Από το κινηματογραφικό πανί, μέχρι τη μικρή οθόνη και το θεατρικό σανίδι, όπου κι αν εμφανιζόταν ο Τάκης Σπυριδάκης «έφερνε» κάτι το διαφορετικό, το ξεχωριστό, το αυθεντικό. Γι’ αυτό και ο θάνατος του, μετά από σκληρή μάχη με τον καρκίνο, σκόρπισε τη θλίψη σε συγγενείς, φίλους, συναδέλφους αλλά αμέτρητους θαυμαστές του.
Ο ίδιος, δεν δίσταζε να μιλήσει με ειλικρίνεια, για τη ζωή και τη δουλειά του.
Στο παρελθόν είχε περάσει αρκετά δύσκολα οικονομικά, σε σημείο που μπορεί να μην είχε χρήματα για να αγοράσει τσιγάρα ή εισιτήρια. Όπως είχε πει σε συνέντευξη του, «έφτασα πολλές φορές στη ζωή μου σε τέτοιο χάλι. Μπορεί να έφταιγα κι εγώ. Ζούσα μόνο με την τρέλα μου. Έκανα μια ταινία το 1994 και μετά παραλίγο να πάω φυλακή. Έβγαλα κάτι λίγα με τη “Λούφα” και την “Πρωινή Περίπολο”, είχα παίξει και στο θέατρο με τη Βαγενά, μεταξύ άλλων, τα χρήματα δεν έφταναν όμως.
Γενικά όμως στη ζωή μου η έννοια “φράγκα” ποτέ δεν έπαιξε μεγάλο ρόλο. Πάντα ήμουν σε μια κατάσταση που μόνο τα κλειδιά μου είχα στην τσέπη».
Δεν το έβαζε όμως κάτω κι έκανε διάφορες δουλειές για να βγάλει τα προς το ζην. Για παράδειγμα, εργαζόταν πολλά χρόνια ως μπάρμαν. «Όποτε κώλωνε η τσέπη μου, όποτε έπρεπε να διατηρήσω την αξιοπρέπειά μου ως άνθρωπος, έκανα διάφορες δουλειές. Από μπάρμαν μέχρι οικοδομή».
«Με το αλκοόλ τα πήγαινα πολύ καλά. Όποτε έβλεπα ότι πάει να με πάρει από κάτω, τα έφερνα έτσι που αντιστρεφόταν. Το είχα υπό έλεγχο», είχε πει.
Όσο για τον «Αγαπούλα» και τη σειρά διαφημίσεων που τον έκανε γνωστό σε όλους, παραδέχθηκε ότι είπε το «ναι» για οικονομικούς λόγους. «Με βοήθησε οικονομικά και καλλιτεχνικά πάρα πολύ. Μετά από αυτή τη διαφήμιση έκανα μία δεύτερη καριέρα. Μη κρυβόμαστε, αυτή είναι η αλήθεια» είχε εξομολογηθεί.
Οι συνάδελφοί του τον αποχαιρετούν
Η είδηση του θανάτου του Τάκη Σπυριδάκη, προκάλεσε θλίψη στον καλλιτεχνικό κόσμο. Ο αγαπημένος καλλιτέχνης, είχε συνεργαστεί με πάρα πολλούς Έλληνες ηθοποιούς.
Ανάμεσα σε αυτούς και ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης ο οποίος μάλιστα υποδύθηκε τον εμβληματικό ρόλο του Μπαλούρδου που είχε υποδυθεί πρώτος ο Τάκης Σπυριδάκης στη «Λούφα και Παραλλαγή» του Νίκου Περάκη το 1984. Ειδικότερα, ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης έγραψε: Αντίο Μπαλούρδε μου αγαπημένε! Σ’ ευχαριστώ για την σκυτάλη σου, την κρατάω σαν φυλαχτό.
Από την πλευρά της η Καίτη Φίνου σε ανάρτησή της στο Facebook έγραψε: Κρίμα… καλό σου ταξίδι…
Συγκινητική ήταν και η ανάρτηση της δημοσιογράφου Σεμίνας Διγενή η οποία έγραψε: Ζήτησες άδεια από το λοχαγό σήμερα και την πήρες ρε γμτ….
«Έφυγε» από τη ζωή ο ηθοποιός Τάκης Σπυριδάκης σε ηλικία 61 ετών, μετά από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο, βυθίζοντας σε θλίψη την οικογένεια του, φίλους και συνεργάτες.
Ο Τάκης Σπυριδάκης γεννήθηκε στην Αίγινα στις 4 Φεβρουαρίου 1958 και ήταν ηθοποιός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος, απόφοιτος της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Είχε συμμετάσχει σε 13 ταινίες, ενώ το σκηνοθετικό του ντεμπούτο πραγματοποίησε το 1994 με την ταινία «Ο Κήπος του Θεού», της οποίας έγραψε και το σενάριο. Η ταινία τιμήθηκε με 7 κρατικά βραβεία ποιότητας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Ο Τακης Σπυριδάκης εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη ερμηνεύοντας έναν από τους πρωταγωνιστές της ταινίας «Γλυκιά Συμμορία», σε σκηνοθεσία του Νίκου Νικολαΐδη (1983). Για την ερμηνεία του εκείνη απέσπασε το ειδικό βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τον ίδιο χρόνο. Αξιοσημείωτη ήταν και η δεύτερη συμμετοχή του, στη «Λούφα και Παραλλαγή» του Νίκου Περάκη (1984).
Ακολούθησαν η «Πρωϊνή Περίπολος» (Νίκος Νικολαΐδης, 1986), «Προστάτης Οικογένειας» (Νίκος Περάκης, 1997), «Αυτή η Νύχτα Μένει» (Νίκος Παναγιωτόπουλος, 1999), «Μαύρο Γάλα» (Νίκος Τριανταφυλλίδης, 1999), «Κανείς δεν χάνει σε Όλα» (Διονύσης Γρηγοράτος, 2000), «Φτηνά Τσιγάρα» (Ρένος Χαραλαμπίδης, 2000), «Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου» (Νίκος Παναγιωτόπουλος, 2002), «Λούφα και παραλλαγή: Σειρήνες στο Αιγαίο» (Νίκος Περάκης, 2005), «Ισοβίτες» (Θόδωρος Μαραγκός, 2008) και «4 Μαύρα Κοστούμια» (Ρένος Χαραλαμπίδης, 2009).
Το 1989 ο Τ. Σπυριδάκης έγραψε και σκηνοθέτησε την ταινία μικρού μήκους «Βέρα Κρουζ», που απέσπασε το 1ο βραβείο καλύτερης ταινίας στο αντίστοιχο Φεστιβάλ, τιμήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού και βραβεύτηκε από το Εθνικό Κέντρο Ταινιών της Γαλλίας, το 1990.