Σαν σήμερα στις 11/1/1910 γεννήθηκε ο ποιητής των ναυτικών και της ανυπόκριτης αγάπης για όλα τα ανθρώπινα λάθη.
Ο Νίκος Καββαδίας, ο ποιητής, ο πεζογράφος, ο μεταφραστής και ο ναυτικός Νίκος Καββαδίας, ο ποιητής των μακρινών τόπων. Ο ποιητής των «μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων» με έργα βιωματικά γεμάτα από την αλμύρα και την τρικυμία των ωκεανών που είχε ταξιδέψει σε όλη του τη ζωή. Ο ποιητής που μίλησε για την ελευθερία, την αξία της ανατροπής, τη δύναμη της ζωής χωρίς συμβάσεις.
Αλλοτινοί τόποι και άνθρωποι ξεχύνονται μέσα από τις σελίδες των βιβλίων του, παρασύροντας τους αναγνώστες σε ένα μακρινό ταξίδι. Εξωτικές γυναίκες, στιγματισμένα μπράτσα και παράξενοι θερμαστές ζωντανεύουν στο χαρτί.
Ένας ταπεινός ασυρματιστής που κατάφερε να γίνει γνωστός μετά τον θάνατό του.
“Κριτική του Κώστα Βάρναλη για το έργο του Νίκου Καββαδία,
όπως γράφτηκε για την εφημερίδα “Η Πρωία” στις 10/9/1943.”
Ο Νίκος Καβαδίας, ο Μαραμπού. Έτσι τον ονόμασαν οι φίλοι από τον τίτλο της πρώτης του ποιητικής συλλογής. Ποιητής με καρδιά, με φαντασία και προσωπικότητα. ‘Εφερεν ολότελα καινούργια ρίγη στη λογοτεχνία μας.
‘Ολοι τον αναγωρίζουνε και τον εχτιμούνε και ξέρουνε στίχους του απέξω κι όμως κανένας δε μιλεί για αυτόν. Κανένας κριτικός δεν τον αναφέρει έτσι για τον τύπο. Είναι ο «άγνωστος στρατιώτης» του ποιητικού μας λόγου.
Δε σας φαίνεται άδικο; Κι όμως το φαινόμενο είναι πολύ φυσικό. Ο Μαραμπού, αγνό δημιουργικό στοιχείο (και άνθρωπος!), δεν ξέρει το άλφα της λογοτεχνικής επιτυχίας.
Ολότελα απροσάρμοστος στα ήθη του καιρού. Δεν έμαθε και δεν εφάρμοσε τη μεγάλη πραχτική αρχή της αγοράς; «Δε θα μιλήσουν οι άλλοι για σένα, αν δε μιλάς πρώτα εσύ για τον εαυτό σου». Αν έλεγε, πως είναι θεός, θα τον προσέχανε και κάτι θα έμνησκε από την κουβέντα. Αλλά ο Μαραμπού όχι μονάχα δε μιλάει για τον εαυτό του, παρά κι αν επιχειρήσει κανείς να του πει κανέναν καλό λόγο, σπεύδει να δηλώσει, πως δεν αξίζει τίποτα.
Αυτή η μετριοφροσύνη, η υποτίμηση του «εγώ», είν’ η αντίθετη αρρώστια της μεγαλομανίας, που δέρνει όλους τους άλλους. Για αυτό θα πάει μπροστά, αλλά γεμάτος τραύματα˙ ενώ οι άλλοι θα κοιμούνται μακάριοι στο μαξιλάρι της μεγαλοφυίας.
Είπα, πως ο Μαραμπού είναι αγνό δημιουργικό στοιχείο. Κι ας έφερε στη λογοτεχνία μας μαζί με τον εξωτισμό και τον «αμαρτωλισμό». Άγνωστες χώρες, μακρινοί ωκεανοί, ζωντανεμένα από ένα θαλασσινό, που έζησε το θαύμα των εξωτικών οριζόντων και το δράμα του καθημερινού θανάτου, φυσικού και ηθικού.
Είναι ο πρώτος στην Ελλάδα «καταραμένος ποιητής». Κι όμως τα φοβερά αμαρτήματα των… άλλων και τα δικά του (της φαντασίας του) εξαγνίζονται από τον ανθρώπινο έλεο. Όλες οι «πτώσεις» του είναι αγγελικές. Δεν έχουνε τίποτα από τον κυνισμό των χαλασμένων συνειδήσεων. Γιατί πάντα σχεδόν από την λάσπη του ξεπεσμού πετιέται ο πόθος των αγνών πραγμάτων, ο καημός του ιδανικού.
Ό,τι γράφει είτε πλαστό είτε πραγματικό, το νιώθεις γι’ αληθινό. Πολλοί γράψανε για θάλασσες και μακρινά ταξίδια χωρίς να έχουνε μπει σε πλεούμενο κι αντικρύσει την Σκύλα και την Χάρυβδη. Ο Μπρετόνος ποιητής Τριστάν Μπερνάρ, που αρχίζει την σειρά των «καταραμένων ποιητών» στη νεότερη ποίηση, ο θαλασσογεννημένος, ο καμπούρης, τ΄ «αηδόνι της λάσπης» που τόσο αγαπούσε τον ωκεανό, ώστε στο Παρίσι (στο δωμάτιο του) κοιμότανε σε μια.. βάρκα, θύμωσε, που ο Ουγκώ θρήνησε ρωμαντικά τους θαλασσοχαμένους ναυτικούς και του γραψε: «Τι καταλαβαίνεις εσύ από θάλασσα, παλιοστεριανέ; (sale terrien!).
Ο Μαραμπού έζησε τη ζωή του θαλασσινού και η ποίηση του δεν είναι φιλολογία.
Η συλλογή «Μαραμπού» είναι νεανικό έργο. Μαζί με τη φρεσκάδα της διάθεσης και την αλήθεια της συγκίνησης έχουνε τα ποιήματα του (συνήθως δεκαπεντασύλλαβα) την απλότητα τής τεχνικής. Τα τελευταία όμως χρόνια μας έδωσε (σε περιοδικά) ποιήματα με πλήρη κατοχή της δουλειάς. Γλώσσα πλέρια δημοτική, στίχο καλοδεμένο — να που πάει μπροστά!.
Τα ποιήματα του τα διαβάζει κανείς, τα χαίρεται και πάλι τα ξαναδιαβάζει. Δεν ξεχνιούνται εύκολα. Ξεχωρίζουμε μέσα σ’ αυτά: «Οι γάτες των φορτηγών». «Ένα μαχαίρι». «Η μαϊμού του ινδικού λιμανιού». «Ένας Νέγρος θερμαστής από το Τσιμπουτί». «Ο πλοίαρχος Φλέτσερ». «Η πλώρη μας» κλπ. κι αυτό το τελικό αριστουργηματάκι του βιβλίου «Παραλληλισμοί».
Και να πως από τη λάσπη ξεπετιέται στο ιδανικό: Τον λένε οι ναυτικοί κακοτράχαλο τομάρι, διεστραμένο, πώς τραβάει χασίσι και κοκό κ’ έχει το κορμί του βαθιά στιγματισμένο με εικόνες σιχαμερές — κι όμως, όταν πέφτ’ η τροπική βραδιά θυμάται, μια παλιά του ευγενική γνωριμία:
Κι εγώ που μόνον εταιρών εγνώρισα κορμιά
κ’ είχα μίαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ’ τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και σαν προφήτη εκστατικός την άκουα να μιλάει
Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά
ως έναν παραστάτη μου κι άγγελο φύλακα μου
και μια στην πλώρη μας μικρή της χάρτα ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μες την καρδιά τής Άμμου
Και ιδού μια άλλη στροφή από τις πιο δραματικές στην απλότητα της:
Στο ημερολόγια γράψαμε: «Κύκλων και καταιγίς».
Εστείλαμε το SΟS μακριά στ’ άλλα καράβια
κ’ εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριον Ινδικό
πολύ αμφιβάλλω, αν φτάσουμε μια μέρα στη Μπατάβια.