Μπορεί στις μέρες μας τα νέα να «ταξιδεύουν» γρήγορα και η πληροφορία να γίνεται γνωστή σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, αλλά αυτό φαίνεται ότι δεν αφορούσε μέλη της μαφίας από τη Σερβία και το Μαυροβούνιο, τα οποία αποφάσισαν να λύσουν τις διαφορές τους με τα όπλα επί ελληνικού εδάφους.
Του ΦΩΤΗ ΑΝΔΡΕΟΥ
Σε μια διαμάχη, που στο όνομά της έχουν γίνει 60 ανθρωποκτονίες σε ολόκληρη την Ευρώπη, γίνεται κατανοητό ότι ελάχιστα είναι τα πράγματα που μπορούν να σταθούν εμπόδιο. Άλλωστε «λεφτά υπάρχουν»! Και αυτό φάνηκε ξεκάθαρα από τις δηλώσεις τις οποίες έκαναν οι επικεφαλής της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής, όταν ανακοίνωσαν πως εξιχνιάστηκαν δύο δολοφονίες Βαλκανίων στη Βάρη και την Κέρκυρα το 2020, με τέσσερα θύματα. Στην περίπτωση της Βάρης ξοδεύτηκαν 2 εκατ. ευρώ, ενώ για την εκτέλεση στην Κέρκυρα 1 εκατ. ευρώ. Τι ήταν, όμως, αυτό που αγνόησαν τα μέλη της μαφίας και που ουσιαστικά έδωσε τη δυνατότητα στις Αρχές να τους περάσουν χειροπέδες;
Η εφαρμογή
Νόμιζαν ότι ήταν ασφαλείς και προστατευμένοι, χρησιμοποιώντας μια εφαρμογή κρυπτογράφησης μηνυμάτων με την ονομασία Sky ECC. Η συγκεκριμένη εφαρμογή σχεδιάστηκε από μια εταιρεία με έδρα το Βανκούβερ του Καναδά. Με την παρέμβαση της εταιρείας γινόταν εγκατάσταση σε κάθε τηλεφωνική συσκευή. Το πλεονέκτημά της ήταν ότι κάθε συσκευή είχε έναν μοναδικό κωδικό pin και μόνον ο χρήστης γνώριζε ότι στο τηλέφωνό του είχε εγκατασταθεί η συγκεκριμένη εφαρμογή. Τα μηνύματα που αντάλλασσαν οι χρήστες μεταξύ τους, ανάλογα με τη θέλησή τους, μπορούσαν να καταστραφούν. Όλα αυτά έως τον Φεβρουάριο του 2021, όταν Βέλγιο, Γαλλία, Κάτω Χώρες, με τη συνδρομή της Europol και της Eurojust, συνέστησαν Κοινή Ομάδα Ερευνών με την κωδική ονομασία «OTFLimit» και κατάφεραν να «σπάσουν» την κρυπτογράφηση και να αποκτήσουν πρόσβαση στα «σωθικά» δεκάδων εγκληματικών οργανώσεων σε όλη την Ευρώπη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι «οι Αρχές μπόρεσαν να παρακολουθούν τη ροή πληροφοριών περίπου 70.000 χρηστών, ενώ σε παγκόσμια κλίμακα περίπου 3 εκατ. μηνύματα ανταλλάσσονται καθημερινά μέσω του Sky ECC». Ανάμεσα στους χρήστες ήταν και τα εν λόγω μέλη της σερβικής μαφίας, τα οποία δεν σταμάτησαν να χρησιμοποιούν την εφαρμογή και κάτω από την… υποτιθέμενη προστασία της δεν δίσταζαν να εξιστορούν τα «κατορθώματά» τους και να αποκαλύπτουν τις κινήσεις τους. Ήταν ένα από τα πιο βασικά και δομικά στοιχεία για να «αποκρυπτογραφηθούν» και οι κινήσεις που έκαναν στη χώρα μας μέχρι να πετύχουν τον σκοπό τους: να βγάλουν από τη μέση τα αρχηγικά μέλη της αντίπαλης συμμορίας. Για να γίνει, όμως, κάτι τέτοιο, όσο καλά οργανωμένο κι αν ήταν το σχέδιό τους, έπρεπε να έχουν και την ανάλογη υποστήριξη για να μπορούν να κινηθούν απρόσκοπτα.
Ο «Ράμπι»
Κάτι τέτοιο φρόντιζε να κάνει ένας 44χρονος με καταγωγή από την Αλβανία, ο οποίος δεν είχε απασχολήσει τις διωκτικές αρχές και ζούσε στη χώρα μας. Ήταν γνωστός με το όνομα «Ράμπι». Σύμφωνα με την έρευνα των αστυνομικών του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, ήταν ο άνθρωπος που βοήθησε να βρεθεί δικηγόρος για να εκπροσωπήσει τρία μέλη της μαφίας, τα οποία είχαν εμπλακεί σε επεισόδιο σε μπαρ της Γλυφάδας και κινδύνευαν να βρεθούν στη φυλακή πριν «εκτελέσουν» το συμβόλαιο θανάτου στη Βάρη. Επίσης, μετά τη διπλή δολοφονία στην ταβέρνα της Βάρης παρέλαβε ένα αυτοκίνητο, όπου μέσα είχε κινητά τηλέφωνα, μια συσκευή GPS και μια μάσκα τύπου «full face», και το οποίο στάθμευσε στην περιοχή της Ελευσίνας.
Το καλοκαίρι μετέφερε, μέσω Ηγουμενίτσας, βαρύ οπλισμό στην Κέρκυρα, όπου παρέδωσε το συγκεκριμένο αυτοκίνητο σε ένα άτομο. Λίγες ημέρες αργότερα εκτέλεσε χρέη οδηγού στα «πιστόλια» της οργάνωσης από το νησί του Ιονίου σε περιοχή της Χαλκιδικής, προκειμένου να κρυφτούν σε ένα σπίτι πριν αναχωρήσουν από τη χώρα μας.
Σε έρευνα που έγινε στο σπίτι του βρέθηκαν μεταξύ άλλων ένα πιστόλι, δύο γεμιστήρες, καθώς και 41 φυσίγγια. Στους αστυνομικούς φέρεται να είπε ότι «το όπλο ανήκει σε έναν φίλο» του, ενώ τα υπόλοιπα που βρέθηκαν «τα είχε βρει σε σπίτι κατά τη διάρκεια εργασιών που έκανε, και τα πήρε. Δεν γνώριζε το άτομο στο οποίο θα παρέδιδε τα όπλα. Γι’ αυτόν τον λόγο έστειλε φωτογραφίες στις οποίες απεικονίζεται τόσο το σημείο παράδοσης του αυτοκινήτου με τα όπλα (έξω από την εκκλησία των Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης στην περιοχή Κανάλια Κέρκυρας) όσο και τα ρούχα που φορούσε ο ίδιος, προκειμένου να τον αναγνωρίσει ο παραλήπτης».
Παρόμοια ήταν και η στάση του στον ανακριτή όταν απολογούμενος υποστήριξε ότι «μετέφερε ένα αμάξι από την Αθήνα στην Κέρκυρα, χωρίς να γνωρίζει τι περιείχε. Το κινητό που είχε του το έδωσε ένας συγκατηγορούμενός του, έγκλειστος σε φυλακές στο εξωτερικό, και το παρέδωσε σε κάποιον άλλον στην Κέρκυρα». Τελικά προφυλακίστηκε.
Πρόσωπο – φάντασμα
Πριν από τον 44χρονο Αλβανό υπήρξε όμως ένα πρόσωπο – φάντασμα, το οποίο λειτούργησε ως το «βαθύ λαρύγγι» ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Έγινε γνωστός από τις διαδικτυακές συνομιλίες με το προσωνύμιο «Zemo» και δουλειά του ήταν να εκμαιεύει πληροφορίες από τους «στόχους» και να τις μεταφέρει στους ηθικούς αυτουργούς. Χαρακτηριστικό είναι ότι, από τις φωτογραφίες που έστειλε στα ηγετικά στελέχη, κατάφεραν να εντοπίσουν τη βίλα, την πισίνα και το κατάλυμα όπου διέμεναν τα δύο θύματα της Κέρκυρας και να προχωρήσουν στην εκτέλεσή τους.
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί