Όχι πολύ μακριά πριν, το 1981-1982, η Εκκλησία βγήκε μπροστά δυναμικά διαφωνώντας με την εισαγωγή του πολιτικού γάμου και την αποποινικοποίηση της μοιχείας. Απείλησε μάλιστα με αποκλεισμό από τα μυστήρια όσων επιλέξουν τον πολιτικό γάμο.
Σήμερα, με εξαίρεση κάποιους ακραίους ιερείς και ιεράρχες, ο πολιτικός γάμος αποτελεί μια κανονικότητα. Λίγο αργότερα η κρίση των ταυτοτήτων είχε συγκεντρώσει τρία εκατομμύρια υπογραφές κάτω από το αίτημα για δημοψήφισμα που μετέφερε ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος.
Όλοι γνωρίζουμε πού κατέληξε αυτό. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως η Εκκλησία ηττήθηκε ή υποχώρησε ή, αν θέλετε, συμβιβάστηκε, σε μία μάχη-πόλεμο με την Πολιτεία. Κανένας πόλεμος δεν έγινε. Απλώς η λύση ήρθε από μόνη της σύμφωνα με το κλίμα των καιρών. Και αυτό συμβαίνει γιατί η ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί και αναγνωρίζει τη ματαιότητα που έχουν οι εξαλλοσύνες και οι σφοδρές αντιδράσεις σε κάθε ζήτημα που ενίοτε προκύπτει.
Για τους παραφιλολογούντες, λοιπόν, η θέση της Εκκλησίας για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική – κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο, εντελώς ασύμβατο σύμφωνα με την παράδοσή της, όπως και αδύνατο θα ήταν αν η Εκκλησία δεν εξέφραζε τη διαφωνία της, έστω και με σκληρές λέξεις.
Η Εκκλησία λοιπόν με την εμπειρία των αιώνων στις πλάτες της αφενός γνωρίζει πολύ καλά ότι κάποια πράγματα δεν μπορείς να τα σταματήσεις, δεν μπορεί όμως και να αποδυθεί τον ρόλο της σε ζητήματα που σχετίζονται με θέματα ηθικής αντίληψης, θρησκευτικής ή φιλοσοφικής, επιδεικνύοντας σύνεση και πραότητα απέναντι στις νέες συνθήκες. Περιττεύουν λοιπόν οι χλευασμοί για τη στάση της. Οι οδομαχίες και τα γνωστά «Ευαγγελικά» ανήκουν ανεπιστρεπτί στο παρελθόν.