της την εικόνα που την καθιέρωσε στο μεγάλο κοινό και να μην δοκιμαστεί έντονα σε ρόλους του μεγάλου ρεπερτορίου, ήταν οι λόγοι που αμφισβητήθηκε από το πιο επιλεκτικό και απαιτητικό κοινό με ακραίες κάποιες φορές αντιδράσεις.
Έχει χαρακτηριστεί από πολλούς κριτικούς, δημοσιογράφους αλλά και από διεθνείς καταξιωμένους Έλληνες σκηνοθέτες όπως ο Κώστας Γαβράς, σαν ένα πανευρωπαϊκό αν όχι παγκόσμιο φαινόμενο διότι καμιά άλλη ηθοποιός δεν ήταν τόσο αγαπητή και δημοφιλής στο κοινό μιας χώρας, για τόσο μεγάλη χρονική περίοδο, όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Η επιλογή της Αλίκης να υπηρετήσει ως το τέλος της καριέρας της την εικόνα που την καθιέρωσε στο μεγάλο κοινό και να μην δοκιμαστεί έντονα σε ρόλους του μεγάλου ρεπερτορίου, ήταν οι λόγοι που αμφισβητήθηκε από το πιο επιλεκτικό και απαιτητικό κοινό με ακραίες κάποιες φορές αντιδράσεις.
Διάφοροι κριτικοί είχαν επιφυλάξεις κυρίως με τα στερεότυπα τα οποία εισήγαγε και όχι με το ταλέντο ή με τον επαγγελματισμό της.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου 1934 στο Μαρούσι Αττικής. Τρεις μέρες αργότερα αρρώστησε με πνευμονία και αμέσως οι γονείς της φώναξαν ιερέα να τη βαφτίσει. Το όνομα που της έδωσαν: Αλίκη – Σταματίνα. Τα παιδικά της χρόνια ήταν ιδιαίτερα δύσκολα και φτωχικά.
Από μικρή η Αλίκη λάτρευε τη Μαίρη Πίκφορντ και την Γκρέτα Γκάρμπο. Το πλούσιο υποκριτικό της ταλέντο διαφάνηκε από τα παιδικά της ακόμα χρόνια, πρωταγωνιστώντας στις περισσότερες σχολικές θεατρικές παραστάσεις.
Η οικογένειά της κατάγεται από το χωριό Λάγια της Μάνης. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο πατέρας της ήταν κατοχικός νομάρχης, και εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ και η μητέρα της ανέλαβε μόνη της να μεγαλώσει τα τρία παιδιά, την Αλίκη, τον Αντώνη και τον Τάκη Βουγιουκλάκη.
Το 1952 έδωσε κρυφά από την οικογένειά της εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου από την οποία αποφοίτησε τρία χρόνια μετά με Λίαν Καλώς, λόγω της αυστηρής βαθμολόγησης του Δημήτρη Χορν.
Ο πρώτος της θεατρικός ρόλος ήταν στο έργο «Κατά Φαντασίαν Ασθενής» του Μολιέρου το 1953 και η πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση έγινε στην ταινία «Το Ποντικάκι» το 1954. Κατά τη διάρκεια της φοίτησης της στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου συμμετείχε χωρίς άδεια της Σχολής στην παράσταση «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Τότε συζητήθηκε από τον σύλλογο των διδασκόντων της Σχολής η παραμονή της ή όχι στη Σχολή: Ο Καρθαίος είχε ισχυρισθεί πως δέχθηκε την επίσκεψη της θείας του Νίκου Χατζίσκου, και του ζήτησε να επιτρέψει ως διευθυντής της Σχολής να παίξει η Βουγιουκλάκη στις παραστάσεις του Εθνικού Κήπου.
Ο διευθυντής είπε πως ο κανονισμός της Σχολής δεν το επέτρεπε, αλλά δεν διαβιβάστηκε σωστά στη Βουγιουκλάκη, η οποία παραπλανήθηκε και χωρίς να αντιμετωπίσει το ζήτημα υπεύθυνα, συμμετείχε στις παραστάσεις. Η Βουγιουκλάκη αιτήθηκε συγχώρεσης από το συμβούλιο των καθηγητών, επικαλούμενη πως και στο παρελθόν είχε αρνηθεί πρόταση συμμετοχής της σε παράσταση του θιάσου της Κοτοπούλη. Τελικά ο Καρθαίος πρότεινε την επιεική κρίση της σε κάτι που συμφώνησε και ο Ροντήρης. Σύντομα καθιερώθηκε στον χώρο και λόγω της εξαιρετικής δημοτικότητας που απέκτησε στο ευρύ κοινό ονομάστηκε (από τον Φιλοποίμενα Φίνο αρχικά) «Εθνική Σταρ» της Ελλάδας.
