Αν δει κανείς τη λίστα όσων έχουν βραβευθεί με το Νόμπελ Ειρήνης από τη χρονιά που ξεκίνησε ο θεσμός (το 1901), θα διαπιστώσει ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων η Νορβηγική Επιτροπή που είναι υπεύθυνη για την απονομή επιβραβεύει ανώτατους κρατικούς αξιωματούχους ή εκπροσώπους μεγάλων οργανισμών.
Tου ΝΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑ∆Η
Αναδρομή στις αμφιλεγόμενες βραβεύσεις του θεσμού που προκάλεσαν την παγκόσμια κοινότητα και στις υποψηφιότητες που σόκαραν, όπως αυτές των Χίτλερ και Στάλιν!
Επιλογές
Αναμφίβολα κάθε χρονιά που η Επιτροπή βραβεύει κάποιον δίνει και την απαραίτητη τεκμηρίωση και τα επιχειρήματα γι’ αυτή την επιλογή της, κατά πόσον δηλαδή η επιλογή της συνέβαλε στην υπόθεση της παγκόσμιας ειρήνης, όμως δεν είναι λίγες οι φορές που αυτή η επιλογή αφήνει να διαφανεί μια ξεκάθαρη πολιτική «τοποθέτηση» της Επιτροπής στους διακρατικούς ανταγωνισμούς της συγκυρίας. Για παράδειγμα, το 2009 βραβεύτηκε ο Αμερικανός πρόεδρος Ομπάμα και το 2012 η Ευρωπαϊκή Ένωση. Μην μου πείτε πως δεν υπάρχει «πολιτικός» προσανατολισμός στην επιλογή;
Εξαιρέσεις
Όχι βέβαια πως δεν υπήρξαν εξαιρέσεις. Νόμπελ Ειρήνης που δεν σχετίζονταν κατά κανέναν τρόπο με διακρατικές αντιθέσεις και συσχετισμούς ισχύος. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η απονομή του βραβείου στον ∆ιεθνή Ερυθρό Σταυρό (1944), το 1952 στον Αλσατό φιλόσοφο, γιατρό, μουσικό και ιεραπόστολο Άλμπερτ Σβάιτσερ (1875-1965) και το 1964 στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ (1929-1968), ηγέτη του κινήματος εναντίον του ρατσισμού και των φυλετικών διακρίσεων στις ΗΠΑ, στη μητέρα Τερέζα (1979) και στον Νέλσον Μαντέλα (1993), πρόσωπα που άξιζαν όντως να λάβουν αυτό το βραβείο, καθώς αφιέρωσαν όλη τους τη ζωή σε ανθρωπιστικά ζητήματα.
Ωστόσο έχουν υπάρξει και περιπτώσεις που οι επιλογές της Νορβηγικής Επιτροπής για το Νόμπελ Ειρήνης ήταν κοντόφθαλμες ή αφελείς, ξεσηκώνοντας… πόλεμο! Χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή του Νόμπελ Ειρήνης στον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, το 2009, το οποίο χαρακτηρίστηκε από τους περισσότερους ως «αμφιλεγόμενο» και «πολύ πρώιμο» (μάλιστα έχει αναφερθεί πως και ο ίδιος εξεπλάγη, σε βαθμό που είχε σκεφθεί να μην πάει καν να το παραλάβει).
Επίσης, το 2012 είχε δοθεί στην ΕΕ (πολλοί αμφιβάλλουν πως η Ευρωπαϊκή Ένωση άξιζε πραγματικά κάτι τέτοιο όταν βρισκόταν εν μέσω μιας σκληρής λιτότητας, όπου σε κάποιες χώρες-μέλη της οι άνθρωποι έκαναν ουρές έξω από τις εκκλησίες για ένα πιάτο φαγητό, όταν δεν έβρισκαν τίποτε να φάνε από τα σκουπίδια).
Μεταξύ αυτών που έχουν βραβευθεί περιλαμβάνονται και άλλες προσωπικότητες για τις οποίες πολλοί έχουν εκφράσει αμφιβολίες, όπως οι Ανουάρ Σαντάτ και Μεναχέμ Μπεγκίν, ο Γιάσερ Αραφάτ (το είχε πάρει μαζί με τον Σιμόν Πέρες και τον Γιτζάκ Ράμπιν) και άλλοι.
Επιτροπή
Εξόφθαλμο επίσης παράδειγμα είναι η βράβευση του Χένρι Κίσινγκερ. Ο πρώην υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης μαζί με τον Βιετναμέζο ηγέτη Le Duc Tho για τις προσπάθειες να σταματήσει ο πόλεμος στο Βιετνάμ. Ωστόσο, ο δεύτερος δεν ήθελε να μοιραστεί το βραβείο με τον Κίσινγκερ και αρνήθηκε να το παραλάβει με το αιτιολογικό ότι ο πόλεμος δεν σταμάτησε ποτέ, ενώ στο μεσοδιάστημα είχαν παραιτηθεί δύο μέλη της Επιτροπής Νόμπελ. Η Ιστορία έγραψε πως ο Κίσινγκερ πήρε το βραβείο του και έτσι ο εμπνευστής των βομβαρδισμών της Καμπότζης το 1969 και το 1975, ο εμπνευστής της επιχείρησης «Κόνδωρ» που στόχευε στην καταστολή των αριστερών κινημάτων στις χώρες της Λατινικής Αμερικής τη δεκαετία του ’70, ο άνθρωπος που ποτέ δεν έκρυψε την προτίμησή του για τα στρατιωτικά καθεστώτα (Πινοσέτ, ελληνική χούντα κ.ά.) και ο θιασώτης της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο ενδύθηκε τον μανδύα του φιλάνθρωπου ανθρωπιστή και μας προσφέρει τη «σοφία» του μέχρι σήμερα. ∆εν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι μετά τη βράβευση του Χένρι Κίσινγκερ το Νόμπελ Ειρήνης έχασε τη σημασία του.
Ας θυμηθούμε και δύο – τρεις άλλες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα εκείνη της Wangari Maathai το 2004. Ήταν η πρώτη Αφρικανή γυναίκα που κέρδισε Νόμπελ Ειρήνης. Χαράς ευαγγέλια. Οι «New York Times» την είχαν περιγράψει ως «φεμινίστρια, πολιτικό, καθηγήτρια, υπέρμαχο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Όμως, η κάτοχος του Νόμπελ Ειρήνης δεν δίστασε να δηλώσει επίσημα ότι ο ιός HIV του AIDS δημιουργήθηκε από λευκούς επιστήμονες για να πλήξουν τη μαύρη φυλή. Αργότερα προσπάθησε να ανασκευάσει τη δήλωσή της, ωστόσο ήταν αργά…
Να μην ξεχάσουμε και έναν άλλον «ανθρωπιστή» που άφησε εποχή και βραβεύθηκε. Τον Κορντέλ Χολ, υπουργό Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών που το 1946 τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης για τη συνεισφορά του στην εμπέδωση της παγκόσμιας ειρήνης και στην ίδρυση του ΟΗΕ. Ως υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Φραγκλίνου Ρούζβελτ απείλησε να αποσύρει την υποστήριξή του προς τον Αμερικανό πρόεδρο στις εκλογές του 1940, εάν αυτός επέτρεπε τον ελλιμενισμό σε αμερικανικό λιμάνι ενός πλοίου με 950 Εβραίους πρόσφυγες, οι οποίοι είχαν διαφύγει από τη ναζιστική Γερμανία και σκόπευαν να ζητήσουν πολιτικό άσυλο στις ΗΠΑ. Ο Ρούσβελτ ενέδωσε στην πίεση του στενού του συνεργάτη κι έστειλε το πλοίο πίσω στη Γερμανία. Τα επόμενα χρόνια πολλοί από τους επιβαίνοντες σε εκείνο το μοιραίο πλοίο πέθαναν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ο Γκάντι
Πάντως, αν θα πρέπει να απαλύνουμε λίγο τις εντυπώσεις από αυτή την επικριτική αναδρομή αξίζει να αναφερθούμε στις συνεχόμενες υποψηφιότητες του Μαχάτμα Γκάντι το 1937, το 1938, το 1939, το 1947 και τον Ιανουάριο του 1948, λίγο πριν από τη δολοφονία του. ∆υστυχώς ο Γκάντι δεν πήρε ποτέ Νόμπελ Ειρήνης. ∆εν το έλαβε ποτέ, καθώς δεν επιτρέπεται απονομή βραβείου μετά θάνατον βάσει των κανονισμών, ωστόσο εκείνο τον χρόνο η Επιτροπή αποφάσισε να μην το δώσει, καθώς «δεν υπήρχε κατάλληλος υποψήφιος εν ζωή». Αν ζούσε, η Επιτροπή θα είχε εξιλεωθεί τρόπον τινά για την «κοντόφθαλμη» θεώρηση που έδειχνε για χρόνια απέναντί του.
Ο Χίτλερ
Ωστόσο, οι αµφιλεγόµενοι νικητές του Νόµπελ Ειρήνης ωχριούν µπροστά σε κάποιους από αυτούς που έχουν κατά καιρούς προταθεί. Μεταξύ αυτών βρίσκεται και ο µοναδικός «άνθρωπος» -τα εισαγωγικά δεν µπήκαν κατά λάθος- ο οποίος σε καµία περίπτωση δεν θα µπορούσε να θεωρηθεί ότι µπορεί να συνυπάρχει στην ίδια πρόταση µε το «Νόµπελ Ειρήνης»: ο Αδόλφος Χίτλερ. Η ιστορία έχει ως εξής: Το 1939, ο Βρετανός πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάµπερλεν προτάθηκε ως υποψήφιος για τον ρόλο του στη διαπραγµάτευση της Συµφωνίας του Μονάχου, βάσει της οποίας τµήµα της Τσεχοσλοβακίας πέρασε στη Γερµανία. Η πρόταση αυτή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Και τα 12 µέλη της σουηδικής Βουλής εξέφρασαν την αντίθεσή τους προτείνοντας τον Αδόλφο, υποστηρίζοντας (ειρωνικά, µε σατιρική πρόθεση) πως αν ο Τσάµπερλεν θα µπορούσε να είναι υποψήφιος επειδή κατάφερε να πείσει τον Χίτλερ να αποφύγει έναν πόλεµο, τότε θα ήταν ακόµα πιο λογικό να είναι υποψήφιος ο ίδιος ο Χίτλερ, επειδή ήταν αυτός που επέλεξε να µην τον αρχίσει. Η υποψηφιότητα (πρωτοβουλία του βουλευτή Μπραντ, γνωστού για την έντονα αντιφασιστική στάση του) τελικά αποσύρθηκε – και ευτυχώς ο θεσµός κράτησε µια κάποια… αξιοπρέπεια.
Ο Χίτλερ βέβαια δεν ήταν ο µόνος «εξωφρενικός» υποψήφιος για Νόµπελ Ειρήνης. Ο Ιωσήφ Στάλιν, γ.γ. του Κοµµουνιστικού Κόµµατος της Σοβιετικής Ένωσης, ο άνθρωπος που κυβέρνησε µε σιδηρά πυγµή την ΕΣΣ∆ µέχρι τον θάνατό του, εδραιώνοντας ένα καθεστώς τρόµου, καταπίεσης και απολυταρχίας, προτάθηκε για Νόµπελ Ειρήνης (δύο φορές µάλιστα) το 1945 και το 1948 για τις προσπάθειές του να δοθεί τέλος στον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο.
Όµως τα παράδοξα δεν σταµατούν εδώ: Για το Νόµπελ Ειρήνης είχε προταθεί και ο «Ντούτσε», ο γνωστός µας… Μουσολίνι, ηγέτης της φασιστικής Ιταλίας το 1935, το έτος κατά το οποίο τα ιταλικά στρατεύµατα πραγµατοποίησαν την εισβολή στην Αιθιοπία (µάλιστα είχε δύο συστατικές επιστολές, από αξιοσέβαστους κατά τα άλλα καθηγητές στη Γερµανία και τη Γαλλία).
Αλλαγή πλεύσης δείχνει η φετινή απονοµή
Φέτος το Νόµπελ Ειρήνης πήγε σε δύο δηµοσιογράφους. Στη Μαρία Ρέσα από τις Φιλιππίνες και στον Ντµίτρι Μουράτοφ από τη Ρωσία. Καλώς, θα πείτε…
Η Μαρία Ρέσα είναι δημοσιογράφος από τις Φιλιππίνες, συνιδρύτρια και διευθύνων σύμβουλος της Rappler. Έχοντας μεγάλο ιστορικό στην ερευνητική δημοσιογραφία και εργαστεί σε Μέσα όπως το BBC και ο CNN, η Ρέσα έχει κερδίσει αναγνωρισιμότητα κυρίως λόγω των διώξεων που υπέστη από την κυβέρνηση του Ροντρίγκο Ντουτέρτε. Για τον παραπάνω λόγο, η Εθνική Ένωση Δημοσιογράφων των Φιλιππίνων και η Ένωση Ξένων Ανταποκριτών των Φιλιππίνων δήλωσαν ότι η νίκη της είναι μια νίκη για τους υποστηρικτές της ελευθερίας του Τύπου.
Βέβαια υπάρχει και ο αντίλογος που υποστηρίζει πως η εν λόγω δημοσιογράφος προωθείται από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, μέσω του Εθνικού Ταμείου για τη Δημοκρατία (NED), το οποίο και τη βράβευσε το 2017 με το «Βραβείο Δημοκρατίας», και ότι η ιστοσελίδα της χρηματοδοτείται από το Δίκτυο Ομιντιάρ, το ταμείο που δημιουργήθηκε από τον ιδρυτή του eBay και επιχειρηματία Πιερ Ομιντιάρ, οπότε οι «κακές γλώσσες» πάλι βλέπουν μια συγκεκριμένη πολιτική «τοποθέτηση» της Επιτροπής στην επιλογή της Ρέσα.
Όπως εξάλλου συμβαίνει και με τον Ντμίτρι Μουράτοφ, αρχισυντάκτη της ρωσικής εφημερίδας «Novaya Gazeta», ο οποίος έχει στενές σχέσεις με τον Αλεξέι Ναβάλνι, το κόκκινο πανί για τον Πούτιν, και τη Λευκορωσίδα Σβετλάνα Τιχανόφκαγια, αντίπαλο του Αλεξάντερ Λουκασένκο.
Συµφιλίωση
Θα σκεφθείτε, μπορεί να υπάρξει ποτέ μια υποψηφιότητα η οποία θα αφήνει όλες τις πλευρές ευχαριστημένες; Όχι, όσο η πολιτική θα είναι αυτή η οποία θα κινεί τα νήματα, δεξιά ή αριστερά, στο μυαλό όσων αποφασίζουν και όσων κριτικάρουν τις αποφάσεις.
Σπάνια θα βρούμε μια προσωπικότητα η οποία θα ενώσει κάτω από τη βράβευση όλη την ανθρωπότητα και θα αναδείξει την ανάγκη μιας παγκόσμιας συμφιλίωσης και πραγματικής αγάπης προς τον άνθρωπο. Με φωτεινή εξαίρεση βεβαίως τη βράβευση του 2018 και τον υπέροχο εκείνο άνθρωπο, γυναικολόγο Ντένις Μουκουέγκε, γνωστό για την προσφορά του στα θύματα βιασμών στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Έμαθε ότι πήρε το Βραβείο Νόμπελ την ώρα που χειρουργούσε μαζί με την 25χρονη Νάντια Μουράντ Μπάσι Τάχα, η οποία ανήκε στη θρησκευτική μειονότητα των Γεζίντι και υπήρξε θύμα σεξουαλικής δουλείας του Ισλαμικού Κράτους (ISIS). Εκεί γιατί δεν υπήρξε κανένας αντίλογος;
Οι καιροί αλλάζουν και καλό είναι μαζί τους να αλλάξει νοοτροπία και η Επιτροπή. Όπως η αξιοσημείωτη στροφή που έκανε η Σουηδική Βασιλική Ακαδημία με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Γιατί πραγματικά η είδηση για τη βράβευση με το Νόμπελ Λογοτεχνίας του συγγραφέα από την Τανζανία έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία στον λογοτεχνικό κόσμο. Ναι, σχεδόν κανείς δεν είχε προβλέψει τον Abdulrazak Gurnah. Άλλωστε ο τελευταίος Αφρικανός λογοτέχνης που κέρδισε το βραβείο ήταν ο Νιγηριανός Wole Soyinka το μακρινό 1986.
Ποιος θα σκεφτόταν πως η Τανζανία που αριθμεί σχεδόν 60.000.000 κατοίκους, ενώ παράλληλα είναι μία από τις πιο φτωχές χώρες του πλανήτη, θα έδινε τον φετινό νομπελίστα λογοτέχνη, έναν πρόσφυγα που ξεριζώθηκε, έφηβος ακόμα, από τον τόπο του για να αποφύγει τους βίαιους διωγμούς που συγκλόνιζαν την Τανζανία.
Ποιος άλλος όμως θα μπορούσε να μας δείξει καλύτερα το πικρό, το κάτι πραγματικά κακό που λερώνει την Ιστορία αυτής της μακρινής γωνιάς του πλανήτη, γεμάτης από τον πόλεμο, την ανέχεια, τα γεωπολιτικά συμφέροντα, τις συγκρούσεις χωρίς ιερό και όσιο, τις μεγάλες ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο και τις τεράστιες απογοητεύσεις στη συνέχεια.
Η Ανατολική Αφρική δεν έχει αλλάξει πολύ από τα χρόνια των σκλαβοπάζαρων. Η ζωή εκεί συνεχίζει να έχει πολύ μικρή αξία και ο Abdulrazak Gurnah, θέλοντας και μη, λογοτέχνης από την Ανατολική Αφρική, γνωρίζει πολύ καλά αυτά τα πράγματα.
Η Σουηδική Ακαδημία μάλλον κατάλαβε τελικά πως πρέπει -ή ήρθε ο καιρός- να διορθώσει πολλά λάθος κείμενα και ηθελημένες αστοχίες δεκαετιών. Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, ότι πρέπει να δώσει λόγο και βήμα σιγά σιγά σε όλες εκείνες τις φωνές που συνήθως άφηνε στο περιθώριο. Οι καιροί αλλάζουν και καλό είναι μαζί τους να αλλάξουν και τα Νόμπελ.