Γράφει ο Βαγγέλης Τριάντης
Μία σειρά από δάνεια φέρονται να δόθηκαν την εικοσαετία 1994-2004 από την Γενική Τράπεζα σε διάφορες επιχειρήσεις Δάνεια τα οποία στο σύνολο τους δεν αποπληρώθηκαν ποτέ και φέρονται να δόθηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις δίχως τις απαραίτητες εγγυήσεις. Μία υπόθεση η οποία έχει πάρει το δρόμο για τη Δικαιοσύνη, καθώς ερευνάται από τους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος.
Η Γενική Τράπεζα είναι ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που μετρά πάνω από 80 χρόνια ζωής. Ιδρύθηκε το 1937 με κεφάλαια του Μετοχικού Ταμείου Στρατού (ΜΤΣ), ενός Ταμείου το οποίο λειτουργεί εδώ και ενάμιση αιώνα και το οποίο έχει ως αποστολή την «οικονομική ενίσχυση των Μετόχων και Μερισματούχων με την παροχή Μερίσματος, Βοηθήματος Επαγγελματικής Αυτοτέλειας, εφάπαξ Βοηθήματος λόγω Θανάτου, καθώς και η άσκηση κοινωνικής πρόνοιας με τη χορήγηση χαμηλότοκων Δανείων ειδικών αναγκών». Μέτοχοι και μερισματούχοι του ΜΤΣ είναι οι εν ενεργεία αλλά και οι απόστρατοι εργαζόμενοι του Στρατού Ξηράς και της Αστυνομίας.
Η ιστορία της Γενικής Τράπεζας αλλά και του ΜΤΣ είναι στα μάτια πολλών συνυφασμένες. Το ΜΤΣ για αρκετά χρόνια ήταν ο κύριος μέτοχος της Γενικής Τράπεζας. Μέχρι και το 1999 το Ταμείο κατείχε το 75% των μετοχών της Τράπεζας. Η Γενική Τράπεζα, δηλαδή, βρισκόταν υπό δημόσιο έλεγχο, κάτι που σημαίνει ότι οποιεσδήποτε ενέργειες και αποφάσεις έπρεπε να γίνονται πάντα με γνώμονα τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, αλλά και των συμφερόντων του ΜΤΣ.
Το 1999 το ποσοστό του ΜΤΣ μειώθηκε ακόμη περισσότερο, ωστόσο παρέμεινε πλειοψηφικό με 51%. Τα πράγματα αλλάξαν από το 2004 και μετά. Λίγο πριν από τις εκλογές αποφασίστηκε από το ΜΤΣ η πώληση του πλειοψηφικού πακέτου της Τράπεζας στη γαλλική Societe Generale. Οι Γάλλοι απέκτησε αρχικά το 50,01% και το 2005 το 52,2%. Η πώληση προκάλεσαν πολλές αντιδράσεις. Σε ανακοίνωσή τους οι τότε εργαζόμενοι της Γενικής έκαναν λόγο για ξεπούλημα και κατήγγειλαν «τους αχυράνθρωπους του ΔΣ του ΜΤΣ που πήραν εντολή από την κυβέρνηση να ξεπουλήσουν αντί πινακίου φακής τη Γενική Τράπεζα», όπως αναφερόταν στη σχετική τους ανακοίνωση.
Σταδιακά τα επόμενα χρόνια οι Γάλλοι έγιναν οι απόλυτοι κυρίαρχοι της Τράπεζας. Μέχρι και το 2012, όταν η Γενική, πέρασε από τα χέρια των Γάλλων στον όμιλο της Τράπεζας Πειραιώς. Την περίοδο εκείνη, η Geniki Bank λειτουργoύσε 80 υποκαταστήματα στην Ελλάδα, ενώ στον όμιλο ανήκαν και πέντε θυγατρικές που προσέφεραν εξειδικευμένες τραπεζικές, χρηματοοικονομικές, ασφαλιστικές και άλλες υπηρεσίες.
Η Γενική Τράπεζα ανέπτυξε πλήρη εμπορική δραστηριότητα, παρόμοια με αυτή και των υπολοίπων Τραπεζών. Καταναλωτικά δάνεια, στεγαστικά, πιστωτικές κάρτες ακόμη και επιχειρηματικά δάνεια χορηγήθηκαν σε διαφόρους πελάτες. Με τη μόνη διαφορά ότι όπως αποκαλύπτουμε σημερα αρκετά από τα δάνεια που χορηγήθηκαν σε «μεγάλους» πελάτες αποδείχθηκαν μοιραία για τα οικονομικά της Τράπεζας.
Στο στόχαστρο των οικονομικών εισαγγελέων έχουν μπει μία σειρά από δάνεια τα οποία χορηγήθηκαν από το 1994 μέχρι και το 2004. Μία χρονική περίοδο που η Τράπεζα βρισκόταν υπό δημόσιο έλεγχο και που το ΜΤΣ ήταν ο μεγαλομέτοχος της Γενικής. Με τη μόνη διαφορά ότι σύμφωνα με τις καταγγελίες που έχουν στη διάθεσή μας ορισμένα από τα δάνεια αυτά όχι μόνο δόθηκαν δίχως να υπάρχουν οι απαραίτητες εγγυήσεις αλλά ένα μεγάλο μέρος δεν επιστράφηκε ποτέ.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή μας την δεκαετία αυτή φέρονται να χορηγήθηκαν συνολικά δάνεια ύψους 85,166 εκατ. ευρώ σε 25 εταιρίες περίπου. Από αυτά, σχεδόν τα μισά, δηλαδή τα 47,296 εκατ. ευρώ δεν επεστράφησαν ποτέ.
Πολλές από τις εταιρίες που έλαβαν τα δάνεια αυτά, ήταν από τις πιο κραταιές επιχειρήσεις την δεκαετία 1994-2004. Ορισμένοι από τους ιδιοκτήτες τους διέθεταν τεράστια εξουσία και ισχυρές πολιτικές προσβάσεις και απασχόλησαν το δημόσιο βίο για πολλά χρόνια με τις ενέργειές τους.
Αρκετές από αυτές ήταν εισηγμένες και στο χρηματιστήριο όπου βίωσαν τις «χρυσές» περιόδους της ελληνικής οικονομίας. Είκοσι χρόνια μετά η μεγάλη πλειοψηφία των εταιριών αυτών δεν θυμίζει σε τίποτα την λάμψη του παρελθόντος.
Ορισμένες από αυτές έχουν κλείσει οριστικά, κάποιες άλλες έχουν υπαχθεί στο άρθρο 44 του πτωχευτικού κώδικα, ενώ όσες είχαν εισαχθεί στο χρηματιστήριο παραμένουν υπό αναστολή διαπραγμάτευσης της τιμής των μετοχών τους. Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν μπορεί να προδικάσει την οικονομική πορεία της επιχείρησης δέκα ή ακόμη και είκοσι χρόνια μετά από τη λήψη δανείου. Πόσω μάλλον που στην Ελλάδα το οικονομικό κλίμα άλλαξε άρδην, με αποτέλεσμα τα τελευταία πέντε χρόνια η χώρα να βιώνει μία από τις χειρότερες οικονομικές περιόδους της ιστορίας της. Ωστόσο, το ερώτημα που τίθεται είναι με τι κριτήρια δόθηκαν τα δάνεια αυτά στις επιχειρήσεις. Με τι εξασφαλίσεις και τι εγγυήσεις, καθώς επίσης και κατά πόσο οι όροι με τους οποίους χορηγήθηκαν πληρούσαν τους όρους της τραπεζικής αγοράς την περίοδο εκείνη.
Ο ιδιοκτήτης ΠΑΕ από τη βόρεια Ελλάδα
Μεταξύ των ονομάτων που φιγουράρουν στη λίστα των θαλασσοδανείων της Γενικής είναι και αυτά δύο εταιριών, οι οποίες ανήκαν σε έναν από τους πιο γνωστούς επιχειρηματίες της δεκαετίας του 90 και του 2000. Οι επιχειρηματικές του δραστηριότητες είχαν να κάνουν με τον κλάδο των κατασκευών κυρίως και όχι μόνο.
Ιδιοκτήτης τηλεοπτικού καναλιού, ο συγκεκριμένος επιχειρηματίας επεκτάθηκε και στον χώρο του ποδοσφαίρου, καθώς απέκτησε το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών μεγάλης ιστορικής ΠΑΕ της βορείου Ελλάδος. Άνθρωπος με υψηλές πολιτικές προσβάσεις κατηγορήθηκε σφοδρά από τον Τύπο της εποχής αλλά και πολιτικά πρόσωπα για αγοραπωλησίες ξενοδοχείων αλλά και τις σχέσεις που είχε αναπτύξει με τότε υπουργό και μετέπειτα αρχηγό κόμματος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μαςοι δύο εταιρείες έλαβαν από τη Γενική Τράπεζα δάνεια συνολικού ύψους 6,4 εκατ. ευρώ το 1994. Μέχρι και το 2001, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία και τις καταγγελίες, το ποσό των οφειλών προς τη Γενική παρέμενε σχεδόν το ίδιο, ενώ φέρεται να έχει απομείνει ένα ποσό οφειλής κοντά στα δύο εκατομμύρια.
Ο εν λόγω επιχειρηματίας, είχε το 2009 εμπλοκές και με τη Δικαιοσύνη. Καταδικάστηκε αρχικά για υπεξαίρεση και λίγο μετά συνελήφθη στο εξωτερικό. Ωστόσο τελικά αθωώθηκε στο Εφετείο.
Ο μεγαλοεπιχειρηματίας και οι τέσσερις εταιρίες
Ένα επίσης από τα ονόματα που φιγουράρουν τη λίστα είναι και αυτό κορυφαίου επιχειρηματία και πολιτικού που πλέον δεν βρίσκεται στη ζωή. Πρόκειται για ένα πρόσωπο που ανήκει σε μία από τις πιο γνωστές επιχειρηματικές οικογένειες στην Ελλάδα, με τεράστια ισχύ και πολιτικές προσβάσεις, με γνωστή αλλά διακριτική παρουσία στο δημόσιο βίο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, τέσσερις εταιρίες του ομίλου του φέρονται να έλαβαν το 2001 δάνεια συνολικής αξίας 6 εκατ. ευρώ. Δύο χρόνια μετά το 2003 οι οφειλές άγγιζαν τα 4 εκατ. ευρώ ενώ σήμερα δεν ξεπερνούν τα 3 εκατ. ευρώ. Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα η Τράπεζα έβγαλε σε πλειστηριασμό μία έκταση του επιχειρηματία στην Κηφισιά.
Το κέντρο αδυνατίσματος που φέσωσε το Δημόσιο
Άλλη μία περίπτωση επιχείρησης που έλαβε δάνειο από την Γενική Τράπεζα και παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον είναι και αυτό επιχείρησης που παρείχε υπηρεσίες αδυνατίσματος.
Η επιχείρηση έλαβε το 2001 δάνειο ύψους 2 εκατ. ευρώ, δίχως να υπάρχουν όμως οι απαραίτητες εξασφαλίσεις σύμφωνα με τις καταγγελίες που έχουν στη διάθεσή της η «Α». Μέχρι και το 2003 η οφειλή παρέμεινε η ίδια ενώ ακόμη και σήμερα φέρεται να χρωστά στην Τράπεζα το ίδιο ποσό. Ωστόσο η συγκεκριμένη εταιρία δεν χρωστά μόνο στην Γενική αλλά φέρεται να είναι μία από τις 950 εταιρίες που μπήκαν στο στόχαστρο του ΥΠΟΙΚ το 2011 για χρέη προς το Δημόσιο που ξεπερνούσαν τα 35 εκατ. ευρώ.
Παρόμοια είναι και η περίπτωση ακόμη μίας επιχείρησης, η οποία έλαβε δάνειο 9,314 εκατ. ευρώ το 1994. Δέκα χρόνια μετά και συγκεκριμένα το 2004 οι οφειλές προς τη Γενική ανέρχονταν σε 1,8 εκατ. ευρώ. Δεν ήταν όμως και οι μοναδικές οφειλές, καθώς η εταιρία χρωστούσε και στο Δημόσιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι το όνομα της εταιρίας συμπεριλαμβάνονταν στη λίστα των 6.000 νομικών προσώπων που έδωσε το ΥΠΟΙΚ το 2011 με όσους χρωστούσαν στο ελληνικό δημόσιο.
Σε κάθε περίπτωση η ιστορία με τα δάνεια της Γενικής παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Σε μεγάλο βαθμό δείχνει το πως λειτούργησαν όσοι έλαβαν αποφάσεις τις προηγούμενες δεκαετίες που αφορούσαν χρήματα του ελληνικού λαού.