Το μέγεθος του μνημείου, τα πλούσια και μοναδικά ευρήματα αλλά και η ένταση των συζητήσεων που έχει πυροδοτήσει καθιστούν την ανασκαφή στον λόφο Καστά κυριολεκτικά μοναδική και άνευ προηγουμένου, ακόμη και σε διεθνές επίπεδο.
Η πρακτική σκοπιμότητα, η χρήση για την οποία ανεγείρεται είναι απλώς μια πρόφαση για κάθε οικοδόμημα – και αυτό ισχύει εδώ και χιλιάδες χρόνια. Ιδιαίτερα οι ναοί και τα μαυσωλεία, ανεξαρτήτως εποχής, από τον αλλόκοτο προϊστορικό τύμβο του Νιουγκρέιντζ στην Ιρλανδία έως το νεκρικό μνημείο του Μάο Τσετούνγκ στο Πεκίνο χτίστηκαν για να προκαλέσουν δέος, να υποβάλουν ένα ορισμένο συναίσθημα κατωτερότητας στις μάζες και να επιβάλουν το μεγαλείο του νεκρού εις το διηνεκές.
Ο τύμβος Καστά της Αμφίπολης δεν εξαιρείται από αυτή την τάση μετατροπής ενός ταφικού μνημείου σε μέσο διαρκούς μετάδοσης ενός συγκεκριμένου μηνύματος. Και ακριβώς επειδή εκείνος που παράγγειλε την κατασκευή του δεν θα ικανοποιούνταν εάν δεν άγγιζε το μέγιστο, στον τάφο του λόφου Καστά εντοπίζονται κάποια πρωτοφανή χαρακτηριστικά που τον καθιστούν μοναδικό – και όχι μόνο για τον μακεδονικό ή τον ελληνικό χώρο.
Τι καθιστά τον Τύμβο μνημείο παγκοσμίου ενδιαφέροντος
Καταρχάς είναι οι πελώριες, φαραωνικές διαστάσεις του που οδηγούν στον αυτονόητο, πλην έμμεσο συλλογισμό ότι σε ένα τεράστιο μνημείο δεν μπορεί παρά να αναπαύονται γίγαντες. Σε έναν τεχνητό γήλοφο με περίμετρο μισού χιλιομέτρου και διάμετρο σχεδόν 160 μέτρων δυσκολεύεται πολύ να φανταστεί κανείς τι είδους υπόγεια διαρρύθμιση χώρων θα μπορούσε να δικαιολογήσει πρακτικά το θεόρατο του μεγέθους. Οπως και να ’χει, ο τάφος Καστά συγκαταλέγεται ήδη ανάμεσα στα μεγαλύτερα σε έκταση ταφικά μνημεία του κόσμου.
Ο άνθρωπος που τον 4ο π.Χ. αιώνα δεν λυπήθηκε τα χρυσά του τάλαντα προκειμένου να δημιουργήσει έναν τύμβο ο οποίος δεν θα συγκρινόταν με κανέναν άλλον δεν πισωπάτησε φοβούμενος ότι η επίδειξη χλιδής θα προκαλέσει το δημόσιο αίσθημα. Απεναντίας, ήταν αυτός που απαίτησε ο τάφος να διακοσμηθεί με την αφρόκρεμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, εξ ου και ενσωματώθηκαν μοτίβα τα οποία ήταν μεν γνωστά προηγουμένως από την αρχαιοελληνική καλλιτεχνική παράδοση, ποτέ πριν όμως δεν είχαν συνυπάρξει όλα μαζί και σε τόσο μεγάλη κλίμακα: σφίγγες, Καρυάτιδες, ο Λέων της Αμφίπολης, καθώς και τα επόμενα, άγνωστα επί του παρόντος αλλά ενδεχομένως θαυμαστά έργα, τα οποία πιθανότατα θα αναδυθούν σύντομα μέσα από το κοκκινωπό χώμα του τάφου.
Πρωτοφανές για τύμβο είναι όμως και το κοσμοπολίτικο πνεύμα που διαπνέει τα έως τώρα ευρήματα – ή ακόμη και τη μέθοδο που επελέγη για την αυτοπροστασία του από τους εισβολείς, δηλαδή η αιγυπτιακή ταφική τεχνική της αμμώδους επιχωμάτωσης. Το ότι οι Μακεδόνες δεν είχαν αναπτύξει μια αυτόφωτη καλλιτεχνική τεχνοτροπία και ως την παρακμή και πτώση της αυτοκρατορίας τους φημίζονταν περισσότερο για τα επιτεύγματά τους στην τέχνη του πολέμου παρά στην αρχιτεκτονική ή τη γλυπτική δεν θα μπορούσε να πτοήσει τον χορηγό και «ιδιοκτήτη» του τάφου της Αμφίπολης. Εάν οι συμπατριώτες του δεν ήταν άξιοι να συναγωνιστούν σε επιδεξιότητα τους καλύτερους γλύπτες της εποχής αποδίδοντας τις πτυχώσεις των χιτώνων που φορούσαν οι Καρυάτιδες, απλώς προσελήφθησαν οι άριστοι για να εκτελέσουν τη δουλειά, ανεξαρτήτως εάν προέρχονταν από την Αθήνα ή την Πάρο. Ολοι έπρεπε να εργαστούν για ένα απαράμιλλο αποτέλεσμα.
Ωστόσο, οι πρωτοτυπίες που καθιερώνονται με την ανασκαφή στον λόφο Καστά, σε ό,τι αφορά τη σύγχρονη εποχή, έχουν να κάνουν με τη στενή, διαρκή παρακολούθηση της προόδου των εργασιών από τεράστιες μάζες ανθρώπων. Η κρυπτική φρασεολογία των επίσημων ανακοινώσεων ελάχιστα πτοεί το κοινό που επιθυμεί διακαώς να μάθει, να μπει -εάν αυτό θα ήταν ποτέ δυνατόν- μαζί με τους αρχαιολόγους στους σκοτεινούς θαλάμους του τάφου. Και είναι ακριβώς η ενημέρωση στους ιλιγγιώδεις ρυθμούς του Διαδικτύου που διογκώνει το θέμα «Αμφίπολη», εκτοξεύει την ανακύκλωση ανυπόστατων εκτιμήσεων, ψιθύρων και σεναρίων συνωμοσίας, αλλά και καθιστά άνευ προηγουμένου τις αποκαλύψεις στα σπλάχνα του λόφου Καστά.