Η εισαγγελική πρόταση για απαγόρευση του φιλοκουρδικού κόμματος HDP εξαιτίας των σχέσεων που κατηγορείται ότι διατηρεί με το κουρδικό ένοπλο αντάρτικο, με τις απειλές και φυλακίσεις σημαντικών στελεχών του (σε συνδυασμό με τις αεροπορικές επιδρομές εναντίον των Κούρδων στη Συρία), αλλά και η αποχώρηση από την ευρωπαϊκή συνθήκη για την αποτροπή της βίας κατά των γυναικών (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης) είναι οι τελευταίες κινήσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν που ανησύχησαν όχι μόνο την Ευρώπη αλλά και την Αμερική, καθώς βλέπουν πως ο Τούρκος πρόεδρος συνεχίζει με αμείωτο ρυθμό την πολιτική εντάσεων, τόσο στο εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό.
Του Νίκου Βασιλειάδη
• Αποχωρεί από τη σύμβαση για τη βία κατά των γυναικών κερδίζοντας τα ευμενή σχόλια από μουσουλμανικές αδελφότητες. • Δημιουργεί κρίσεις για να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να ανατρέψει το εις βάρος του κλίμα
Βέβαια, ένα πιο έμπειρο μάτι θα μπορούσε εύκολα να διαπιστώσει πως τα δύο αυτά νέα διεθνή, αλλά και εσωτερικά, πλήγματα του προέδρου της Τουρκίας δεν είναι εντελώς ξεκομμένα από την οικονομική και υγειονομική κατάσταση της χώρας, που έχει προκαλέσει μια άνευ προηγουμένου δυσαρέσκεια στην κοινή γνώμη κάτι που αποτυπώνεται και στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, οι οποίες δείχνουν μείωση της δημοτικότητας του κυβερνώντος κόμματος. Ο Τούρκος πρόεδρος, λοιπόν, δεν κάνει τίποτε το διαφορετικό από αυτό που συνήθιζε. ∆ημιουργεί κρίσεις για να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να ανατρέψει το εις βάρος του κλίμα.
∆ημοτικότητα
Για να αυξήσει τη δημοτικότητά του, ο Ερντογάν στηρίζεται σε δύο πόλους. Ο ένας είναι το ακροδεξιό Κόμμα εθνικιστικής δράσης (ΜΗΡ), που είναι σφοδρά αντικουρδικό και ο άλλος είναι τα πιο συντηρητικά στρώματα του εκλογικού σώματος. Βγάζοντας, λοιπόν, εκτός Νόμου το φιλοκουρδικό κόμμα της ∆ημοκρατίας των Λαών (HDP), το οποίο αποτέλεσε το «κλειδί» στις δημοτικές εκλογές του 2019 στηρίζοντας σε ορισμένες κρίσιμες πόλεις, αφού δεν κατέβασε δικούς του υποψηφίους, το αντιπολιτευόμενο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα CHP, επιδιώκει να διασφαλίσει τη νίκη στις επόμενες εκλογές. Εξάλλου, πάντα ο μεγάλος φόβος του ΑΚΡ είναι μια εκλογική συμμαχία, έστω και άτυπη, ανάμεσα στο ΗDP και το σοσιαλδημοκρατικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα.
Και για να διασφαλίσει πως θα έχει μαζί του τις ψήφους των συντηρητικών αποχωρεί από τη σύμβαση για τη βία κατά των γυναικών, κερδίζοντας τα ευμενή σχόλια από τις μουσουλμανικές αδελφότητες.
Την ίδια στιγμή, βέβαια, δυσαρεστεί ένα άλλο κομμάτι της εκλογικής του βάσης, τους νέους και τις γυναίκες και πιθανόν ένα μέρος των ψηφοφόρων του AKP, περιλαμβανομένων των γυναικών που φορούν μαντήλα, οι οποίες δεν είναι αντιφεμινίστριες αλλά πιστεύει πως τα κέρδη από αυτή του την κίνηση θα είναι μεγαλύτερα από ένα αμφιλεγόμενο ποσοστό που δεν θα τον προτιμήσει για αυτή του την επιλογή, την οποία μάλιστα σπεύδει να δικαιολογήσει υποστηρίζοντας πως η απόφασή του δεν έχει σχέση με τη βία κατά των γυναικών, αλλά με τις διατάξεις της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης που παρερμηνεύονται και δίνουν δικαιώματα στους ομοφυλόφιλους .
Η Τουρκία παρότι ήταν η πρώτη που υπέγραψε τη Σύμβαση, επικυρώνοντάς την με νομοσχέδιο «για την πρόληψη της βίας κατά των γυναικών και την προστασία της οικογένειας» ποτέ δεν έπαψε να φρονεί ότι η Σύμβαση κλονίζει «τα έθιμα και τις παραδόσεις» της κοινωνίας. Εκτός των υπερσυντηρητικών πολιτικών δυνάμεων, στην Τουρκία πάντα υπάρχουν κοινωνικοί κανόνες που λειτουργούν ως τροχοπέδη στην πλήρη αναγνώριση των ίσων δικαιωμάτων των δύο φύλων. Σε μια χώρα που διατηρεί πατριαρχικές παραδόσεις και θρησκευτικά πρότυπα, οι αυστηροί και αντιληπτοί ρόλοι των φύλων είναι υπεύθυνοι για την ενθάρρυνση της ατιμωρησίας των δραστών και για την αποθάρρυνση των θυμάτων από την αναφορά βίας.
Μολονότι η Τουρκία επικύρωσε τη Σύμβαση, ακτιβίστριες για τα δικαιώματα των γυναικών καταγγέλλουν ότι η Σύμβαση ποτέ δεν κατόρθωσε να ενσωματωθεί επαρκώς στο τουρκικό δίκαιο, με τα τουρκικά δικαστήρια, ταυτοχρόνως, να παραβιάζουν σε πολυάριθμες περιπτώσεις άρθρα της Σύμβασης κυρίως το άρθρο 3, το οποίο ορίζει θεμελιώδεις έννοιες όπως: «φύλο», «ενδοοικογενειακή βία», «θύμα», «γυναίκες».
Τι κάνει, λοιπόν, ο Ερντογάν; Είναι φανερό πως προσπαθεί με τις κινήσεις του αυτές να «στρώσει» τον δρόμο με νέους συσχετισμούς που θα του χρησιμεύσουν στις εκλογές του 2023. Και φυσικά δεν θα μπορούσε επ ουδενί να διανοηθεί να τις χάσει, από τη στιγμή που σε περίπτωση ήττας το ενδεχόμενο να οδηγηθεί στη ∆ικαιοσύνη και να απολογηθεί για πλουτισμό και διαφθορά είναι πάρα πολύ πιθανόν.
Ωστόσο, το μεγάλο πρόβλημά του που δεν βρίσκει ακόμη λύση είναι η τουρκική οικονομία, η οποία παρά τις σπασμωδικές και αγωνιώδεις προσπάθειές του με την καρατόμηση του προέδρου της Κεντρικής Τράπεζας και τη συνεχόμενη υποτίμηση της λίρας σε συνδυασμό με τις φήμες για ανασχηματισμό συνεχίζουν να προκαλούν κλυδωνισμούς και λαϊκή δυσαρέσκεια. Στην Τουρκία σήμερα η τιμή του ψωμιού, η οποία έχει αυξηθεί κατακόρυφα, συμβολίζει τη βαθιά οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα και απειλεί την κυριαρχία του Τούρκου προέδρου στο πολιτικό σκηνικό. Οι κοινωνικές αντιδράσεις, τόσο για τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης όσο και για τον αυταρχικό χαρακτήρα της διακυβέρνησης Ερντογάν, εκφράζονται ποικιλοτρόπως όπως δείχνουν οι δυναμικές αντιδράσεις των φοιτητών στις πρόσφατες προσπάθειες ελέγχου των πανεπιστημίων.
Μέσα σε αυτό το κλίμα πολιτικής αμφισβήτησης, οικονομικής κρίσης και κοινωνικής αναταραχής ο Τούρκος πρόεδρος νιώθει πιεσμένος και από τις εξελίξεις στο διεθνές και περιφερειακό πεδίο με αποτέλεσμα να αντιδρά σπασμωδικά και να εγκαταλείπει, κατά διαστήματα, τον πραγματισμό. Η εκλογή Μπάιντεν στις ΗΠΑ και η καθυστέρηση στην ανάπτυξη νέων καναλιών επικοινωνίας Αγκυρας – Ουάσιγκτον προκαλεί αμηχανία στον Ερντογάν. Την ίδια ώρα, το «Σύνδρομο των Σεβρών», η αίσθηση ότι οι γείτονες της Τουρκίας θέλουν να την αποκλείσουν από περιφερειακές συνεργασίες και η εντύπωση ότι παίκτες, όπως το Ισραήλ, παίζουν ένα διπλό εξοπλιστικό παιχνίδι με την Τουρκία και την Ελλάδα εκνευρίζουν τον Τούρκο πρόεδρο που θα πρέπει αναγκαστικά να γίνει πιο μετριοπαθής, τουλάχιστον ως προς την Ευρώπη αν θέλει να πορευθεί με κάποια σιγουριά στις επερχόμενες εκλογές.
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί