Η αισθαντική Τάνια Τσανακλίδου «μεταμορφώνεται» ως Πάτι Σίγκαλ στην παράσταση «Βραδιάζει. Μια ροκ σταρ εξομολογείται», στο έργο με κείμενα του Αντώνη Μποσκοΐτη
Στον ΚΥΡΙΑΚΟ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ
Κάθε Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο, με το που βραδιάζει η αισθαντική Τάνια Τσανακλίδου γίνεται η θρυλική σταρ Πάτι Σίγκαλ στην παράσταση «Βραδιάζει. Μια ροκ σταρ εξομολογείται», του πολυπράγμονος Αντώνη Μποσκοΐτη.
Με αυτή την υπέροχη θεατρική αφορμή μιλάνε στην «ΜΠΑΜ στο Ρεπορτάζ» ο συγγραφέας και η Τάνια Τσανακλίδου,που αγαπάνε και αγκαλιάζουν το ροκ, σε μια εποχή που απεχθάνεται οτιδήποτε αντισυμβατικό. Και αυτό, ναι, είναι ροκ!
– Πώς έχουν κυλήσει οι παραστάσεις μέχρι στιγμής;
Α.ΜΠ.: Καλά θα λέγαμε, δεδομένου του ότι η πρεμιέρα συνέπεσε χρονικά με τα συλλαλητήρια στο Σύνταγμα, δηλαδή πολύ κοντά στο θέατρό μας. Υπήρξε μέρα, να φανταστείτε, που έπεσαν δακρυγόνα ακριβώς έξω από το «Μικρό Χορν», με αποτέλεσμα να εγκλωβιστούν περίπου 100 άτομα μέσα και να περιμένουμε όλοι μαζί μέχρι να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Κατά τα άλλα, όλοι νομίζω ανυπομονούμε κάθε εβδομάδα να έρθει η Πέμπτη για να ξαναβρεθούμε και να παίξουμε το έργο μας στο κοινό.
– Κύριε Μποσκοΐτη, πώς προέκυψε το έργο. Κυρία Τσανακλίδου, τι ήταν αυτό που σας έκανε να πείτε το «ναι»;
Α.ΜΠ.: Όταν η Τάνια ήρθε τον Γενάρη του 2024 και είδε το προηγούμενο έργο, το «Ντίνος Χριστιανόπουλος – Το Ταγκαλάκι», αμέσως εκδήλωσε την επιθυμία να κάνουμε μαζί κάτι παρεμφερές. Το υλικό υπήρχε, επομένως θεατροποίησα τις δύο συνεντεύξεις μου με την Αγγλίδα τραγουδίστρια Μαριάν Φέιθφουλ, φτιάχνοντας κυριολεκτικά πάνω στην Τάνια τον χαρακτήρα της παλαίμαχης ροκ σταρ Πάτι Σίγκαλ. Της πήγα το έργο τελειωμένο τον περασμένο Οκτώβριο, της άρεσε πολύ κι είπαμε «πάμε να το κάνουμε»! Τόσο απλά!
Τ.ΤΣ.: Το ίδιο το έργο, που ο Αντώνης φάνηκε να το έγραψε για μένα. Μου αρέσει πολύ αυτό το είδος του «docu-drama» που εισήγαγε ο Αντώνης στο θέατρο, καθώς δεν είναι απλώς μονόλογοι, αλλά με την παρουσία του ίδιου επί σκηνής, ως ο εαυτός του, υπάρχει διάδραση με όλες τις εντάσεις και τις ψυχολογικές διακυμάνσεις ενός ατόφιου θεατρικού κειμένου. Επιπλέον εδώ ο σκηνοθέτης Χάρης Φλέουρας κατάφερε να δώσει υπόσταση μέχρι και στον ρόλο του μπάτλερ, που τον υποδύεται ο Σάββας Πετρίδης, εκεί που ο συγγραφέας τον είχε συμπεριλάβει ως μια διεκπεραιωτική για την όλη δράση παρουσία.
– Κυρία Τσανακλίδου, πόσο κοντά είστε σε αυτή τη ροκ ηρωίδα, δεδομένου ότι είστε ένας θρύλος της ελληνικής μουσικής;
Τ.ΤΣ.: Κατ’ αρχάς δεν θεωρώ ότι είμαι θρύλος. Το επισημαίνω καθώς δεν είμαι και ούτε ενδιαφέρομαι να γίνω θρύλος. Αυτό που με συνδέει με την ηρωίδα είναι όλη μου η εφηβεία, αφού αυτή ήταν η μουσική που άκουγα. Υπήρξα χίπισσα, τουλάχιστον ενδυματολογικά και ιδεολογικά. Από κει και πέρα η μουσική που με ξεσηκώνει και αγαπώ πολύ είναι, πέρα από τη συμφωνική – κλασική μουσική, η ροκ! Στη δισκοθήκη μου ακόμη υπάρχουν όλα τα αριστουργήματα του βρετανικού και του αμερικανικού ροκ.
