Πηγές του υπουργείου Οικονομικών διευκρινίζουν πως ο χρόνος εφαρμογής των νέων μειώσεων στον ΕΝΦΙΑ συναρτάται με τον χρόνο ολοκλήρωσης της άσκησης προσαρμογής των αντικειμενικών αξιών με τις εμπορικές.
Η επέλαση της πανδημίας ανέτρεψε τους σχεδιασμούς προσαρμογής αντικειμενικών με τις εμπορικές εντός του 2020.
Το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης του έργου έχει μεταφερθεί τώρα για το καλοκαίρι του 2021.
Εάν ολοκληρωθεί η άσκηση ευθυγράμμισης των αντικειμενικών αξιών με τις εμπορικές μέσα στο επόμενο δίμηνο, δηλαδή μέχρι τα τέλη Μαρτίου, το υπουργείο Οικονομικών θα έρθει στη συνέχεια να τρέξει την άσκηση της προσαρμογής των νέων τιμών ζώνης πάνω στην ακίνητη περιουσία των φορολογουμένων και στον ΕΝΦΙΑ που θα κληθούν να πληρώσουν με τις νέες αντικειμενικές τιμές.
Τα αποτελέσματα της άσκησης αυτής θα καθορίσουν και τις παρεμβάσεις στον φόρο ακινήτων. Εάν υπάρχει επαρκής χρόνος, υπάρχει πιθανότητα οι μειώσεις στον ΕΝΦΙΑ να εφαρμοστούν από φέτος. Το σενάριο αυτό, σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, συγκεντρώνει περιορισμένες πιθανότητες εξαιτίας των υγειονομικών εξελίξεων, οι οποίες δυσχεραίνουν την ολοκλήρωση του έργου. Στην περίπτωση που η ολοκλήρωση της άσκησης καθυστερήσει και οι νέες αντικειμενικές αξίες μεταφερθούν για το 2022, τότε και οι μειώσεις στον ΕΝΦΙΑ θα αναβληθούν για το 2022.
Η νέα μείωση του ΕΝΦΙΑ θα έρθει να σβήσει τις φορολογικές επιβαρύνσεις που θα προκύψουν από το άλμα των αντικειμενικών αξιών σε πολλές περιοχές της χώρας, όπου το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ των τιμών που εφαρμόζει η Εφορία και των εμπορικών παραμένει μεγάλο και μετά την τελευταία αναπροσαρμογή, τον Ιούνιο του 2018.
Επιβαρύνσεις όμως θα πρέπει να αναμένονται για τους φορολογουμένους οι οποίοι έχουν ακίνητα στις 3.000 νέες περιοχές και κυρίως στις περιοχές – φιλέτα, δηλαδή σε νησιά και τουριστικές περιοχές, που θα ενταχθούν για πρώτη φορά στο αντικειμενικό σύστημα.
Πρόκειται κυρίως για φορολογουμένους που διαθέτουν ακίνητα μεγάλης αξίας τα οποία βρίσκονται σήμερα στη Μύκονο, στη Σαντορίνη, στην Κέρκυρα αλλά και σε ακριβές περιοχές ακόμα και στην Αττική και είναι σχεδόν αφορολόγητοι ή πληρώνουν ΕΝΦΙΑ όσο ακριβώς πληρώνει και ένας φορολογούμενος που έχει στην κατοχή του ένα διαμέρισμα στην Καλλιθέα.
Υπενθυμίζεται ότι προεκλογική δέσμευση της Νέας Δημοκρατίας ήταν η συνολική μείωση του φόρου κατά 30%, ενώ το 2019 προηγήθηκε μείωση κατά 22% (περίπου 570 εκ. ευρώ) που συνοδεύτηκε από κάποιες αλλαγές στις αντικειμενικές. Να σημειωθεί ότι η μείωση είχε δρομολογηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση και έγινε πράξη από τη νυν με πιο μεγάλη ένταση.
Μιλώντας, πάντως, χτες ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας στα Παραπολιτικά Fm σημείωσε ότι ο ΕΝΦΙΑ θα μειωθεί σε κάποιες περιοχές, ενώ θα αυξηθεί σε κάποιες άλλες, όπου είναι απαραίτητο να γίνει αυτό ανάλογα με τις εισηγήσεις των εκτιμητών.
Να σημειωθεί ότι παρά τις όποιες καθυστερήσεις και δυσκολίες λόγω πανδημίας η μελέτη με τις επικαιροποιημένες τιμές ακινήτων σε όλη τη χώρα βρίσκεται στη διάθεση του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης. Επίσης το θέμα είναι στην βασική ατζέντα των θεσμών σε όλες τις τελευταίες αξιολογήσεις.
