Συζητήθηκαν στο Α΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας 16 υποθέσεις που αφορούσαν περίπου 30 συγγενείς των ανθρώπων που χάθηκαν κατά την μοιραία πτώση του Σινούκ τον Σεπτέμβριο του 2004.
Οι οικογένειες των θυμάτων της συντριβής του ελικοπτέρου διεκδικούν αποζημιώσεις δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ από το Ελληνικό Δημόσιο λόγω ψυχικής οδύνης, καθώς δέκα χρόνια μετά το θλιβερό περιστατικό κανένας μέχρι σήμερα δεν έχει πάρει αποζημίωση.
Εξαίρεση αποτελεί ένας συγγενής ιερομόναχου που έχασε τη ζωή του κατά την πτώση του Chinook, ο οποίος έλαβε την αποζημίωση όχι μετά από δικαστική απόφαση, αλλά με πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους κατόπιν εξωδικαστικής επίλυσης.
Οι συγγενείς των θυμάτων προσέφυγαν στο ΣτΕ καθώς το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι δε δικαιούνται αποζημίωση παρά το γεγονός ότι αναγνώρισε ότι υπήρξαν τυπικές παραβάσεις κατά την διάρκεια της μοιραίας πτήσης.
Ωστόσο δεν εντόπισε παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου.
Σε περισσότερους από τους συγγενείς είχαν επιδικαστεί σε πρώτο βαθμό αποζημιώσεις περίπου 6,8 εκ. ευρώ, αν και διεκδικούσαν πολύ μεγαλύτερα ποσά, αναγνωρίζοντας ότι έχει ευθύνη το ελληνικό δημόσιο.
Τους συγγενείς εκπροσώπησαν ο βουλευτής και τέως υπουργός Προκόπης Παυλόπουλος, ο καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών Χαράλαμπος Χρυσανθάκης και ο δικηγόρος Πειραιά Ηλίας Παυλάκης, ενώ το Ελληνικό Δημόσιο το εκπροσώπησε η Ευσταθία Τσαούση.
Η συνήγορος του Δημοσίου υποστήριξε ότι δεν υπάρχει παρανομία και ότι δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεση του ατυχήματος με το άρθρο 105 του εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικα που προβλέπει την καταβολή αποζημίωσης για λάθη και παραλείψεις των κρατικών οργάνων, αλλά ούτε με το άρθρο 4 του Συντάγματος που προβλέπει ευθύνη από διακινδύνευση.
Το δικαστήριο επιφυλάχθηκε να εκδώσει τις αποφάσεις του.