Ότι η άμεση ολοκλήρωση της Α’ αξιολόγησης και η έγκαιρη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων συνιστούν τον ακρογωνιαίο λίθο για την επιστροφή της Ελλάδας στην οικονομική και χρηματοπιστωτική κανονικότητα, διεμήνυσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, κατά την ομιλία του στο Ελληνο-Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο.
Όπως εξήγησε, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών αλλά και στη λειτουργία του δημόσιου τομέα, θα οδηγήσει σε αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης, βελτίωση της συνολικής παραγωγικότητας και μεγέθυνση της εξαγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας, καθιστώντας διατηρήσιμη την υποχώρηση των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Ταυτόχρονα, συνέχισε ο ίδιος, με την υλοποίηση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και η ταχεία προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων είναι τα ισχυρότερα μέσα όχι μόνο για την τόνωση της επενδυτικής δραστηριότητας και την επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης, αλλά και για την επίτευξη διατηρήσιμης δημοσιονομικής προσαρμογής, αφού θα συμβάλουν και στην αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους.
Σε ό,τι αφορά στον τραπεζικό κλάδο, ο κ. Στουρνάρας επανέλαβε ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αποτελούν τη σημαντικότερη πρόκληση για το τραπεζικό σύστημα. «Η αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, όχι μόνο θα ελαφρύνει το βάρος για τους δανειολήπτες που θα συνεργαστούν, αλλά και θα επιτρέψει στις τράπεζες να απελευθερώσουν κεφάλαια τα οποία είναι δεσμευμένα σε δάνεια που είναι απίθανο να αποπληρωθούν», πρόσθεσε ο διοικητής της ΤτΕ.
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα κεφάλαια αυτά θα μπορούσαν να κατευθυνθούν στις πιο δυναμικές και εξωστρεφείς επιχειρήσεις, συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στη συνολική αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ των κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα την άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας και του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης.
Καταλήγοντας, ο κ. Στουρνάρας εκτίμησε ότι η ελληνική οικονομία έχει την δυνατότητα και την προοπτική να επανέλθει σε ανοδική τροχιά το 2016 παρά την αύξηση των διεθνών κινδύνων και αβεβαιοτήτων, και παρά τη μεταφερόμενη (carry-over) αρνητική επίπτωση του 2015.
Ωστόσο, έσπευσε να διευκρινίσει, αυτό εξαρτάται από την υλοποίηση των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η ελληνική κυβέρνηση στο πλαίσιο του νέου προγράμματος, αλλά και από την άμεση ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης.