Στις 15 Σεπτεμβρίου 1989, μετά από εννέα χρόνια πολέμου, απώλειες 15.000 στρατιωτών, σημαντική οικονομική αιμορραγία, η Σοβιετική Ένωση απέσυρε τα στρατεύματά της από το Αφγανιστάν. Το 2021, οι ΗΠΑ (20 χρόνια μετά τη δική τους εισβολή) αποσύρουν και αυτές με τη σειρά τους τα δικά τους στρατεύματα, με ανάλογες μεγάλες στρατιωτικές και οικονομικές απώλειες, και η χώρα πέφτει και πάλι στα χέρια των «εχθρών Ταλιμπάν».
Tου ΝΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑ∆Η
Σοβιετικοί και Αμερικανοί δεν κατάλαβαν ότι τα πρότυπά τους δεν επιβάλλονται σε τοπικές κοινωνίες που έχουν ισχυρές και διαφορετικές κουλτούρες
Και οι δύο απέτυχαν. Ήταν το πρώτο «Βιετνάμ» για τους Σοβιετικούς και είναι το δεύτερο «Βιετνάμ» για τους Αμερικανούς.
Οι Σοβιετικοί είχαν εισβάλει για να στηρίξουν το κομμουνιστικό καθεστώς που είχε αναλάβει την εξουσία στη χώρα και οι Αμερικανοί για έναν πιο πειστικό λόγο στη διεθνή κοινότητα. Να σταματήσουν άπαξ διά παντός τις τρομοκρατικές επιθέσεις του ριζοσπαστικού ισλαμισμού, ενός «τέρατος» που οι ίδιοι δημιούργησαν και εξόπλισαν – ξοδεύοντας πάνω από 88 δισ. δολάρια.
Οι Μουτζαχεντίν, δημιούργημα των ΗΠΑ, αποτέλεσαν την απάντηση στους Σοβιετικούς στις ορεινές περιοχές του Αφγανιστάν. ∆ιέλυαν με ανταρτοπόλεμο τις σοβιετικές δυνάμεις και στα εννέα χρόνια της σοβιετικής εισβολής η δύναμή τους αυξανόταν συνεχώς με νέους μαχητές και όπλα από το εξωτερικό. Ανάμεσα σε αυτούς ξεχώρισε και ένας νεαρός Σαουδάραβας, ο Οσάμα μπιν Λάντεν, που μερικά χρόνια αργότερα έμελλε να γίνει ο χειρότερος εφιάλτης των Αμερικανών, χρησιμοποιώντας τα χρήματα, τις γνώσεις και τα όπλα που οι ίδιοι του είχαν δώσει.
Η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 επί αμερικανικού εδάφους ήταν το έναυσμα για την επιχείρηση «∆ιαρκής Ελευθερία», στόχος της οποίας ήταν ο εντοπισμός του Μπιν Λάντεν και η εξόντωση των Ταλιμπάν.
Η αλαζονεία
Τόσο οι Σοβιετικοί της δεκαετίας του 1980 όσο και οι Αμερικανοί των δύο πρώτων δεκαετιών του αιώνα μπήκαν στο Αφγανιστάν με πολύ λίγη προνοητικότητα και υπερβολική αλαζονεία και αυτοπεποίθηση, σίγουροι για την ανώτερη στρατιωτική τους δύναμη και τις ανώτερες αξίες τους. Όμως, για τους Ταλιμπάν ολόκληρος ο σκοπός και το νόημά του ήταν να μείνουν στον τόπο τους. Οι ντόπιοι μαχητές όπως το 1989 έτσι και το 2021 υπερασπίζονται τη δική τους χώρα και τον δικό τους τρόπο ζωής.
Μάθημα πρώτον: Τα δυτικά πρότυπα δεν επιβάλλονται σε τοπικές κοινωνίες που έχουν ισχυρές και διαφορετικές κουλτούρες. Οι πολλές φυλές στο Αφγανιστάν, με διαφορετικές κουλτούρες μεταξύ τους, δημιουργούν ένα διαφορετικό μοντέλο και τρόπο ζωής και δεν μπορούν να μπουν σε καμία λογική ενός οργανωμένου δυτικού μοντέλου.
Μωσαϊκό εθνοτήτων
Στο Αφγανιστάν, μια χώρα που ο πληθυσμός της ανέρχεται περίπου στα 32.000.000, το μεγαλύτερο μέρος, περίπου το 40%, αποτελείται από τους Παστούν (Pashtun). Οι Pashtun ανήκουν στις ινδοευρωπαϊκές φυλές και πιο συγκεκριμένα στην υποομάδα των ιρανικών φυλών και είναι στη συντριπτική πλειονότητά τους Σουνίτες. Η δεύτερη μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα είναι οι Τατζίκοι, οι οποίοι αποτελούν πάνω από το 25% του συνολικού πληθυσμού, ομιλούν την περσική γλώσσα (Φαρσί) και είναι Σουνίτες, με κάποιους θυλάκους Σιιτών στα δυτικά της χώρας.
Ακολουθούν οι Hazara, που αποτελούν το 10% του πληθυσμού, κατοικούν στο κεντρικό Αφγανιστάν και είναι Σιίτες Μουσουλμάνοι, με αποτέλεσμα να είναι πολλές φορές θύματα του θρησκευτικού φανατισμού των Ταλιμπάν. Τέλος, οι μικρότερες εθνοτικές ομάδες είναι οι Aimaq οι οποίοι αποτελούν το 4% του πληθυσμού και είναι Σουνίτες, οι Ουζμπέκοι που κατοικούν στο βόρειο τμήμα της χώρας και οι Τουρκμένοι.
Τεράστιες διαφορές
Ο Ζαχίρ Σαχ, ο τελευταίος μονάρχης, που βασίλεψε 40 χρόνια (1933-1973), προσπάθησε να πείσει όλους τους Αφγανούς ότι είναι Αφγανοί και όχι κάτι άλλο (Παστούν, Χαζάρα, Τατζίκοι κ.τ.λ.). Έκανε μεγάλα ανοίγματα στον δυτικό τρόπο ζωής, αλλά απέτυχε.
Απέτυχε επειδή προσπάθησε να εισαγάγει καινούργια πράγματα σε μια κοινωνία που δεν ήταν έτοιμη, ούτε δεκτική. Και το ίδιο ακριβώς λάθος έκαναν σχεδόν μισό αιώνα τώρα όλοι όσοι πατήσανε πόδι στο Αφγανιστάν. Γιατί τη χώρα μπορείς να την κατακτήσεις, όχι όμως και τις ψυχές των ανθρώπων.
Οι Αμερικανοί πίστευαν ότι με το να φτιάξουν πέντε δρόμους και δύο υδροηλεκτρικά φράγματα θα τους αγαπήσουν όλοι οι Αφγανοί και θα αποδεχτούν την πρόοδο. ∆εν έκαναν όμως, όπως και οι Σοβιετικοί πιο πριν, καμία προσπάθεια να καταλάβουν τον κόσμο, την κουλτούρα του, τα όρια που βάζει ο ίδιος ως κοινωνία.
Πήγαν να τον δυτικοποιήσουν με τα όπλα, μιλώντας για «εκδημοκρατισμό» του Αφγανιστάν επειδή πίστευαν πως έτσι είναι το σωστό και εκεί αποκόπηκαν από τον πληθυσμό.
Και κάπως έτσι οι Ταλιμπάν έμειναν αλώβητοι και τώρα επιστρέφουν ως θριαμβευτές, αφού όλα αυτά τα χρόνια δούλευαν. Και στρατιωτικά, αλλά κυρίως ιδεολογικά.
Και σίγουρα πήραν μαθήματα από τα λάθη της πρώτης «άγαρμπης» διακυβέρνησης (1996-2001), με τους λιθοβολισμούς, τους απαγχονισμούς και τις δημόσιες μαστιγώσεις, και προβάλλουν τώρα ως μετριοπαθείς και ανεκτικοί και σίγουρα απελευθερωτές μιας χώρας που δικαιούται να ζει με τους δικούς της κανόνες και όρους και όχι με τους κανόνες των Αμερικανών και των συνεργατών τους.
Το αφήγημα των Ταλιμπάν συνεχίζει να είναι ένα συντηρητικό ισλαμικό μοτίβο: Στο Αφγανιστάν δεν έχουν θέση τα δυτικά πρότυπα για τη γυναίκα, τα χυδαία θεάματα της ∆ύσης και ο αμαρτωλός ενάντια στη θέληση του προφήτη βίος. ∆εν είναι για τους Αφγανούς πολίτες αυτά. ∆εν τα είχαν ποτέ, ούτε τα επιθυμούν.
Η αφγανική κοινωνία ήταν και παραμένει συντηρητική. Και δεν την ξεκλειδώνεις με το ζόρι.
Μάθημα δεύτερον: Οι Ταλιμπάν του 2021 μπορεί να είναι οι ίδιοι με τους Ταλιμπάν του 1996, αλλά δεν θα δράσουν ίδια μ’ αυτούς. Ξέρουν πια πολύ καλά πως όσο λιγότερες λαβές για κριτική δίνεις τόσο πιο δύσκολα μπορούν να σε χτυπήσουν. Εξάλλου, το παράδειγμα του Ιράν είναι πρόσφατο και δίπλα τους. Μια χώρα που σε μία νύχτα από δυτικοποιημένη επί Σάχη έγινε υπερσυντηρητική με τον Χομεϊνί και τους μουλάδες.
Την προηγούμενη φορά που ήταν στην εξουσία στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όσοι Αφγανοί συλλαμβάνονταν χωρίς την παραδοσιακή ενδυμασία συχνά ξυλοφορτώνονταν ή εκτελούνταν. Το καθεστώς επιδείκνυε ιδιαίτερο μένος κατά των γυναικών απαγορεύοντας στα κορίτσια να πηγαίνουν στο σχολείο, ενώ οι γυναίκες μπορούσαν να
κυκλοφορήσουν στους δρόμους μόνον εφόσον φορούσαν μπούρκες και τις συνόδευε κάποιος άρρεν συγγενής τους. Στην Κανταχάρ, οι γυναίκες που έβαφαν τα νύχια τους κινδύνευαν να τους κόψουν τα δάχτυλα, ενώ απαγορευόταν να φορούν γόβες με τακούνια «για να μην ακούει κάποιος ξένος τα βήματα των γυναικών». Κι όσες τολμούσαν να αψηφήσουν την αυστηρή ερμηνεία του ισλαμικού νόμου (σαρία) των Ταλιμπάν τις μαστίγωναν ή τις εκτελούσαν δημοσίως.
Αυτό που θέλουν να κάνουν, θα το κάνουν, αλλά με άλλο ρυθμό, χωρίς τυμπανοκρουσίες. Σιγά σιγά θα τα κλείσουν όλα, αλλά σίγουρα δεν θα διακινδυνέψουν να βρεθούν μπροστά σε μια τρίτη μεγάλη εισβολή και έναν εξοντωτικό νέο πόλεμο. Ήδη οι Ταλιμπάν έχουν διατάξει τους μαχητές τους να διατηρήσουν την πειθαρχία και να μην εισέλθουν σε οποιαδήποτε κτίρια διπλωματικών αποστολών ούτε να παρενοχλήσουν οχήματα πρεσβειών, ενώ κάλεσαν τους πολίτες να συνεχίσουν τις καθημερινές δραστηριότητές τους όπως συνήθως.
Βέβαια, οι πρώτες αναφορές που καταφθάνουν καθημερινά από το Αφγανιστάν έρχονται να διαψεύσουν τους ισχυρισμούς των Ταλιμπάν ότι είναι πλέον πιο μετριοπαθείς και ανεκτικοί.
Αρκετοί νεαροί Αφγανοί καταγγέλλουν καθημερινά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι τους έδειραν και τους μαστίγωσαν μέλη των Ταλιμπάν κατηγορώντας τους για ασέβεια έναντι του Ισλάμ, επειδή φορούσαν τζιν, αλλά απαντώντας αξιωματούχος των Ταλιμπάν είπε στην τοπική εφημερίδα «Etilaatroz» ότι μέχρι στιγμής οι ισλαμιστές δεν έχουν καταλήξει στον ενδυματολογικό κώδικα για τους άρρενες, όμως σίγουρα δεν πρόκειται να επιτρέψουν «δυτικά» ρούχα που ξεφεύγουν από την παραδοσιακή αφγανική ενδυμασία.
Στο προσκήνιο και πάλι οι τζιχαντιστές
Η νίκη αυτή των Ταλιµπάν δίχως άλλο έδωσε µία πνοή ενθουσιασµού στους απανταχού τζιχαντιστές. Σε ολόκληρο τον κόσµο, οι µαχητές του τζιχαντιστικού-σαλαφιστικού κινήµατος, οι περισσότεροι από τους οποίους ανήκουν στην Αλ Κάιντα ή στο Ισλαµικό Κράτος, αποκτούν µια νέα δυναµική από τη νίκη των «σπουδαστών Θεολογίας» που βρίσκονται και πάλι στην εξουσία στην Καµπούλ 20 χρόνια µετά την εκδίωξή τους.
Από τη Βόρεια Αφρική µέχρι τη Νοτιοανατολική Ασία όλα τα ενεργά ένοπλα ισλαµιστικά κινήµατα χαλυβδώνουν τους απανταχού τζιχανιστές δίνοντάς τους το µήνυµα ότι, «αν συνεχίσουν να µάχονται, οι αντίπαλοί τους θα καταρρεύσουν τελικά». Τις τελευταίες ηµέρες, τα κοινωνικά δίκτυα βρίθουν προπαγανδιστικού υλικού που προέρχεται από την τζιχαντιστική σφαίρα.
Η Al-Thabat, η υπηρεσία προπαγάνδας της Αλ Κάιντα, πανηγυρίζει διακηρύττοντας ότι «οι µουσουλµάνοι και οι µουτζαχεντίν του Πακιστάν, του Κασµίρ, της Υεµένης, της Συρίας, της Γάζας, της Σοµαλίας και του Μάλι γιορτάζουν την απελευθέρωση του Αφγανιστάν και την εφαρµογή της σαρία».
Η νίκη των Ταλιµπάν δίνει αέρα στα πανιά του Ισλαµικού Κράτους, που συνεχίζει να φωνάζει µε κάθε τρόπο ότι οι ∆υτικοί δεν µπορούν να παραµείνουν αιωνίως σε ξένη γη και οραµατίζεται την αναβίωση της Αλ Κάιντα.
Αυτό ίσως είναι το µεγαλύτερο µάθηµα και το πιο ανησυχητικό που πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της η ∆ύση, που αµήχανα µέχρι στιγµής παρακολουθεί τις καταιγιστικές εξελίξεις. Η νίκη των Ταλιµπάν αποδεικνύει πως η υποµονή και η αποφασιστικότητα µπορούν να οδηγήσουν στον θρίαµβο, όποιος και αν είναι ο εχθρός. Ένα δίδαγµα που δίνει ώθηση σε όλα τα κινήµατα τοπικής εµβέλειας, αντιπάλους ή συµµάχους των νέων κυρίων της Καµπούλ.
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί