Κάτι περισσότερο από ασφυκτικός πλέον γίνεται ο κλοιός του χρόνου γύρω από την κυβέρνηση, μετά και τη νέα υποβάθμιση της Ελλάδας από τον Οίκο Moody’s και λίγες μόνο ώρες μετά το σήμα κινδύνου που εξέπεμψε το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, κάνοντας λόγο για υποτροπιασμό της ελληνικής οικονομίας, σχεδόν απευθύνοντας… «έκκληση» στην κυβέρνηση προς άμεση επίτευξη συμφωνίας καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, η επιδείνωση θα είναι «δραματική».
Στην τριμηνιαία του έκθεση το Γ.Π.Β. κρίνει πλέον ως απολύτως επείγουσα μια οριστική λύση, θεωρώντας μάλιστα πως κάτι τέτοιο τώρα είναι περισσότερο εφικτό, καθώς και οι δυο πλευρές έχουν κάνει τις απαραίτητες κινήσεις προσέγγισης.
Απορρίπτοντας κάθε άλλο δρόμο, ξεκαθαρίζει ότι «κατά τη γνώμη του θα ήταν ιστορικό λάθος να βγει η Ελλάδα από την Ευρωζώνη την ώρα που η οικονομική πολιτική στην Ευρωζώνη αρχίζει να αλλάζει σε κατεύθυνση ευνοϊκή για την ίδια τη χώρα».
Προσθέτει, όμως, και κάτι ακόμη πιο σημαντικό ότι «η επίτευξη συμφωνίας είναι δυνατή», καθώς υπάρχει πεδίο συγκλίσεων με τους εταίρους-πιστωτές.
Μάλιστα οι αναλυτές του Γραφείου Προϋπολογισμού κρίνουν, δικαιώνοντας εν μέρει την εκτίμηση της κυβέρνησης, ότι ένα βήμα για συμφωνία με τους εταίρους έγινε στο Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου, με την υπογραφή από τον Υπουργό Οικονομικών της παράτασης της δανειακής σύμβασης στις 27.2.2015 και με την επίσκεψη του πρωθυπουργού στο Βερολίνο στις 24.3.2015.
Οι αναλυτές μιλώντας για τη δυσκολία της διαπραγμάτευσης, επισημαίνουν τους συμβιβασμούς στους οποίους προχώρησε η κυβέρνηση (όπως το προσωρινό πάγωμα κάθε επίσημης συζήτησης για αναδιάρθρωση του χρέους και η αναβολή προγραμματικών υποσχέσεων), «ακολουθώντας σε ορισμένα ζητήματα το δύσβατο δρόμο της διαπραγματευτικής προσαρμογής» προσθέτοντας, ωστόσο, ότι «μένουν πολλά να γίνουν ακόμα για να γεφυρωθεί η απόσταση που τη χωρίζει από τους εταίρους».
Ωστόσο, για τη γεφύρωση της απόστασης δεν αρκούν μόνο οι προσπάθειες της ελληνικής πλευράς, χρειάζονται συμβιβασμοί και καλή διάθεση και από την πλευρά των πιστωτών-θεσμών, συμπληρώνουν οι αναλυτές του Γραφείου, τονίζοντας ότι αρκετά ελληνικά αιτήματα, όπως η αλλαγή μοντέλου ιδιωτικοποιήσεων, η άρνηση πλήρους απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, η άρνηση εφαρμογής υφεσιακών μέτρων (αύξηση ΦΠΑ) κτλ, «έχουν ισχυρή αιτιολόγηση».
«Η επίτευξη συμφωνίας απαιτεί προθυμία για συμβιβασμό και των εταίρων (θεσμών)» τονίζεται στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού.
