Έτοιμο σενάριο για κινηματογραφική περιπέτεια τυλιγμένη σε μία πολύ δυνατή ιστορία αγάπης αποτελεί η ζωή του Σήφη Βαλυράκη, του οποίου ο απροσδόκητος και οδυνηρός θάνατος συγκλόνισε το πανελλήνιο τις προηγούμενες ημέρες.
Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΠΕΡΙΒΟΛΑΡΗ
• Συγκλόνισε το πανελλήνιο ο οδυνηρός και απροσδόκητος θάνατος του πρώην υπουργού Σήφη Βαλυράκη • Η διαδρομή από το ΠΑΚ στο ΠΑΣΟΚ, τα μαρτύρια στο ΕΑΤ/ΕΣΑ και οι αποδράσεις σε εσωτερικό και εξωτερικό. • Ο κομβικός και σωτήριος ρόλος του Ανδρέα Παπανδρέου και η αγάπη που έτρεφε για τον ίδιο. Μια πολυτάραχη πολιτική διαδρομή που κράτησε χρόνια
Αγώνες, συλλήψεις, αποδράσεις και άνοδος στα υψηλότερα κυβερνητικά κλιμάκια συνθέτουν αυτό που έζησε ο εκλιπών, που άλλοι δεν θα μπορούσαν να ζήσουν ούτε σε δέκα ζωές.
Ο γιός του βουλευτή της Ένωσης Κέντρου, Γιάννη Βαλυράκη, ο άντρακλας με τα όλα του, Σήφης, όπως έγραψε ο καλός του φίλος ∆ημήτρης ∆ανίκας, για να μην έχει την τύχη του πατέρα του που συνελήφθη αμέσως μετά το πραξικόπημα των χουντικών το 1967, διέφυγε για την Ιταλία με πλαστό διαβατήριο και από εκεί μετά από παροτρύνσεις άλλων αυτοεξόριστων Ελλήνων, για το Μόναχο, όπου έμεινε στο σπίτι του Γιάννη Σακελλαρίου, μετέπειτα ευρωβουλευτή του γερμανικού κόμματος SPD. Ο Σακελλαρίου θα τον γνωρίσει στην Αγγέλα Κοκκόλα στη Στοκχόλμη και από εκείνη θα μυηθεί στο ΠΑΚ, την αντιδικτατορική οργάνωση που είχε δημιουργήσει ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Ως μέλος του ένοπλου κομματιού του ΠΑΚ, θα επιστρέψει στην Ελλάδα με σκοπό να προκαλέσει δολιοφθορές με βομβιστικές ενέργειες. ∆εν θα προλάβει, όμως, να φέρει σε πέρας καμία αποστολή. Οι χουντικές αστυνομικές δυνάμεις γνωρίζουν τις κινήσεις του και στις 12 Μαΐου του 1971 θα συλληφθεί μαζί με ακόμα οχτώ συντρόφους του στην Αθήνα για κατοχή και χρήση εκρηκτικών υλών και θα οδηγηθεί στα κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Από εκεί θα αρχίσει το σερί των αποδράσεών του από φυλακές.
Στη Χούντα
Ο ίδιος έχει πει στο ντοκιμαντέρ «Η άγνωστη αντίσταση κατά της δικτατορίας»: «∆εν άφησα φυλακή που να μην προσπάθησα να αποδράσω. Έκανα πάνω από 15 απόπειρες απόδρασης. Και βεβαίως έχω και δύο επιτυχείς».
Η περιγραφή του είναι αγωνιώδης: «Γύρω στις δύο τη νύχτα, βγαίνοντας απ’ το πλέγμα, σηκώθηκα και κυκλοφόρησα κανονικά ως μέλος της φρουράς. Έφτασα στις τουαλέτες και από εκεί, από την ταράτσα, πέρασα στο ΝΙΜΤΣ και μετά ήμουν ελεύθερος στην Αθήνα για περίπου 15-17 ημέρες. Εκεί ήταν όλες οι πόρτες κλειστές. Όλοι μου δίνανε λεφτά. Κανείς δεν μου ‘δωσε στέγη. Όλοι φοβόντουσαν».
Ο Βαλυράκης έψαχνε να βρει σπίτι να κρυφτεί, αλλά ήταν αδύνατο γιατί υπήρχε κακό προηγούμενο από τη σύλληψή του στο σπίτι της ξαδέρφης του. Έτσι θα αποφασίσει να φύγει και πάλι στο εξωτερικό. Σκαρφαλώνει σε ένα τρένο με προορισμό τη Γιουγκοσλαβία. Για κακή του, όμως, τύχη το τρένο σταμάτησε στα σύνορα για ανεφοδιασμό και οι φύλακες θα δουν στη σκεπή του σκαρφαλωμένο τον Βαρυλάκη, τον οποίο συλλαμβάνουν ξανά.
Ο ίδιος έχει πει: «Γύρισα πίσω με χειροπέδες. Σε ένα ΕΑΤ-ΕΣΑ από όπου δεν δραπέτευες πια, είχανε κλείσει τα πάντα, τα παράθυρα, είχανε βάλει πέτρες, κάγκελα πολύ χοντρά».
Το στρατοδικείο τον καταδίκασε σε επτά χρόνια φυλάκισης και τον έστειλε στον Κορυδαλλό. Εκεί έχει ανοίξει τρύπα στο κελί του, πίσω από τον νιπτήρα, αλλά πριν το σκάσει τον μεταφέρουν στις σκληρές φυλακές Κέρκυρας.
Εκεί με τη βοήθεια του Μπάμπη Γεωργάκη και του Γιάννη Κλωνιζάκη θα σχεδιάσουν την απόπειρα. Ο Κλωνιζάκης είχε πει: «Είχα πάρει και σιδεροπριονάκια μικρά, τα οποία είχα βάλει μέσα μία οδοντόπαστα. Και τα οποία φανήκαν πάρα πολύ χρήσιμα στο κόψιμο του σιδήρου».
Ο Βαλυράκης συμπλήρωσε: «Αυτά, λοιπόν, κόβανε το σίδερο και βέβαια χάνανε τα δόντια τους. Και κάνανε και τρομερό θόρυβο. Άρα συνδυάζαμε το βόλεϊ του μεσημεριού με κόψιμο του κάγκελου. Τσίλιες κράταγε ο Γιάννης Κλωνιζάκης.
Κόψαμε αυτά τα σίδερα και περάσαμε μέσα από το άνοιγμα, το οποίο δεν ήταν και πάρα πολύ μεγάλο, και καταφέραμε να ανέβουμε στην ταράτσα του πρώτου ορόφου, με κάποια πρόχειρη σκάλα που κάναμε από τις σανίδες του κρεβατιού. Καταφέραμε και ανοίξαμε το συρματόπλεγμα που ήταν στην κορυφή του ορόφου σε ύψος 10-12 μέτρων.
Ο φύλακας έστρεψε τον προβολέα και μας φώτισε στα κεραμίδια σαν τους γάτους και έλεγε στον ένοπλο φρουρό «Εκεί, εκεί! Νάτος, νάτος, ρίξτου!». Από εκεί πηδήσαμε κάτω, εγώ κατάφερα πέφτοντας να τραβήξω το τηλεφωνικό καλώδιο, έμεινε η φυλακή χωρίς τηλέφωνα, αλλά εγώ προσγειώθηκα καλά». Ο Βαλυράκης κατάφερε να το σκάσει, αλλά ο Γεωργακάκης έσπασε το πόδι του και συνελήφθη.
Στην Αλβανία
∆εινός κολυμβητής από τα νιάτα του ο Βαλυράκης έπεσε στη θάλασσα και κολύμπησε μέχρι την Αλβανία. Η εξιστόρηση είναι συγκλονιστική. «Ήμουνα μόνος μου πια και έτσι αναγκαστικά η μόνη επιλογή που είχα ήταν η Αλβανία. Έβγαλα τα ρούχα μου, τα έβαλα σε μία νάιλον σακούλα για να τα έχω στεγνά όταν φτάσω, αλείφτηκα με μαγειρικό λίπος που είχα πάρει από τα μαγειρεία ώστε να αντέχω στο κρύο και έπεσα στη θάλασσα, κολυμπώντας. Έφθασα εντελώς εξουθενωμένος, θα έλεγα μισολιπόθυμος στην Αλβανία. Ντύθηκα τουρτουρίζοντας και στριμώχτηκα σε κάτι θάμνους όπου πέρασα την υπόλοιπη νύχτα. Αλλά το πρωί συνήλθα και ήμουν πολύ καλά, και πολύ ευτυχισμένος που τελικά απελευθερώθηκα και πατούσα, ας πούμε, σε ελεύθερη γη».
Όμως, η Αλβανία δεν ήταν ελεύθερη γη. Η Ελλάδα τύποις ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Αλβανία. Είχε κομουνιστικό καθεστώς, ενώ η Ελλάδα φασιστική δικτατορία. Ετσι, συνελήφθη για κατασκοπεία, και καταδικάστηκε σε τρία χρόνια καταναγκαστικά έργα. Ο Βαλυράκης τα περιέγραψε ως εξής: «Μετά το λαϊκό δικαστήριο με πήγαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Βόρεια Αλβανία σε πρώτη φάση, λίγο στα Τίρανα, όπου είχαν τους πολιτικούς κρατούμενους και μετά στο Φιέρι όπου ήταν στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας και συγκέντρωσης. Ακριβώς το σταλινικό στρατόπεδο με το κρύο, την πείνα, τα έντομα, τους κοριούς τους ψύλλους, όλο το πακέτο. Δικαιούμουν 15 γραμμάρια κρέας την ημέρα, όλο μαζί αυτό γινόταν μία μερίδα στις δεκαπέντε μέρες. Προσπάθησα από την αρχή να αλληλογραφήσω. Για πολλούς μήνες προσπαθούσα, δεν έφευγε κανένα γράμμα. Έτσι μου ‘παν μια φορά ‘γιατί δεν βάζεις πολλά γραμματόσημα με το κεφάλι του Εμβέρ Χότζα;’. Γέμισα κι εγώ, λοιπόν, όλη την πλευρά του γράμματος μπρος και πίσω με γραμματόσημα το κεφάλι του Χότζα. Και έφυγε το γράμμα. Ω του θαύματος! Ήταν ένα γράμμα που απευθυνότανε στη μητέρα μου. Η μητέρα μου το ‘δωσε στη δημοσιότητα, κι έτσι και η οργάνωσή μου έμαθε ότι ζω και ότι βρίσκομαι στην Αλβανία».
Τον έσωσε ο Ανδρέας
Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν αυτός που έσωσε τον Βαλυράκη από τη σαπίλα των φυλακών της Αλβανίας μέσω του πρίγκιπα Σιχανούκ της Καμπότζης. Στενός φίλος του Ανδρέα Παπανδρέου ο πρίγκιπας μίλησε με τις Αρχές της Κίνας και η κομμουνιστική χώρα που είχε υπό τη σφαίρα της επιρροής της τον Χότζα, τον έπεισε να τον αφήσει ελεύθερο.
Ο Βαλυράκης έχει πει: «Με πήρανε, με βάλανε σε ένα τζιπ, με πήγανε στη βόρεια άκρη της Αλβανίας, στα Σκόντρα, όπου με κλείσανε μέσα σε ένα διαμέρισμα, μέσα σε μία πολυκατοικία… όπου άρχισαν να με ταΐζουν. Το φαγητό παραήτανε γεμάτο με λίπη και βεβαίως μου πήρανε μέτρα για ένα κοστούμι, μου δώσανε πέντε δολάρια για τυχαία έξοδα και με βάλανε στο αεροπλάνο που πάει στην Ιταλία».
Στη Ρώμη τον υποδέχτηκαν η Οριάνα Φαλάτσι και ο Αλέκος Παναγούλης. Η Αμαλία Φλέμινγκ θα τον φιλοξενήσει στο σπίτι της για λίγους μήνες, μέχρι η Χούντα να πέσει, οπότε ο Σήφης Βαλυράκης θα γυρίσει στην Ελλάδα για να ξεκινήσει τη σταδιοδρομία του αρχικά ως στέλεχος και μετά ως βουλευτής και υπουργός του ΠΑΣΟΚ.
Τριάντα χρόνια με τη Μίνα
Ως βουλευτής γνώρισε και ερωτεύτηκε ο Σήφης τη Μίνα Παπαθεοδώρου-Βαλυράκη με την οποία παντρευτήκαν πριν από περίπου 30 χρόνια και απέκτησαν δυο γιους, τον Γιάννη και τον Αλέξανδρο. Η Μίνα είναι διάσημη ζωγράφος, με προσωπική υπογραφή στον καμβά και εκθέσεις σε γκαλερί. Είναι απόφοιτος της σχολής Καλών Τεχνών. Μαθήτευσε δίπλα στον Γιάννη Μόραλη και απέκτησε το διδακτορικό της από το Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας και τα έργα της κοσμούν αίθουσες σε όλο τον κόσμο. Έχει εκθέσει στην Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα, το Ολυμπιακό Μουσείο της Λωζάνης και το Εθνικό Μουσείο Γυναικών στις Τέχνες της Ουάσινγκτον. Έχει εκθέσει έργα στο Γκαλέρια Κα’ ντ’ Όρο στη Ρώμη και στο Μόντε Κάρλο το 2000.
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