Η Σέριλ Ντάιμοντ, γεννήθηκε μέσα στην παρανομία. Ως παιδί, ισχυρίζεται ότι ήταν μετρ στην τέχνη της πλαστογράφησης, έμαθε να κλέβει, να αντέχει στην ανάκριση και το πιο σημαντικό – ήξερε πώς να εξαφανιστεί. «Είναι τα απλά λάθη που σε κάνουν να πιαστείς», λέει.
Τώρα είναι 34 ετών και ζει στη Ρώμη. Η πρώην εγκληματίας, περιγράφει την απίστευτη ζωή της στο βιβλίο της, με τίτλο «Nowhere Girl: A Memoir of a Fugitive Childhood». Η Σέριλ Ντάιαμοντ, αποδεικνύει ότι η αλήθεια είναι πιο παράξενη από τη φαντασία.
Πίσω από την αγγελική της εμφάνιση, με τα γαλήνια μπλε μάτια της και τα ξανθά μαλλιά της, κρύβεται μια ζωή γεμάτη ίντριγκες και μια ασυνήθιστη παιδική ηλικία.
Όπως ισχυρίζεται η ίδια, η πρώτη της ανάμνηση ήταν μια εμπειρία σχεδόν θανάτου στην ηλικία των τεσσάρων ετών, όταν το φρένο δεν έπιασε και το αυτοκίνητο της οικογένειάς της άρχισε να πέφτει στα Ιμαλάια. Επιβίωσαν, και στη συνέχει ξέφυγαν από δύο στρατιώτες που τους κυνηγούσαν. Για εκείνη, η ζωή ήταν μια συναρπαστική περιπέτεια.
Όταν ήταν εννέα, η Σέριλ και η οικογένεια της είχαν ήδη ζήσει σε περισσότερες από δώδεκα χώρες, σε πέντε ηπείρους, κάτω από έξι ψευδώνυμα. Τη μία μέρα ήταν στο Κάιρο, την επόμενη στη Βιέννη.
Η ιδέα ήταν πάντα η ίδια: να μετακινείσαι χωρίς προειδοποίηση, να καταστρέφεις όλα τα στοιχεία και να αλλάζεις ονόματα με νέες, πρωτότυπες ταυτότητες από πίσω. Και ξανά το ίδιο. Ξεγλιστρούσαν με πλαστά έγγραφα, διασχίζοντας τον κόσμο, ενώ πάντα βρίσκονταν λίγα βήματα μπροστά από την Ιντερπόλ.
Εν τω μεταξύ, η Σέριλ κατόρθωσε να εκπαιδευτεί ως αθλήτρια της γυμναστικής ολυμπιακού επιπέδου, να εργαστεί ως μοντέλο στη Νέα Υόρκη όταν ήταν έφηβη και να δημοσιεύσει το πρώτο της βιβλίο στην ηλικία των 19 ετών – όλα με διαφορετικά ψεύτικα ονόματα.
Όμως όσο μεγάλωνε, το μυστήριο του παρελθόντος της και των γονιών της άρχισε να ξετυλίγεται: Ποιοι ήταν; Και από τι έτρεχαν να ξεφύγουν; Η Σέριλ δεν ήξερε τα πραγματικά τους ονόματα και τις ημερομηνίες γέννησης τους – ή τη δική της.
Με την ταυτότητά της να καίγεται πολλές φορές, η Σέριλ Ντάιαμοντ (ένα καλλιτεχνικό ψευδώνυμο) συνειδητοποίησε ότι δεν ανήκε πουθενά στον κόσμο. Δεν υπήρχε πραγματική απόδειξη ότι υπήρχε. Αφού έζησε μια ολόκληρη ζωή με ψεύτικα διαβατήρια, φάνηκε ότι η απόκτηση ενός πραγματικού θα αποδειχθεί η μεγαλύτερη πρόκληση όλων.
Ποια είναι πραγματικά η Σέριλ Ντάιαμοντ;
Αν και οι λεπτομέρειες είναι θολές, η Σέριλ Ντάιαμοντ λέει ότι γεννήθηκε ως «Harbhajan Khalsa Nanak» κάποια στιγμή το 1986, στη Νέα Ζηλανδία από ένα γοητευτικό αλλά χειριστικό απατεώνα, που ονομάζεται Τζορτζ και τη μητέρα της Ανν.