Από τη μελέτη δεν λείπει βέβαια και η κριτική σε συμπεριφορές και χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης. Στο πλαίσιο αυτό γίνεται αναφορά στη διαπραγματευτική τακτική και στην εποπτεία, κατανοώντας την πρόθεση της κυβέρνησης και τη συμβολική σημασία του να σταματήσουν οι έφοδοι της τρόικας στα υπουργεία και να περιοριστούν οι υπερεξουσίες της, επισημαίνοντας όμως και ότι «η εξέλιξη έδειξε ότι η κυβέρνηση δεν μπορούσε να αποφύγει την εποπτεία από τους θεσμούς όσον καιρό θα είχε ανάγκη τον επίσημο δανεισμό». Ακόμη επισημαίνεται ότι η χώρα βρέθηκε σε τροχιά απόκλισης από τους δυτικούς και τους ευρωπαϊκούς εταίρους.
Αναφορά γίνεται ακόμη και στην «εν πολλοίς ορθή κριτική στην αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης και σε επιμέρους αποφάσεις οικονομικής πολιτικής των οργάνων της ΕΕ (π.χ. για τους όρους της πρώτης δανειακής σύμβασης 2010)» η οποία όμως «δεν πρέπει να συγχέεται στις σημερινές συνθήκες με τα ειδικότερα ελληνικά προβλήματα»».
«Μολονότι» επισημαίνεται στην έκθεση «είναι σημαντικό ότι για πρώτη φορά τόσο πολλοί Έλληνες πολιτικοί επικρίνουν ορισμένες πολιτικές και όψεις της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης και μάλιστα με τεχνοκρατική επάρκεια, η κριτική μόνον εν μέρει μπορεί να συνδεθεί με την τρέχουσα διαπραγμάτευση για το πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας.»
«Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι πέρα από τη δικαιολογημένη κριτική, σήμερα η αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης μεταβάλλεται ήδη και ότι είμαστε η μόνη χώρα που δεν κατάφερε να εξέλθει από την «ομπρέλα» των επίσημων μηχανισμών στήριξης, σε αντίθεση με την Πορτογαλία και την Ιρλανδία (και, όπως φαίνεται, με την Κύπρο στο άμεσο μέλλον). Όσο καιρό η Ελλάδα είναι αποκομμένη από τις αγορές, χρειάζεται τη χρηματοδοτική στήριξη κυρίως των Ευρωπαϊκών θεσμών και αυτή προϋποθέτει συμφωνία πάνω στο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής» τονίζουν οι αναλυτές του Γραφείου.
Η έκθεση υπογράφεται από τους καθηγητές Παναγιώτη Λιαργκόβα (συντονιστή) και τους Πάνο Καζάκο, Σπύρο Λαπατσιώρα, Ναπολέοντα Μαραβέγια, και Μιχάλη Ρηγίνο (μέλη).
ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΙΚΟ MOODY’S
Λίγες μόνο ώρες μετά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης, ο οίκος αξιολόγησης Moody’s προχώρησε στην υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας κατά μία βαθμίαδ, και από Caa1 σε Caa2 ολοκληρώνοντας την αξιολόγηση που είχε αρχίσει στις 6 Φεβρουαρίου 2015. Ο οίκος αξιολόγησης επικαλείται τους εξής βασικούς λόγους για την υποβάθμιση:
Την υψηλή αβεβαιότητα για το εάν η ελληνική κυβέρνηση θα καταλήξει εγκαίρως σε συμφωνία με τους επίσημους πιστωτές, προκειμένου να καλύψει τις επερχόμενες αποπληρωμές χρέους. Τους σημαντικούς κινδύνους στην εφαρμογή ενός νέου μεσοπρόθεσμου προγράμματος χρηματοδότησης, ακόμη και εάν επιτευχθεί συμφωνία, δεδομένης της αδύναμης οικονομίας και του εύθραυστου πολιτικού περιβάλλοντος.
Η αρνητική προοπτική αντανακλά την άποψη της Moody’s ότι η ισορροπία των οικονομικών, χρηματοοικονομικών και πολιτικών κινδύνων στην Ελλάδα κλίνουν προς την αρνητική πλευρά.