Και ξαφνικά, με αφορμή τις εθνικές εκλογές του 2023, το μυστικό στα πέριξ και τους γνωρίζοντες τα της περιοχής της Θράκης κοινοποιήθηκε σε όλους πια, πως το τουρκικό προξενείο επηρεάζει σημαντικό τμήμα της (μουσουλμανικής) μειονότητας και ότι είναι σε θέση να κατευθύνει μέρος της μειονοτικής ψήφου σε βαθμό τέτοιο να εκλέγει βουλευτές-υποχείρια των Τούρκων και στους δύο νομούς της Θράκης!
Δηλαδή, αν είσαι μουσουλμάνος υποψήφιος στη Ροδόπη και την Ξάνθη, εκλέγεσαι μόνο αν έχεις την «έγκριση» του προξενείου.
Και όλοι αναρωτιούνται τώρα, εν μέσω προεκλογικής περιόδου, τι ακριβώς θέλει η Τουρκία στη Θράκη.
Αυτά που θέλει η Άγκυρα είναι αφενός μεν να διαθέτει έναν μόνιμο μηχανισμό επιρροής επί των τοπικών εξελίξεων, αφετέρου δε να παρενοχλεί την Αθήνα θέτοντας ένα επιπλέον θέμα στη μακρά λίστα της διαπραγματευτικής της ατζέντας, υποδεικνύοντας την Ελλάδα στη Δύση ως χώρα που παραβιάζει τα ανθρώπινα και τα ατομικά δικαιώματα στη Θράκη, αρνούμενη να αποδεχτεί τον όρο «τουρκικός» στον προσδιορισμό τόσο της ίδιας της μειονότητας όσο και των διαφόρων συλλογικοτήτων που δραστηριοποιούνται στην περιοχή.
Η ευθύνη ανήκει σε όλα τα πολιτικά κόμματα.
Όσο η πλειοψηφία της μειονότητας δεν αστικοποιείται, όσο παραμένει κάτω από τα όρια της φτώχειας, όσο δεν μιλάει καλά ελληνικά, όσο εν έτει 2023 και σε ένα κράτος-μέλος της ΕΕ εφαρμόζεται ακόμα η σαρία, ένα νομικό σύστημα βασισμένο στις αρχές του Ισλάμ, όσο θα επιμένουμε να διδάσκονται την τουρκική ως δεύτερη γλώσσα, να θεωρούν προτιμότερο να σπουδάζουν τα παιδιά τους στα τουρκικά πανεπιστήμια ή να επιλέγουν να περάσουν τις διακοπές και τον ελεύθερο χρόνο τους στην Τουρκία, πώς θα τους πείσουμε να αφήσουν πίσω τους το μειονοτικό «στίγμα», άρα και την τουρκική ταυτότητα;
Και σίγουρα, με νωπή τη λαϊκή εντολή στον Ταγίπ Ερντογάν, το τελευταίο που χρειαζόταν τώρα η Ελλάδα ήταν να ξεκινήσει μια πολιτική αντιπαράθεση για τη Θράκη. Σκεφτείτε το…