Η ερώτηση του ΣΥΡΙΖΑ για την υπόθεση Novartis έχει αποδέκτη τον υπουργό Δικαιοσύνης, Κώστα Τσιάρα
Επίκαιρη ερώτηση προς τον υπουργό Δικαιοσύνης κατέθεσε ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος της Κοινοβολευτικής Ομάδς ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία Γιάννης Ραγκούσης με θέμα:
Πειθαρχικός έλεγχος για την παραπλάνηση της κοινής γνώμης από ανώτατες δικαστικές πηγές σε σχέση με την κατάρρευση της δήθεν «σκευωρίας Novartis»
Ο βουλευτής της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης επισημαίνει:
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ
- Πάτρα – Αποκάλυψη: «Πέφτει σε αντιφάσεις, στερείται συναισθήματος, αναξιόπιστη…» – Καταπέλτης για την Πισπιρίγκου το πόρισμα της ψυχολόγου
- Πάτρα: Η Δήμητρα Πισπιρίγκου κατέθεσε ότι είδε αίμα στο στόμα της Ίριδας (αποκάλυψη-σοκ)
- Πάτρα – Αποκλειστικό : Στον Νίκο Καρακουκη ο πειθαρχικός έλεγχος των ιατροδικαστών Μαλένας και Ίριδας
Η πλήρης ανατροπή της δήθεν «σκευωρίας Νοβάρτις» και με αμετάκλητη δικαστική επικύρωση είναι ένα αδιαμφισβήτητο και συνταρακτικό πολιτικό γεγονός. Μετά το βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου του Ειδικού Δικαστηρίου δικαιώθηκαν απολύτως οι καταγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ ότι Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ -ΚΙΝΑΛ διέστρεψαν την αλήθεια ως προς το σκάνδαλο Νοβάρτις με σκοπό να αποκρύψουν αυτή την κορυφαία υπόθεση διαφθοράς και να την εμφανίσουν ως ένα δήθεν οργανωμένο σχέδιο εκτροπής και πολιτικής επιβολής, μέσω παρεμβάσεων στη Δικαιοσύνη και μέσω παραβιάσεων βασικών αρχών του δημοκρατικού κράτους δικαίου. Η ιστορία αυτή εξυπηρετούσε απολύτως τη συγκρότηση ενός «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μετώπου, τη δυσφήμηση ενός κόμματος δημοκρατικών και κοινωνικών αγώνων και την δημιουργία μιας επίφασης δημοκρατικότητας του καθεστώτος Μητσοτάκη σε σύγκριση με τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Οι βασικοί εμπνευστές και ενδιαφερόμενοι αυτής της υπόθεσης έχουν περιπέσει εδώ και ημέρες σε μια εκκωφαντική σιωπή. Ουδεμία συγγνώμη για τις απόπειρες κατατρομοκράτησης δικαστικών λειτουργών και μαρτύρων και εν γένει παρέμβασης στη Δικαιοσύνη που οι ίδιοι έκαναν. Ουδεμία έκφραση αποτροπιασμού για το κυνηγητό που εξαπέλυσαν κατά εισαγγελέων που τόλμησαν να ελέγξουν τη διαφθορά και βρέθηκαν να καρατομούνται με φωτογραφικές διατάξεις εν μία νυκτί. Ουδεμία παραδοχή λάθους για το ότι κυνήγησαν και προσπάθησαν να αποκαλύψουν την ταυτότητα προστατευομένων μαρτύρων, που αποκαλούσαν «κουκουλοφόρους», τη στιγμή που με όσα είχαν καταγγείλει είχαν εκτεθεί σε κίνδυνο αντιποίνων από τα πλοκάμια της διαφθοράς.
Όλα τα παραπάνω εξηγούν γιατί τη βραδιά που ολοκληρώθηκε η σύνταξη του βουλεύματος του δικαστικού συμβουλίου, διέρρευσαν στη δημοσιότητα πληροφορίες εντελώς αντίθετες από αυτές που ξέρουμε σήμερα. Διέρρευσε ότι δήθεν ο πρώην αναπληρωτής υπουργός δικαιοσύνης κ. Δημ. Παπαγγελόπουλος και η πρώην επικεφαλής της εισαγγελίας εγκλημάτων διαφθοράς κ. Ελ. Τουλουπάκη παραπέμπονταν για σκευωρία κατά 10 πολιτικών προσώπων αντιπάλων του ΣΥΡΙΖΑ. Η διαρροή αυτή κατέλαβε όλο τον ελεύθερο ειδησεογραφικό χώρο και σχεδόν για μια ημέρα διαμόρφωσε αντίστοιχες αντιλήψεις στο κοινό.
Ακόλουθα αποκαλύφθηκε από έμπειρους συντάκτες του δικαστικού ρεπορτάζ, όπως η Ιωάννα Μάνδρου και ο Τάσος Τέλλογλου, ότι «ανώτατες δικαστικές πηγές» ήταν που διέρρευσαν την ψευδή πληροφορία. Εξάλλου, το σύνολο του Τύπου δημοσίευσε αυτές τις πληροφορίες. Επιβεβαιώνεται έτσι ότι η πηγή τους ήταν μία και κεντρική. Όπως διατυπώθηκε από την προαναφερόμενη δημοσιογράφο, επρόκειτο για «οργανωμένη παραπληροφόρηση», που δεν οφειλόταν σε αφέλεια ή λάθος, αλλά ενδεχομένως είχε πολιτικά κίνητρα.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι ανώτατη πηγή μέσα στο ανώτατο δικαστήριο εντάχθηκε σε ένα πολιτικό σχέδιο διασποράς fake news με σκοπό να διευκολυνθεί η πολιτική διαχείριση του τεράστιου φιάσκου που έπαθε στην πραγματικότητα η κυβέρνηση, βάσει των δικαστικών εξελίξεων, κατά το άμεσο και ειδησεογραφικά σημαντικότερο χρονικό διάστημα μετά το συμβάν.
Όμως, ενώ μια τέτοια πρακτική θα έπρεπε να έχει προκαλέσει άμεσα τα αντανακλαστικά του πειθαρχικώς υπεύθυνου για τον έλεγχο αυτής της κατάστασης, αφού συνιστά ξεκάθαρη περίπτωση πειθαρχικού παραπτώματος, που απάδει του ρόλου και της αξιοπρέπειας ενός δικαστικού λειτουργού, που δεν επιτρέπεται να κοροϊδεύει τον ελληνικό λαό, έκτοτε έχουν ήδη παρέλθει αρκετές ημέρες χωρίς καμία σχετική κίνηση. Είναι, μάλιστα, γνωστό ότι ο μόνος που μπορεί να διώξει πειθαρχικά ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς είναι, δυνάμει του άρθρου 99 του ν. 4938/2022, ο ίδιος ο Υπουργός Δικαιοσύνης.
Αυτό σημαίνει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι ακόμη πιο βαρύ και επικίνδυνο για τους πολιτικούς και δικαστικούς θεσμούς της χώρας, δηλ. μπροστά στο φαινόμενο ενός ασφυκτικού εναγκαλισμού μεταξύ ορισμένων εκπροσώπων τους, αφού η ολιγωρία άσκησης πειθαρχικής δίωξης δίνει την εικόνα συγκάλυψης των ευθυνών που έχουν συγκεκριμένοι δικαστικοί λειτουργοί που διέπραξαν αυτή την αντιδεοντολογική διαρροή ψευδών ειδήσεων και παράλληλα ενισχύει την αίσθηση ότι η κυβέρνηση που ευνοήθηκε από αυτή προστατεύει σε αντάλλαγμα όσους την εξυπηρέτησαν υποπίπτοντας σε αυτό το βαρύ παράπτωμα.
Κατόπιν τούτων, ερωτάται ο κ. Υπουργός:
- -Γιατί δεν έχει ασκήσει ακόμη την αρμοδιότητά του να κινήσει τον πειθαρχικό έλεγχο σε σχέση με τους δικαστικούς λειτουργούς που ενεπλάκησαν στην υπόθεση των παραπλανητικών διαρροών;
- -Ερωτήθηκε η κα Πρόεδρος του Αρείου Πάγου αν γνωρίζει ποιοι ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί είχαν πρακτικά τη δυνατότητα και έπαιξαν πράγματι τον ρόλο κεντρικής πηγής παραπληροφόρησης του ελληνικού λαού σε σχέση με το βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου του Ειδικού Δικαστηρίου;