– Τι είναι ροκ τη σημερινή εποχή για εσάς;
Τ.ΤΣ.: Σήμερα η εποχή δεν ευνοεί ροκ συμπεριφορές και καταστάσεις, δεδομένου ότι παγκοσμίως υπάρχει μια παραίτηση των ανθρώπων από τα δικαιώματά τους και την ελευθερία τους. Αν αυτό δεν αλλάξει, δεν μπορούμε να μιλάμε για ροκ, μια αντισυμβατική στάση ζωής και μια αναζήτηση της ατομικής και της συλλογικής ελευθερίας. Όσο, λοιπόν, δεν είναι εμφανής μια διάθεση ανατροπής, δεν μπορούμε να μιλάμε για τίποτα ανάλογο.
Α.ΜΠ.: Ροκ είναι ακριβώς ένας πιο αντισυμβατικός τρόπος ζωής και δεν έχει να κάνει με μουσικές κ.λπ. Στη ζωή μου σκέψου μού έλαχε να συναναστραφώ πολλές αυθεντικές ροκ προσωπικότητες, που ανέκαθεν με γοήτευαν.
– Κρατάω τη λέξη «βραδιάζει» από τον τίτλο της παράστασης. Είστε βραδινοί τύποι;
Α.ΜΠ.: Βρικόλακες είμαστε, όχι απλώς βραδινοί τύποι. Καμιά φορά πετυχαίνω την Τάνια στο Facebook στις 2.00 μετά τα μεσάνυχτα και ανταλλάσσουμε μηνύματα. Ειδικά αυτή την περίοδο που γράφω μια κωμωδία, όπως μου τη ζήτησε η Τάνια, φτιάχνω έναν καφέ και κάθομαι στον κομπιούτερ μέχρι να πάει 4.00 το πρωί.
Τ.ΤΣ.: Μπορεί να σας φαίνεται παράξενο, αλλά από παιδί περίμενα να κοιμηθούν οι δικοί μου και πάντα τα βράδια διάβαζα με τη συντροφιά του ραδιοφώνου. Έζησα σαν βραδινός τύπος τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου, αυτό όμως έχει αλλάξει πια. Μου αρέσει να ξυπνάω το πρωί, μου αρέσει η μέρα και δεν θέλω να κάνω άγρια ξενύχτια. Πλέον κοιμάμαι αργά, αλλά απολαμβάνω πολύ το πρωινό ξύπνημα.
– Στις δουλειές σας ήρθατε ποτέ σε εσωτερική «κόντρα» μεταξύ «εμπορικού» και προσωπικών σας πεποιθήσεων;
Τ.ΤΣ.: Όλη μου τη ζωή! Κοντράρω τη διολίσθηση προς το λεγόμενο εμπορικό, αφού όταν υποπτευόμουν πως θα έκανα πράγματα μόνο για εμπορικούς σκοπούς, το σιχαινόμουν. Τελικά έκανα πάντα αυτό που πίστευα και που δεν είχε σχέση με όσα ήθελε ο κόσμος. Πάντα με μια ομάδα ανθρώπων, επίσης, που σκέφτονταν με τον ίδιο τρόπο με μένα.
Α.ΜΠ.: Κοίταξε, μου λένε τώρα πως «άλλαξα πίστα», επειδή συνεργάζομαι με μια μεγάλη, καταξιωμένη ερμηνεύτρια και το έργο μας παίζεται σε κεντρικό αθηναϊκό θέατρο. Πίστεψέ με, δεν έχω καμία τέτοια αίσθηση και νιώθω ακριβώς όπως όταν ξεκινούσαμε το έργο για τον Χριστιανόπουλο, δηλαδή σε ένα εντελώς παρεΐστικο πλαίσιο. Εγώ συνεχίζω να κάνω τη δουλειά μου, όπως την κάνω τα τελευταία σχεδόν 25 χρόνια δίχως καμία προοπτική αν θα «πάει» εμπορικά ή όχι. Το να περνάς καλά και να εκπληρώνεις το όνειρό σου πιστεύω πως δεν σχετίζεται καθόλου με εμπορικές λογικές, αλλά μόνο με τις προσωπικές πεποιθήσεις του καθενός.
– Είστε άνθρωποι που εκφράζετε ελεύθερα την άποψή σας, για πολιτικά/κοινωνικά θέματα, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Είχε κάποιο τίμημα στην πορεία σας αυτή η στάση ζωής;
Α.ΜΠ.: Μπορεί, ίσως, αλλά όταν εκφράζεσαι ελεύθερα ακριβώς είναι και το μόνο που δεν σε απασχολεί. Στη δική μου περίπτωση αυτό λειτούργησε μάλλον θετικά, χωρίς να γίνεται τίποτα επιτηδευμένα. Ο καθένας είναι αυτό που είναι στην τελική και δεν πρέπει να σκέφτεται με στεγανά και στερεότυπα.
Τ.ΤΣ.: Φυσικά και έχει τίμημα, αλλά δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Η δική μου αμοιβή είναι στο τέλος της ημέρας να ξέρω ότι αυτό που έκανα ήταν και αυτό που πίστευα. Υπερασπίστηκα τις αξίες μου και συνεχίζω ανεξαρτήτως τιμήματος, ειδικά στην ηλικία που είμαι. Θα πω κι εγώ ότι είμαι αυτό που είμαι και δεν σκοπεύω να το αλλάξω!
– Κυρία Τσανακλίδου, πρόσφατα ακούσαμε στο Κοινοβούλιο από άνδρα βουλευτή το «κάνε κανένα παιδί», σε γυναίκα βουλευτή. Εσείς βιώσατε ποτέ κάποια επαγγελματική δυσκολία λόγω της γυναικείας φύσης σας;
Τ.ΤΣ.: Όχι λόγω της φύσης του επαγγέλματός μου! Οι γυναίκες καλλιτέχνιδες έχουν μια άλλη αντιμετώπιση από το κοινό, οπότε ενδεχομένως αν δούλευα σε κάποια υπηρεσία, γραφείο κ.λπ. να είχα δυσκολίες. Η καλλιτεχνία μας δίνει την ελευθερία και ένα κύρος ούτως ώστε να μένουμε μακριά από τέτοια φαινόμενα. Με ενοχλεί ο σεξισμός στην κοινωνία, με ενοχλούν κάτι τύποι σαν αυτόν τον «κύριο» στη Βουλή και θεωρώ πως μιλάμε για βαρβαρότητα και έλλειψη πολιτισμού.
– Η τέχνη είναι μια διέξοδος. Θυμάστε κάποια δύσκολη περίοδο της ζωής σας που η τέχνη αποδείχθηκε πραγματικά διέξοδος και σωστική λέμβος για εσάς και πώς;
Τ.ΤΣ.: Πάλι θα σας πω ότι από μικρό παιδί η τέχνη ήταν το καταφύγιό μου. Έγραφα ποιήματα, ήμουν σε χορευτικές ομάδες με το Λύκειο Ελληνίδων και το παιχνίδι μου ήταν το θέατρο. Διαμορφώθηκα έτσι και πλέον δεν μπορώ να ζήσω χωρίς ομορφιά. Πάντως την ομορφιά πλέον την αναγνωρίζω και σε άλλα πράγματα, σε ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα ή σε ένα λουλούδι που ανθίζει, όχι μόνο στα έργα τέχνης που με διεγείρουν πνευματικά και με εμπνέουν.
Α.ΜΠ.: Και μένα το ίδιο ακριβώς! Από 8 – 10 ετών με θυμάμαι να ζωγραφίζω και να πηγαίνω στο συνοικιακό σινεμά, όπου έβλεπα δύο φορές την ταινία για να την καταλάβω καλά και μετά να γυρίσω σπίτι και να γράψω σε ένα μαθητικό τετράδιο την κριτική μου. Δεν είναι τυχαία αυτά τα πράγματα, η κλίση του καθενός φαίνεται από τα μικρά του χρόνια. Έτσι πορεύτηκα κι εγώ μέχρι αυτή τη στιγμή που μιλάμε.
– Είστε και οι δύο δραστήριοι και μαχητικοί. Δίνετε την εικόνα ότι ζείτε σαν να μην υπάρχει αύριο. Είναι μια συνειδητή στάση ζωής, είναι «εκ γενετής» χαρακτηριστικό ή ίσως ο φόβος του θανάτου;
Τ.ΤΣ.: Ο φόβος του θανάτου ύπουλα ελλοχεύει μέσα μας. Το να ζεις σαν να μην υπάρχει αύριο είναι σαν να βγάζεις τη γλώσσα στον θάνατο, αλλά και ένας τρόπος για να μη ζεις σαν τουρίστας σε αυτή τη ζωή. Να βιώνεις πολύ συνειδητά την κάθε στιγμή, να επιτρέπεις στον εαυτό σου τις εκπλήξεις και να μη βαδίζεις πάντα στον κεντρικό δρόμο, βρίσκοντας ενδιαφέρον στους παράδρομους και στα μονοπάτια.
Α.ΜΠ.: Καμιά φορά το να λες ότι ζεις σαν να μην υπάρχει αύριο εμπεριέχει και την αυτοκαταστροφή. Είναι κάτι που ποτέ δεν το «είχα», ίσως γιατί αγαπώ πολύ τη ζωή και ειλικρινά θαυμάζω τους καλλιτέχνες που έζησαν τη ζωή τους στο κόκκινο και έγραψαν τη δική τους ιστορία. Ίσως ακόμη γι’ αυτό ασχολούμαι με τις ζωές των άλλων που με εξιτάρουν, πάντα με αγάπη και σεβασμό, τόσο στα ντοκιμαντέρ μου για τη Φλέρυ Νταντωνάκη ή την Κατερίνα Γώγου, όσο και στα θεατρικά μου για τον Χριστιανόπουλο και τώρα για μια ροκ σταρ των 60s.
– Και οι δύο μέσα από δουλειές σας έχετε εκφράσει πολλές φορές ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες πολύ πριν από την πολιτική ορθότητα, σε εποχές που κοινότητες βρίσκονταν στο περιθώριο. Θυμάστε την πρώτη φορά που υπερασπιστήκατε το «διαφορετικό»;
Τ.ΤΣ.: Πριν από πάρα πολλά χρόνια παρευρέθηκα στην πρώτη σύναξη όλων των ΛΟΑΤΚΙ οργανώσεων σε κεντρικό αθηναϊκό θέατρο. Πήγα γιατί είχα την ανάγκη να στηρίξω αυτούς τους ανθρώπους, που γνώρισαν έντονα τη βία και το bullying στη ζωή τους. Θα πω ότι από μικρή είχα την τάση να είμαι υπέρ των αδυνάτων.
Α.ΜΠ.: Στον Στρατό είχα γίνει κολλητός με τους Ρωσοπόντιους που έβλεπα πόσο ρατσιστικά τους φέρονταν. Ήταν αυτοί που τους έβαζαν να ασπρίζουν τους τοίχους ή να βουλώνουν τις τρύπες στις σκεπές, έτσι, επειδή δεν ήταν σαν τα δικά τους τα γνήσια Ελληνόπουλα. Ένιωθα περήφανος που έκανα παρέα με τους «απόβλητους». Και χρόνια πριν, όμως, θυμάμαι στην εφηβεία μου να κάνω παρέα με περιθωριακούς τύπους, «ροκ τύπους» που λέγαμε πριν, στους οποίους έβρισκα μεγαλύτερο ενδιαφέρον από οποιονδήποτε άλλον νέο της ηλικίας μου.
– Η τραγωδία των Τεμπών είναι μια ανοιχτή πληγή για την ελληνική κοινωνία. Μετά τις μαζικές κινητοποιήσεις του κόσμου, μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα αλλάξει κάτι;
Τ.ΤΣ.: Με το παρόν πολιτικό σύστημα που μας κυβερνάει και με τον κυνισμό που αντιμετωπίζει τα πάντα, δεν θεωρώ ότι μπορούμε να αλλάξουμε αυτούς, αλλά είναι ένας τρόπος να αλλάξουμε εμείς. Να είμαστε ενεργοί πολίτες, αφού αυτό οφείλουμε απέναντι στο ίδιο το Σύνταγμα, στην κοινωνία και στις επόμενες γενιές.
– Έχετε έρθει ποτέ αντιμέτωποι με την αστυνομική βία;
Τ.ΤΣ.: Κατεβαίναμε με την αδελφή μου τη Βασιλίσσης Σοφίας προς τη διαδήλωση. Εποχή μνημονίων. Ήμασταν δύο μεσήλικες γυναίκες στο πεζοδρόμιο, όπου περνάει μια διμοιρία Ματατζήδων και μας χτυπάνε στα πόδια με τα κλομπ. Περπατούσαμε, δεν είχαμε φτάσει καν και δεν ήταν καν εμφανές αν θα συμμετείχαμε στη διαδήλωση. Η βία που αντιμετώπιζα κάθε φορά που πήγαινα και πηγαίνω στις διαδηλώσεις ήταν και είναι δακρυγόνα άνευ λόγου, καθώς και χτυπήματα στον κόσμο δίπλα μου, επίσης άνευ λόγου.
Α.ΜΠ.: Καλά, εδώ δεν δίστασαν να χτυπήσουν τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μανώλη Γλέζο με εκείνες τις φοβερά ντροπιαστικές εικόνες για όλο τον δημοκρατικό κόσμο, σε εμάς θα κώλωναν; Τα ξέρεις αυτά άπαξ δεν κάθεσαι σπίτι σου και βγαίνεις στον δρόμο για να διαμαρτυρηθείς, να γίνεις Street FightingMan που έλεγαν και οι RollingStones. Πλέον κάθε φορά έχουμε μαζί μας Maalox, βαζελίνη για τα μάτια και αθλητικά παπούτσια για να μπορείς να τρέξεις
*Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΜΠΑΜ της Κυριακής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: