Τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει το Εθνικό Σύστημα Υγείας για να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να βελτιωθεί το επίπεδο της παρεχόμενης περίθαλψης των πολιτών είναι πολλά και μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν για τη διόρθωσή τους. Ένα σημαντικό κενό που πρέπει να καλυφθεί είναι η πλήρης ανυπαρξία δομών αποκατάστασης για ασθενείς με ιδιοπαθή πνευμονική ίνωση, καθώς οι απαιτούμενες θεραπείες αποκατάστασης δεν αποζημιώνονται καν από τον ΕΟΠΥΥ.
Tης ΑΛΕΞΙΑΣ ΣΒΩΛΟΥ
Αλλά και σε δομές αποκατάστασης για ασθενείς με πνευμονοπάθεια.
Από την Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρεία, ο αναπληρωτής καθηγητής Πνευμονολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών και του Πανεπιστημίου Yale των ΗΠΑ Αργύρης Τζιβελέκης επισημαίνει ότι οι ασθενείς με ιδιοπαθή πνευμονική ίνωση δεν έχουν δημόσιες δομές στη διάθεσή τους για να μπορέσουν να λάβουν την πρέπουσα φροντίδα αποκατάστασης που απαιτείται ώστε να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής τους.
Η ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση είναι ένα σοβαρό προοδευτικό εξελισσόμενο νόσημα το οποίο μέχρι να αναπτυχθούν οι νεότερες θεραπείες είχε και φτωχή πρόγνωση. Οι δομές αποκατάστασης είναι μία πονεμένη ιστορία στην Ελλάδα, ειδικά οι δημόσιες δομές που «λάμπουν» διά της απουσίας τους.
Η όλη διαδικασία αποκατάστασης που απαιτείται σε πολλά χρόνια νοσήματα για να μπορέσει ο ασθενής να ανακτήσει ένα μέρος της λειτουργικότητάς του και να διατηρήσει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης είναι δύσκολο να γίνει αν δεν υπάρχουν δομές, με υπηρεσίες που καλύπτονται από τον ΕΟΠΥΥ. Στην προκειμένη περίπτωση οι θεραπείες που απαιτούνται δεν είναι καν κοστολογημένες στον ΕΟΠΥΥ! Έτσι η αποκατάσταση έχει καταλήξει να βαραίνει αποκλειστικά τον οικογενειακό προϋπολογισμό, με αποτέλεσμα όσοι έχουν και μπορούν να πληρώνουν ιδιωτικά και όσοι δεν μπορούν να μην έχουν διαθέσιμες υπηρεσίες.
Περιφέρεια
Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα στην πατρίδα μας είναι οι ελλείψεις γιατρών και στα νοσοκομεία των μεγάλων αστικών κέντρων, αλλά κυρίως στην περιφέρεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάποιες ειδικότητες δεν θεωρούνται καθόλου ελκυστικές, με αποτέλεσμα να είναι άφαντες στα νοσοκομεία και θα αναφέρουμε εδώ το παράδειγμα των ρευματολόγων, που είναι αρμόδιοι για να διαγνώσουν τα ρευματολογικά νοσήματα με υψηλή διάδοση στον πληθυσμό, όπως είναι για παράδειγμα η ρευματοειδής αρθρίτιδα.
Παρότι ένας στους 100 ανθρώπους που ζουν ανάμεσά μας θα έρθει αντιμέτωπος με ρευματοειδή αρθρίτιδα στη ζωή του, οι ρευματολόγοι σπανίως μένουν για να εργαστούν στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι φεύγουν στο εξωτερικό, καθότι η αναμονή για να πάρει ένας γιατρός την ειδικότητα φτάνει τα έξι χρόνια. Επιπλέον οι χαμηλοί μισθοί του πρωτοδιοριζόμενου γιατρού στο Εθνικό Σύστημα Υγείας αποθαρρύνει πολλούς νέους γιατρούς μας, οι οποίοι προτιμούν να πάνε στη Γερμανία, τη Γαλλία, τη Δανία ή την Ολλανδία όπου έχουν διπλάσιο ή και τριπλάσιο μισθό.
Όπως επισημαίνει ο ρευματολόγος, στρατιωτικός γιατρός εν αποστρατεία Δημήτρης Καρόκης, πρόεδρος της Ελληνικής Ρευματολογικής Εταιρείας και της Επαγγελματικής Ένωσης Ρευματολόγων Ελλάδας, ολόκληρες πόλεις της Βόρειας Ελλάδας δεν έχουν κανέναν ρευματολόγο, ενώ πολύ χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Κυκλάδων, για τον πληθυσμό των οποίων υπάρχουν μόνο δύο ρευματολόγοι που εργάζονται ως ιδιώτες στη Σύρο.
Οι λίγοι ρευματολόγοι που εργάζονται σε αρκετές περιφέρειες της χώρας μας προτιμούν να απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα και είναι ακόμα πιο δυσεύρετοι στα νοσοκομεία. Η έλλειψη αυτών των γιατρών καθιστά πιο δύσκολη τη διάγνωση του νοσήματος, με τους ειδικούς να θυμίζουν ότι σε όλα τα ρευματικά νοσήματα, και ειδικότερα στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, η ζημιά στις αρθρώσεις γίνεται μέσα στον πρώτο χρόνο και για αυτό είναι πολύ σημαντικό να γίνει έγκαιρα η σωστή διάγνωση και να ξεκινήσει την κατάλληλη θεραπεία ο ασθενής.
Παιδιά και έφηβοι
Μία άλλη πονεμένη ιστορία αφορά τα παιδιά και τους έφηβους με νεανική ρευματοειδή αρθρίτιδα και άλλες ρευματοπάθειες που πλήττουν τις μικρές ηλικίες. Για τις παιδορευματοπάθειες τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα, καθώς υπάρχουν όλα κι όλα τρία κέντρα στην Ελλάδα. Το πρώτο είναι μέσα στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία» στου Γουδή, το δεύτερο στο «Ιπποκράτειο» Θεσσαλονίκης και το τρίτο στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Από εκεί και πέρα, το χάος.
Η σημασία της καλής σχέσης του γιατρού με τον ασθενή αναδεικνύεται μέσα από τα λόγια του προέδρου της Ελληνικής Ρευματολογικής Εταιρείας, Δημήτρη Καρόκη, ο όποιος εξηγεί ότι στα περισσότερα χρόνια αυτοάνοσα, προοδευτικά εξελισσόμενα και εκφυλιστικά νοσήματα όπως είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα, αυτό που θεραπεύει δεν είναι μόνο του το φάρμακο, αλλά η θεραπευτική μας σχέση με τον γιατρό. Το προσυπογράφουν από τη μεριά των συλλόγων ασθενών η Κατερίνα Κουτσογιάννη, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων ασθενών, γονέων, κηδεμόνων και φίλων παιδιών με ρευματικά νοσήματα «Ρευμαζήν», και η Αθανασία Παππά, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Αντιρρευματικού Αγώνα (ΕΛΕΑΝΑ). Οι δυο εκπρόσωποι των ασθενών προσθέτουν ότι τα χρόνια νοσήματα σαν τη ρευματοειδή αρθρίτιδα δεν έχουν δυνατότητα ίασης και προϋποθέτουν ότι ο ασθενής θα λαμβάνει φάρμακα για μια ολόκληρη ζωή και θα πρέπει σε τακτά χρονικά διαστήματα να κάνει και κάποιες εξετάσεις.
Όπως λέει η Κατερίνα Κουτσογιάννη, «στην περίπτωση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας και άλλων χρόνιων παθήσεων θέλουμε να πετύχουμε ‘‘ύφεση’’, μία λέξη που έχει κακό νόημα όταν τη χρησιμοποιούμε για την οικονομία, αλλά εξαιρετικά αισιόδοξο νόημα όταν μιλάμε για νοσηρότητα. Θέλουμε λοιπόν μια θεραπευτική μακροπρόθεσμη σχέση ασθενούς και γιατρού, ώστε να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό θεραπευτικό αποτέλεσμα».