Σύμφωνα πάντως με πληροφορίες, τα δεδομένα από τους εκτιμητές έχουν συγκεντρωθεί και η όλη διαδικασία που περιλαμβάνει διάφορα στάδια (εξέταση σε δεύτερο βαθμό των εισηγήσεων και οριστικοποίηση) προβλέπεται να ολοκληρωθεί έως τα μέσα του 2021.
Ουσιαστικά και εφόσον δεν υπάρχουν απρόοπτα, με βάση το σχεδιασμό, από τον Ιούλιο θα μπουν σε ισχύ οι νέες τιμές ζώνης ώστε στη συνέχεια να αναθεωρηθεί και ο ΕΝΦΙΑ αποτελώντας κι ένα από τα βασικά μέτρα οικονομικής πολιτικής. Επίσης η υιοθέτηση των νέων αντικειμενικών αξιών θα φέρει αλλαγές και στον προσδιορισμό 20 φόρων και τελών που επιβαρύνουν την ακίνητη περιουσία.
Μείωση 8%
Με βάση, λοιπόν, τις εξαγγελίες της κυβέρνησης η πρόθεση είναι να υπάρξει μείωση του ΕΝΦΙΑ μεσοσταθμικά κατά 8% (για το 2021), υπό την προϋπόθεση πάντα ότι θα υπάρχουν τα δημοσιονομικά περιθώρια.
Αυτά κυρίως θα βρεθούν από την επέκταση του αντικειμενικού συστήματος σε περίπου 2.900 περιοχές που σήμερα υποφορολογούνται αλλά και την αύξηση των αξιών σε περιοχές όπου σήμερα οι εμπορικές αξίες είναι αναντίστοιχες με τις αντικειμενικές. Ειδικά, μάλιστα, σε τουριστικές περιοχές αναμένεται να υπάρξουν μεγάλες αυξήσεις.
Τα εκτός σχεδίου
Βέβαια πρέπει να σημειωθεί ότι η αγορά λόγω των περιορισμών στην εκτός σχεδίου δόμηση αναμένεται να πάρει άλλη μορφή τα επόμενα χρόνια καθώς πολλά τεμάχια σε βάθος χρόνου θα χάσουν την αρτιότητά τους και άρα την αξία τους.
Άρα σε μια διαδικασία συνεχούς επικαιροποίησης αντικειμενικών αξιών θα πρέπει να συνυπολογιστεί και αυτή η παράμετρος, δηλαδή, της απώλειας αξίας για πολλά ακίνητα.
Μελέτες
Υπενθυμίζεται ότι στην έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη προτείνεται η κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ, ο οποίος επιβάλλεται στους έχοντες ακίνητα αξίας άνω των 250.000 ευρώ ώστε να μπορέσουν να γίνουν περισσότερες επενδύσεις στον τομέα των ακινήτων.
Την ίδια ώρα πρόσφατη μελέτη της διαΝΕΟσις αναφέρει ότι σημαντικό πρόβλημα του ΕΝΦΙΑ είναι ότι υπολογίζεται με βάση τιμές ακινήτων οι οποίες είναι υψηλότερες των πραγματικών (τις λεγόμενες αντικειμενικές αξίες), κάτι που αποθαρρύνει επενδύσεις και προκαλεί κάποιες στρεβλώσεις στην αγορά των ακινήτων. Ακόμη, όπως, αναφέρει ο ΕΝΦΙΑ είναι ένας φόρος, ο οποίος περιέχει αντιφάσεις.
Για την ιστορία αξίζει να σημειωθεί πως η πρώτη φορά που φορολογήθηκε η περιουσία στην Ελλάδα ήταν το 1923, υπό την πίεση των αναγκών της Μικρασιατικής Καταστροφής. Είχε όμως τη μορφή της έκτακτης εισφοράς 14 και επιβάλλονταν όχι μόνο στα ακίνητα, αλλά και σε κινητά περιουσιακά στοιχεία των φορολογούμενων. Έκτοτε, για πενήντα και πλέον χρόνια, η κατοχή περιουσίας στην Ελλάδα παρέμεινε ουσιαστικά ανέγγιχτη φορολογικά, κάτι που εντυπωσίαζε τους ξένους μελετητές (Break & Turvey, 1964).
Η πρώτη φορά που επιβλήθηκε στην Ελλάδα φόρος στην ακίνητη περιουσία ήταν το 1975 (Ν.11/1975), με τη θεσμοθέτηση του Φόρου Κατοχής. Η επιβολή του φόρου αυτού όμως δεν διήρκησε πολύ και υπήρξε βασική αιτία απομάκρυνσης του αρμόδιου Υπουργού.
Το 1982, με την αλλαγή του κυβερνώντος κόμματος στην εξουσία, η φορολογία της ακίνητης περιουσίας επανήλθε. Με το Ν.1249/1982 επιβλήθηκε ο Φόρος Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ), με φορολογικούς συντελεστές που κυμαίνονταν μεταξύ 0,5% και 2%.