Το σκεπτικό ότι η κατάργηση της ΕΡΤ έγινε, πέραν των δημοσιονομικών λόγων, με σκοπό να ιδρυθεί νέος φορέας δημόσιας τηλεόρασης, σύμφωνα με το νόμο 4173/2013, επικράτησε τελικά ως άποψη στο Συμβούλιο της Επικρατείας, σε σχέση με τη θέση της μειοψηφίας, σύμφωνα με την οποία «ο νομοθέτης δεν επιτρέπεται να καταργήσει το φορέα της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και δη επ΄ αόριστον». Οι δέκα σύμβουλοι Επικρατείας που είχαν διαφορετική άποψη μιλούν και για την «επικρατούσα τάση» όπου «επιτυγχάνεται η πλήρης χειραγώγηση των πολιτών και η μετατροπή τους σε απλούς καταναλωτές πληροφοριών και μηνυμάτων».
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με πλειοψηφία 15 υπέρ και 10 κατά έκρινε και μη αντίθετο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) το «μαύρο» που έπεσε στην ΕΡΤ τον περασμένο Ιούνιο, ενώ παράλληλα οι σύμβουλοι Επικρατείας αποφάνθηκαν ότι απολύσεις των 2.915 εργαζομένων στην ΕΡΤ δεν υπάγονται στο νόμο για τις ομαδικές απολύσεις.
Η κρίση της πλειοψηφίας, που επικράτησε τελικά, δημοσιεύθηκε μόλις δύο ημέρες πριν της Ευρωεκλογές με την υπ΄ αριθμ. 1901/2014 απόφασή της με την οποία απορρίπτεται η αίτηση της «Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Προσωπικού Επιχειρήσεων Ραδιοφωνίας – Τηλεόρασης» (ΠΟΣΠΕΡΤ) και του πρόεδρου της Παναγιώτη Καλφαγιάννη. Από τους δικαστές απορρίφθηκαν όλοι οι ισχυρισμοί της ΠΟΣΠΕΡΤ ως αβάσιμοι.
Η πολυσέλιδη απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, αναφέρει ότι από τον Ιούλιο του 2011, σύμφωνα με το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδος, οι σταθμοί δημόσιας τηλεόρασης περιελήφθησαν στον σχεδιασμό κατάργησης, συγχώνευσης ή εξυγίανσης «μη απαραίτητων δημοσίων φορέων»». Οι σύμβουλοι Επικρατείας αποφάνθηκαν ότι από τις Συνταγματικές επιταγές (άρθρο 15) «δεν προκύπτει ότι επιβάλλεται η λειτουργία δημόσιου φορέα ραδιοτηλεοράσης». Ο νομοθέτης, σημειώνεται στην δικαστική απόφαση, «έχει την ευχέρεια, συνεκτιμώντας την οικονομική δυνατότητα του κράτους σε κάθε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, να επιλέξει αν, με κριτήριο την αποτελεσματική εφαρμογή των συνταγματικών επιταγών για την ραδιοτηλεόραση, είναι αναγκαίο και δυνατό να ιδρυθεί δημόσιος φορέας ραδιοτηλεόρασης».
Πάντως, προσθέτουν οι δικαστές, «σε περίπτωση κατά την οποία επιλεγεί η ίδρυση δημόσιου φορέα ραδιοτηλεόρασης, σύμφωνα με το Σύνταγμα αυτός επιβάλλεται να έχει πλουραλιστική δομή, να οργανώνεται με τρόπο που αποτρέπει κυβερνητικές και κομματικές επιρροές και λειτουργεί αυστηρά με βάση της αρχές της αντικειμενικότητας, της αμεροληψίας και της πολυφωνίας».
Η μειοψηφία πάντως, που αποτελείται από δέκα σύμβουλοι Επικρατείας, υποςτήριξαν ότι η κατάργηση της ΕΡΤ και των θυγατρικών της προσκρούει στο άρθρο 15 του Συντάγματος, καθώς «ο νομοθέτης δεν επιτρέπεται να καταργήσει το φορέα της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και δη επ΄ αόριστον». Μάλιστα, προσθέτουν οι δέκα «η υποχρέωση αυτή του νομοθέτη, συναπτόμενη και με την τήρηση της αρχής της συνεχούς λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας, καθίσταται ακόμη εντονότερη στην προκειμένη περίπτωση, λόγω του ότι οι ιδιωτικοί φορείς ραδιοτηλεόρασης λειτουργούν παρανόμως μέχρι σήμερα με την ανοχή της Πολιτείας».
Σε άλλο σημείο η μειοψηφία αναφέρει ότι «με βάση την ήδη εικοσαετή λειτουργία της ιδιωτικής τηλεόρασης στην Ελλάδα, αλλά και με βάση τα διεθνή δεδομένα, οι ιδιωτικοί αυτοί φορείς προσφέρουν συχνά ένα πολύ χαμηλού επιπέδου ραδιοτηλεοπτικό προϊόν, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου είναι ο εύκολος εντυπωσιασμός η πολιτική ένδεια και η αύξηση με κάθε δυνατό τρόπο της ακροαματικότητας, σε βάρος της ποιότητας και της αντικειμενικότητας, αλλά και της νηφαλιότητας της παρεχόμενης πληροφόρησης». Συνεχίζουν οι 10 σύμβουλοι Επικρατείας, ότι «με την επικρατούσα μάλιστα τάση δημιουργίας όλο και περισσότερο μονοπωλιακών καταστάσεων στον χώρο επιτυγχάνεται η πλήρης χειραγώγηση των πολιτών και η μετατροπή τους σε απλούς καταναλωτές πληροφοριών και μηνυμάτων».
Μάλιστα, υπογραμμίζει η μειοψηφία, «η αναγκαιότητα της υποχρεωτικής κατά το Σύνταγμα ύπαρξης μιας τέτοιας δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας έχει μάλιστα καταστεί σήμερα ακόμη πιο έντονη απ΄ ότι κατά τον χρόνο θεσπίσεως της επίμαχης, διότι με την λειτουργία του διαδικτύου, το οποίο κατά κοινή πείρα διακινεί πάσης φύσεως πληροφορίες, απόψεις, ακόμη και τις πιο αντίθετες στις αξίες του ανθρώπου και στις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος και ειδήσεις κακόβουλες προδήλως ανακριβείς ή παραπλανητικές, έχει δημιουργηθεί σε πολλούς πολίτες πλήρη σύγχυση οφειλόμενη στην αδυναμία κριτικής αξιολόγησης και ταξινόμησης αυτής της πλημμυρίδας πληροφοριών».