Ή όπως το έθεσε, ήταν «το μωρό δύο αποστατών. Τους φαντάζομαι σε μια φυλακή του Παναμά, να έχουν συλληφθεί για ξέπλυμα χρήματος και η ίδια να μεγάλωσε στην κοιλιά της μητέρας της κατά τη διάρκεια μιας διηπειρωτικής απόδρασης».
«Τότε όλα φαινόταν τόσο σωστά», λέει. «Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι το μέλλον μου είχε ήδη γραφτεί στη σφραγίδα ενός ψεύτικου διαβατηρίου πριν ακόμη συλληφθώ από τους γονείς μου».
Ως η μικρότερη από τα τρία αδέλφια με χάσμα ηλικίας δέκα ετών, η Σέριλ ήταν το κέντρο του σύμπαντος της οικογένειάς της. Και παρά τις ασυνήθιστες περιστάσεις, θυμάται τις χαρούμενες μέρες της παιδικής της ηλικίας στο κυνηγητό, ως ευχάριστες και συναρπαστικές.
Οπότε, «γιατί τρέχαμε τόσο γρήγορα και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα; Γιατί τα διακινδυνεύαμε όλα;» γράφει. «Η απάντηση είναι απλή. Μας κυνηγούσαν».
Ξεκινώντας από πολύ μικρή ηλικία, η Σέριλ, παρατήρησε ότι ο πατέρας της, Τζορτζ, έκανε check in σε ξενοδοχεία με διαφορετικά επώνυμα. «Τις περισσότερες φορές ως Κας, Στέρλινγκ και Γκολντ. Στον πατέρα μου φαινόταν να του αρέσουν τα ονόματα που σχετίζονται με τα χρήματα».
Ποτέ δεν ήταν ξεκάθαρο από πού προήλθαν τα χρήματά τους, είπε: «Μου έμαθε να κλέβω στα μαγαζιά, αλλά αυτό ήταν απλώς για να χτίσω χαρακτήρα». Παρ ‘όλα αυτά, τα χρήματα ήταν «πάντα εκεί, έτοιμα να μας αγοράσουν την ελευθερία».
Όταν μετακόμισαν, ήταν πάντα ξαφνικό και γενικά περιελάμβανε πανικόβλητο πακετάρισμα, αφήνοντας τα υπάρχοντα σε αποθηκευτικούς χώρους (ή όχι) και τρέξιμο στο αεροδρόμιο για να πάει οπουδήποτε αποφάσιζε ο πατέρας της Σέριλ – κοιτάζοντας τις επερχόμενες πτήσεις που έφευγαν εκείνη την ημέρα.
Η ζωή στο δρόμο σήμαινε ότι τα περισσότερα μαθήματα διδάσκονταν εν κινήσει, είπε η Σέριλ. «Δεδομένου ότι ο μπαμπάς θεωρεί ότι όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα αποτελούν το έδαφος για κυβερνητική προπαγάνδα και γραφειοκράτες. Η διδασκαλία σε βασικά μαθήματα όπως τα μαθηματικά και η γραφή, γινόταν από τη μητέρα της κυρίως στα ξενοδοχεία πέντε αστέρων, ενώ ήταν στο τρέξιμο.
Οι απαράβατοι κανόνες της οικογένειας
Αλλά το πιο δύσκολο μάθημά της ήταν κάτι πολύ διαφορετικό, είπε. «Έπρεπε να μάθω τους κανόνες μας:» 1) Πάντα να έχω μια εφεδρική ιστορία «Με κάθε νέα χώρα, ο μπαμπάς όχι μόνο αλλάζει το επώνυμό μας, αλλά επίσης χτίζει μια διαφορετική ιστορία, ένα διαφορετικό μέρος από το οποίο είμαστε», έγραψε. «Με εκπαιδεύει σε ψεύτικες ανακρίσεις όταν δεν το περιμένω».
2) Ποτέ μην δίνεις σε τρίτους τον αριθμό τηλεφώνου του σπιτιού σας. Αντ’ αυτού, δημιουργήστε μια υπηρεσία τηλεφωνητή σε μια διαφορετική πόλη όπου οι άνθρωποι μπορούν να αφήσουν ένα μήνυμα. 3) Προώθησε όλη την αλληλογραφία σε ταχυδρομικό κουτί και κάνε κυκλικές διαδρομές πριν το παραλάβετε 4) Πληρώστε για όλα σε μετρητά.
Τίποτα δεν ήταν τόσο σημαντικό όσο ο βασικός κανόνας τους: «Όταν φεύγεις από ένα μέρος – ανεξάρτητα από το πόσο σου αρέσει, ανεξάρτητα από το πόσους φίλους έχεις κάνει – δεν μπορείς ποτέ, μα ποτέ να επιστρέψεις», γράφει.
Τόσο βαθιά ριζωμένες ήταν αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές, που η Σέριλ δεν τόλμησε ποτέ να τις αμφισβητήσει στην αρχή. Ούτε αμφισβήτησε γιατί η οικογένειά της έφευγε από χώρες και συχνά στη μέση της νύχτας.
Μόλις η Σέριλ έγινε 15 ετών, ανακάλυψε πόσο μεγάλο μέρος της οικογένειάς της ήταν ψέμα. Τα δύο αδέλφια της ήταν στην πραγματικότητα ετεροθαλή αδέλφια. Η μητέρα της, Ανν, για την οποία πάντα πίστευε ότι ήταν Γαλλίδα, ήταν πραγματικά Ιταλίδα και μεγάλωσε στο Λουξεμβούργο.
Ποιος κυνηγούσε την οικογένεια της Σέριλ;
Και το άτομο που τους κυνηγούσε; Η Σέριλ ισχυρίζεται ότι ήταν στην πραγματικότητα ο παππούς της – ένας ισχυρός πράκτορας της μυστικής αστυνομίας του Λουξεμβούργου που διαφωνούσε με τον ασυνήθιστο τρόπο ζωής της Ανν και απείλησε να χρησιμοποιήσει την επιρροή του για να την κηρύξει ακατάλληλη μητέρα και να πάρει τα παιδιά της μακριά.
Ο Τζορτζ ήταν ένας όμορφος και γοητευτικός έμπορος ράβδων χρυσού από τον Καναδά που πρόσφερε στην Ανν μια διέξοδο. Και έτσι ξεκίνησε το μεγάλο διεθνές δράμα που θα οδηγούσε αυτή την οικογένεια των πέντε σε πολλές ηπείρους και θα άλλαζε για πάντα την πορεία της ζωής τους.
Είναι αλήθεια ότι δεν ήταν ακόμα εγκληματίες, αλλά τελικά θα γίνονταν. «Μερικές φορές όταν κάποιος αρχίζει να σε αντιμετωπίζει σαν εγκληματία, πρέπει να γίνεις ένας για να ξεφύγεις», είπε η Σέριλ.
Με την κατάσταση να γίνεται πιεστική, χρειάζονταν χρήματα και τα χρειάζονταν γρήγορα. Έχοντας λίγες επιλογές, ο Τζορτζ αφαίρεσε έναν λογαριασμό που περιείχε περίπου 2 εκατομμύρια δολάρια επενδυτικών χρημάτων στο ταμείο χρυσού του. «Εκείνη τη στιγμή έγινε ο εγκληματίας που τον είχε κατηγορήσει ο πατέρας της Ανν», έγραψε η Σέριλ.
Χρόνια αργότερα, η Σέριλ αναρωτήθηκε αν όλα αυτά ήταν απαραίτητα. Αφού η οικογένειά της αγόρασε νέα διαβατήρια, ήταν επιτυχώς εκτός δικτύου. Κι όμως συνέχισαν να φεύγουν. Ενώ αναρωτιόταν για τα κίνητρά του, πιστεύει ότι η δεκαετία διαφυγής τους ήταν πραγματικά η παραπλανητική συνωμοσία ενός μεγαλομανούς άνδρα για απομόνωση και έλεγχο της οικογένειάς του.
«Ίσως χρησιμοποιούσε το παρελθόν για να μας ελέγξει, ή ίσως όλοι ζούσαμε με φόβο τόσο πολύ που κανένας από εμάς δεν ήξερε πώς να σταματήσει».
Όταν η Σέριλ γεννήθηκε, η οικογένειά της είχε ήδη περάσει μερικά χρόνια στο δρόμο ως νομάδες που πιστεύουν στον Σιχισμό. Το πραγματικό της όνομα, «Harbhajan Khalsa Nanak», μεταφράζεται σε Τραγούδι του Θεού / Αγνή / Αλήθεια στα Σανσκριτικά. «Δεν είναι απλώς ένα όνομα, είναι όσα ξέρω ότι υποστηρίζουμε», γράφει.
Ως ασκούμενοι Σιχιστές, τήρησαν την ιερή παράδοση να διατηρούν μακριά ακούρευτα μαλλιά, να ακολουθούν μια αυστηρή χορτοφαγική διατροφή και να απαγγέλλουν προσευχές στη γλώσσα του Παντζάμπ πριν από κάθε γεύμα. Ως οικογένεια, έκαναν εβδομαδιαίες μισάωρους σιωπηλούς διαλογισμούς και καθημερινές συνεδρίες γιόγκα Kundalini.
«Πρέπει να δίνουμε μια αρκετά συγκεχυμένη εικόνα», έγραψε. «Μια απλή οικογένεια Σιχ. Εκτός από τον πατέρα που είναι ένας πανύψηλος Βίκινγκ με φαρδείς ώμους, με πρόσωπο βαθιά μαυρισμένο, με κοκκινόξανθα μαλλιά».
Αλλά όπως και πολλά πράγματα στη ζωή τους, ο Σιχισμός θα «πεταγόταν έξω από το παράθυρο» με μια νέα ταυτότητα, μια ιστορία και μια χώρα. Ο Τζορτζ τελικά έκανε την οικογένειά του να ασπαστεί τον Ιουδαϊσμό.
«Έχουμε αλλάξει θρησκείες όπως τόσα πολλά ονόματα, και τώρα έχω πρόβλημα στο να παίρνω κάτι σοβαρά», λέει στο βίβλιο της, το οποίο ξετυλίγεται σε πραγματικό χρόνο.
Η πρώτη ανάμνηση της Σέριλ για μια «φυσιολογική» ζωή ήταν όταν στην ηλικία των επτά, η οικογένειά της έμεινε κατά λάθος στο Βανκούβερ για δύο χρόνια. (Δεν είχαν ζήσει πουθενά περισσότερο από οκτώ μήνες πριν). Η οικογένειά της μετακόμισε σε ένα μεγάλο απομονωμένο διώροφο αρχοντικό, το οποίο «φαινόταν σαν μια καλή προσωρινή επιλογή όταν μετακομίσαμε».
Θυμάται την αμήχανη στιγμή του να συναντά τα παιδιά της ηλικίας της για πρώτη φορά, «Γιατί όσο πιο συνηθισμένη είναι μια κατάσταση, τόσο περισσότερο με παραλύει το άγχος;»
Αλλά για μια σύντομη στιγμή, η Σέριλ έζησε μια τυπική παιδική ηλικία: ασχολήθηκε με την ανταγωνιστική κολύμβηση και τη γυμναστική, εγγράφηκε σε μια ομάδα κουκλοθέατρου, μπήκε σε μια λέσχη και συμμετείχε σε μια τάξη τέχνης για παιδιά.
Δεν το πήρε τίποτα από αυτά ως δεδομένο. «Για τους άλλους, θα υπάρχει πάντα το επόμενο καλοκαίρι, το επόμενο έτος», είπε. «Για εμάς, ό,τι δοκιμάζουμε, είναι ίσως για τελευταία φορά».
Λίγες εβδομάδες αργότερα, ρούχα, βιβλία και παιχνίδια ήταν διάσπαρτα στο πάτωμα, καθώς η οικογένειά της μάζευε μανιωδώς βαλίτσες. Ο επιχειρηματικός συνεργάτης του Τζορτζ στο Βανκούβερ, άρχισε να κάνει πάρα πολλές ερωτήσεις και τρόμαξε την οικογένεια όταν εμφανίστηκε στην μπροστινή πόρτα τους απαιτώντας απαντήσεις νωρίτερα εκείνο το απόγευμα.
Μέχρι τις 4 το πρωί, η Σέριλ είπε ότι, «φαινόταν σαν να έχει περάσει ένας ανεμοστρόβιλος στο σπίτι μας». Η διαδικασία πάντα η ίδια: καταστρέψτε όλα τα στοιχεία της ζωής, σκουπίστε τα δακτυλικά αποτυπώματα και αλλάξτε ονόματα. Έκαψαν όλα τα σημαντικά έγγραφα και πέταξαν άλλα διακριτικά αντικείμενα σε τυχαίους κάδους απορριμμάτων στο δρόμο προς το αεροδρόμιο.
Μέσα σε τρεις ώρες, επιβιβάστηκαν σε μια πτήση προς τη Γερμανία με 14 βαλίτσες πίσω, αφήνοντας πίσω τα περισσότερα από τα υπάρχοντά τους.
«Η ιδέα το να ταξιδεύεις με λίγες αποσκευές με συναρπάζει», είπε η Σέριλ. «Μου πήρε μέχρι την ηλικία των πέντε ετών για να καταλάβω ότι άλλοι άνθρωποι δεν έπαιρναν όλα τα υπάρχοντα μαζί τους στα αεροδρόμια».
Στη Γερμανία, ανέλαβαν νέες ταυτότητες και πέρασαν τα επόμενα δύο χρόνια μεταξύ Ρουμανίας, Καΐρου, Βιέννης, Κύπρου και Τελ Αβίβ. Τα αδέλφια της Φρανκ και Κιάρα έγιναν Ρόι και Σάρα. Και η Σέριλ Ντάιαμοντ (πρώην Harbhajan) έγινε Κρύσταλ.
Στη Ρουμανία, η δέκαχρονη Σέριλ προσκαλείται να δοκιμάσει την ομάδα της Ολυμπιακής γυμναστικής. Στο Κάιρο, η οικογένεια περνά μια νύχτα στις ξαπλώστρες δίπλα στην πισίνα του ξενοδοχείου πριν ξεκινήσει την πτήση τους νωρίς το πρωί στην Αυστρία. Μετά από οκτώ μήνες διαμονής στη Βιέννη ως «χρηματιστής από το Key West», ο πατέρας της, αποφασίζει αυθαίρετα ότι θέλει να στρέψει την οικογένειά του στον Ιουδαϊσμό και να μετακομίσει στο Τελ Αβίβ.
Πριν μετακομίσει στο Ισραήλ, η οικογένεια κάνει μια γρήγορη στάση στην Κύπρο, όπου πρέπει να ξεπλύνει χρήματα. Με πέντε νέα ψεύτικα διαβατήρια, μια ψεύτικη πολιτιστική κληρονομιά, η οικογένεια περνά με ευκολία στον περίφημα δύσκολο έλεγχο των συνόρων του Ισραήλ. Η Σέριλ δεν μπορούσε παρά να σκεφτεί εκείνη τη στιγμή – «Έπρεπε πραγματικά να διακινδυνεύσουμε τα πάντα, για να δούμε αν θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε;».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Στην ΜΠΑΜ που κυκλοφορεί: ΚΛΩΤΣΟΣΚΟΥΦΙ η θλιβερή ιστορία της 19χρονης στο πορνοκύκλωμα της Ηλιούπολης
“Δίσεκτο” έτος: Αυτά τα διάσημα ζευγάρια χώρισαν μέσα στο 2021
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός, όταν ο Τζορτζ ήρθε σε σύγκρουση με τον νέο του Ισραηλινό επιχειρηματικό εταίρο και η οικογένεια έπρεπε να εγκαταλείψει την πόλη, και να πάει αυτή τη φορά σε ένα προάστιο της Ουάσιγκτον.
«Ένιωσε ότι ήρθε η ώρα να μετακινηθεί σε μια χώρα με πολλά κρησφύγετα και τις πιο πιθανές οδούς κέρδους: τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής».
Στις ΗΠΑ, η Σέριλ φοίτησε σε ένα κανονικό σχολείο για πρώτη φορά και εγγράφηκε σε ένα συντηρητικό ορθόδοξο γυμνάσιο. Για λίγο, η ζωή της είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός τυπικού εφήβου: αγόρια, ζηλότυπους φίλους, σχολικούς χορούς και ανασφάλειες. Ωστόσο, παρά τις καλύτερες προσπάθειές της, είπε: «Αυτό το κενό, ανάμεσα στη ζωή μου και τη δική τους, φαίνεται πολύ μεγάλο για να γεφυρωθεί. Ένα αδύνατο χάσμα γεμάτο με φοβερά μυστικά – όλα τα πράγματα που με κάνουν παράξενη, διαφορετική». Αυτό το συναίσθημα θα ακολουθήσει τη Σέριλ μέχρι την ενηλικίωση.
Και μόλις τα πράγματα άρχισαν να φαίνονται πολύ εύκολα, λέει, «θυμάμαι πόσο μακριά είμαι από το κανονικό». Ενώ όλοι οι άλλοι ήταν έξω, ο πατέρας της Σέριλ της δείχνει την χαλαρή σανίδα δαπέδου στην ντουλάπα του, που έκρυβε ένα μαύρο σακίδιο που περιέχει τα διαβατήριά τους, 10.000 δολάρια σε μετρητά, 5.000 δολ. σε χρυσά νομίσματα Krugerrand και ένα τηλέφωνο. «Γινόμουν η υπεύθυνη για το σχέδιο διαφυγής της οικογένειάς μας όταν ήμουν μόλις δεκατριών».
Μέχρι τη στιγμή που η Σέριλ έγινε 16 ετών, αυτός ο τρόπος ζωής, είχε επηρεάσει την οικογένειά της. Πέρασαν τέσσερα χρόνια από την τελευταία φορά που είδε τον αδερφό της. Μέχρι σήμερα, αγνοείται. «Μερικά μυστικά είναι ανείπωτα», λέει.
Η αδερφή της, η Κιάρα, έφυγε από το σπίτι και απείλησε να έρθει σε επαφή με τον παππού της εξαγριώνοντας τον Τζορτζ. Η παράνοια και η απρόβλεπτη ιδιοσυγκρασία του έγιναν πιο έντονες καθώς άρχισε να χάνει τον έλεγχο της οικογένειάς του.
Μετά από χρόνια πολυτελών δαπανών για επί παραγγελία σμόκιν, πολυτελή αυτοκίνητα που πληρώθηκαν σε μετρητά, αρχοντικά και ιδιωτικά μαθήματα χορού, έμειναν άποροι και ζούσαν σε ένα ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο παρκαρισμένο σε ένα εμπορικό κέντρο.
«Η μαμά και ο μπαμπάς προσπαθούν να σκεφτούν οποιονδήποτε είχε μείνει που μπορεί να βοηθήσει – αλλά αυτό είναι το πρόβλημα με την εξαφάνιση για δεκαετίες. Εκνευρίζει τους ανθρώπους. Και μετά σε ξεχνούν», έγραψε η Σέριλ.
Από απατεώνισσα, μοντέλο του Αρμάνι
Αλλά σε αυτήν την κατάσταση απόλυτης απελπισίας, η Σέριλ εντυπωσίασε έναν ατζέντη από πρακτορείο μοντέλων, που συνάντησε τυχαία έξω από ένα ενεχυροδανειστήριο. Η Νέα Υόρκη της προσέφερε την ελπίδα, «έναν τρόπο να μας βγάλει έξω από αυτό». Και χωρίς παύση, η Σέριλ (Κρύσταλ εκείνη την εποχή) αγόρασε μια ψεύτικη ταυτότητα από τη Βόρεια Καρολίνα και πήρε στο επόμενο λεωφορείο για το Μεγάλο Μήλο για να ξεκινήσει τη νέα της ζωή ως «Σέριλ Ντάιαμοντ».
Για τα επόμενα πέντε χρόνια, πήρε μέρος σε πασαρέλς και φωτογραφίσεις, για μάρκες όπως οι L’Oréal, Clairol και Armani. Στα 19 της, δημοσίευσε το πρώτο της βιβλίο για τις εμπειρίες της στη βιομηχανία του μόντελινγκ.
Μέχρι τη στιγμή που η Σέριλ έγινε 24 ετών, είχε τελειώσει με όλο αυτό. Είχε βαρεθεί με το τρέξιμο, με το να ζει έτσι και να ακολουθεί τον πατέρα της – για τον οποίο πιστεύει τώρα ότι έχει «σοβαρή μη διαγνωσμένη ψυχική ασθένεια κάποιου είδους».
Οι ψεύτικες ταυτότητες των 30 δολαρίων δεν ήταν πλέον αποδεκτές και η Σέριλ ήταν απελπισμένη για νομιμότητα. Το πρόβλημα είναι, ότι τεχνικά δεν ανήκει σε καμία χώρα.
Ενώ το πιστοποιητικό γέννησής της στη Νέα Ζηλανδία είναι ένα νόμιμα εκδοθέν έγγραφο, οι γονείς της αναφέρονται σε ψευδείς ταυτότητες και πλαστογραφημένες βραζιλιάνικες εθνικότητες. Εάν η Σέριλ διεκδικήσει την ιθαγένεια σε οποιαδήποτε χώρα, θα θεωρηθεί υπεύθυνη για τη συνέχιση της απάτης που ξεκίνησαν οι γονείς της.
Μετά από πολλά χρόνια, της παραχωρήθηκε τελικά λουξεμβουργιανή ιθαγένεια σε ηλικία 27 ετών. Μόνο τότε, άρχισε να βλέπει το κουβάρι της εξαπάτησης του πατέρα της. «Όλα τα μέρη, όλα τα πράγματα που καταλήγαμε να αφήνουμε πίσω. Γιατί ήταν απαραίτητο να τα κάνουμε όλα αυτά;» σκέφτηκε. «Είπε ότι ήταν επειδή ο παππούς μου και η Ιντερπόλ μας κυνηγούσαν. Αλλά ήταν επειδή είχε κλέψει όλα αυτά τα χρήματα ή ήταν… γιατί είναι πιο εύκολο να κάνεις μια οικογένεια να κάνει ό, τι θέλεις όταν φοβούνται;».
Τώρα ζει στη Ρώμη και βρήκε επιτέλους ένα μέρος όπου ανήκει. Μετά από μια αέναη κίνηση, βρίσκει σταθερότητα και άνεση στην ιστορία της αρχαίας πόλης.
Στον πρόλογο του βιβλίου της, γράφει ότι αυτό είναι «Για τους απροσάρμοστους». «Συνήθιζα να πιστεύω ότι ποτέ δεν θα γινόμουν πραγματικά αποδεκτή από άλλους αν ήξεραν για την ιστορία μου», είπε στο DailyMail.com. «Πάντα πίστευα ότι οι άνθρωποι θα με έβλεπαν ως φρικιό γιατί αυτό που έζησα ήταν τόσο έξω από τα όρια της κανονικότητας και επίσης πολύ τραυματικό και καταχρηστικό μερικές φορές».
«Αυτός ήταν επίσης ένας μεγάλος λόγος για τον οποίο έγραψα το Nowhere Girl», λέει. Όσο περισσότερο ανοιγότα για το παρελθόν της, τόσο περισσότερο η Σέριλ συνειδητοποιούσε πόσα άτομα μπορούσαν να συσχετιστούν με τους δικούς τους αγώνες. «Φυσικά δεν είχαν μια ιστορία τόσο τρελή όσο η δική μου – αυτή είναι μια στο εκατομμύριο!», λέει.
«Το πράγμα που μου αρέσει πολύ στο να είμαι ενήλικας, είναι ότι μπορείς να επιλέξετε την οικογένειά σου». Το μόνο άτομο που διατηρεί μια σχέση, είναι με τη μητέρα της. Δεν έχει μιλήσει με την Κιάρα εδώ και 10 χρόνια και δεν έχει επαφή με τον πατέρα της. «Νομίζω ότι το αίμα είναι σημαντικό μόνο εάν αυτοί οι άνθρωποι συμπεριφέρονται ως οικογένειά σου και νοιάζονται για εσένα με αυτόν τον τρόπο», λέει.
Όταν ρωτήθηκε, αν θα άλλαζε την οικογένειά της, αν μπορούσε να επιστρέψει στο παρελθόν, εκείνη απάντησε: «Αλλά τότε, δεν θα ήμουν εγώ αυτή που είμαι».
Πηγή: iefimerida.gr