Το 1960, κέρδισε το βραβείο ερμηνείας Α’ Γυναικείου ρόλου στο 1ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία της στην ταινία «Μανταλένα», σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου, ενώ η ίδια ταινία εκπροσώπησε την Ελλάδα στο διεθνές κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών, όπου άφησε πάρα πολύ καλές εντυπώσεις.
Το 1961 η Αλίκη Βουγιουκλάκη συγκρότησε τον δικό της θίασο, ανεβάζοντας τα έργα «Καίσαρ και Κλεοπάτρα», «Χτυποκάρδια στο θρανίο», «Ο Πρίγκιψ και η χορεύτρια» κ.α.
Αργότερα γνωρίστηκε με τον Φιλοποίμενα Φίνο και άρχισε μια μόνιμη συνεργασία με την εταιρεία του, τη Φίνος Φιλμ. Μαζί έκαναν μερικές από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες του ελληνικού κινηματογράφου, ανάμεσά τους οι ταινίες: «Αστέρω», «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο», «Μανταλένα», «Το κλωτσοσκούφι», «Η Αλίκη στο ναυτικό», «Η Λίζα και η άλλη», «Η ψεύτρα», «Το δόλωμα», «Η Αρχόντισσα και ο αλήτης», «Υπολοχαγός Νατάσσα», «Η κόρη του ήλιου», «Η Μαρία της Σιωπής» κ.α.. Οι, μεταξύ άλλων, κινηματογραφικοί της ρόλοι, άλλοτε της χαριτωμένης σκανδαλιάρας μαθήτριας, άλλοτε του πλουσιοκόριτσου που επαναστατεί εναντίον του πλούσιου πατέρα της, άλλοτε της φτωχής και ασήμαντης κοπέλας που καταφέρνει να ανέβει κοινωνικά, να επιτύχει και να δοξαστεί, είχαν και συνεχίζουν να έχουν, μεγάλη απήχηση στο κοινό εξασφαλίζοντας στην ηθοποιό σπάνια δημοτικότητα ενώ η ταινία «Υπολοχαγός Νατάσα» ήταν η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου για τρεις δεκαετίες. Επίσης οι δύο επόμενες μεγαλύτερες εισπρακτικές κινηματογραφικές επιτυχίες ανήκουν στην Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Στις 18 Ιανουαρίου 1965 παντρεύτηκε με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, συμφοιτητή της στη Δραματική Σχολή. Κουμπάροι ήταν ο Βίκτωρ Μιχαηλίδης, ο Θεοφάνης Δαμασκηνός και ο Δημήτρης Μακρίδης.
Στις 4 Ιουνίου 1969 γεννήθηκε ο γιος τους, Γιάννης. Μαζί οι δύο καλλιτέχνες πρωταγωνίστησαν σε πολλά κινηματογραφικά και θεατρικά έργα, από τα πιο εμπορικά και πετυχημένα στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Στις 5 Ιουλίου 1975, οι δύο ηθοποιοί πήραν διαζύγιο, λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων.
Η Αλίκη, έπειτα από πέντε χρόνια σχέσης, έκανε έναν δεύτερο γάμο με τον Κύπριο επιχειρηματία Γιώργο Ηλιάδη στις 25 Ιανουαρίου 1982, ο οποίος δεν κράτησε πολύ και έμεινε μυστικός ακόμα και μετά τη λήξη του.
Τελευταίος σύντροφος της ζωής της για οκτώ χρόνια (1988- 1996) ήταν ο ηθοποιός Κώστας Σπυρόπουλος.
Η σημαντική εμπορική κάμψη που σημείωσε από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο ελληνικός κινηματογράφος ώθησε την Αλίκη να ασχοληθεί σχεδόν αποκλειστικά με το θέατρο παίζοντας συνολικά σε 53 θεατρικές παραστάσεις. Το 1975 αλλάζει τον μέχρι τότε τρόπο ανεβάσματος των μιούζικαλ, φέρνοντας στην Ελλάδα τα μιούζικαλ – υπερπαραγωγή, με το έργο του Νιλ Σάιμον «Καμπίρια».
Ανέβασε επίσης με μεγάλη επιτυχία και άλλα έργα του είδους, όπως το Καμπαρέ, Ωραία μου κυρία, Τζούλια, Άννυ Εβίτα, Βίκτωρ-Βικτώρια με τελευταίο το μιούζικαλ, Η μελωδία της ευτυχίας.
Το 1990 υποδύθηκε την «Αντιγόνη» στην Επίδαυρο, σε σκηνοθεσία του Μίνου Βολανάκη.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, έπειτα από δύο μήνες νοσηλείας πέθανε στις 23 Ιουλίου 1996 στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών από καρκίνο. Ακολούθησε διήμερο λαϊκό προσκύνημα της σορού της στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών. Στις 25 Ιουλίου 1996, η νεκρώσιμη ακολουθία εψάλη στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών και η ταφή της πραγματοποιήθηκε από το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη, παρουσία πολλών συναδέλφων της και πλήθους κόσμου.