Νέες εξελίξεις σχετικά με την υπόθεση των Τεμπών είδαν τις τελευταίες ώρες το φως της δημοσιότητας, μετά την τοποθέτηση της Σταυρούλας Γκούμα, δικηγόρου των ιατροδικαστών της ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Λάρισας, οι οποίοι είχαν μηνυθεί από συγγενείς θυμάτων των Τεμπών, αναφορικά με τον χειρισμό της υπόθεσης του πολύνεκρου δυστυχήματος.
Η κ. Γκούμα απάντησε επί της ουσίας στις πρόσφατες δηλώσεις του Γιάννη Απατσίδη, συνηγόρου της προέδρου του Συλλόγου Συγγενών Θυμάτων «Τέμπη 2023», Μαρίας Καρυστιανού, που κατήγγειλε ιατροδικαστική μεθόδευση και μη ορθή ιατροδικαστική διερεύνηση των θυμάτων του δυστυχήματος των Τεμπών., λέγοντας πως η Εισαγγελία Εφετών Λάρισας έθεσε στο αρχείο την προκαταρκτική έρευνα που διεξήχθη «ως προς το σκέλος που αφορά στη διάπραξη παράβασης καθήκοντος ή άλλης αξιόποινης πράξης εκ μέρους των ιατροδικαστών που άσκησαν καθήκοντα στο συμβάν».
Η Σταυρούλα Γκούμα αναφέρει πως οι δηλώσεις του συνηγόρου της κ. Καρυστιανού έγιναν 6 μήνες μετά την αρχειοθέτηση της έρευνας που έκρινε πως οι ιατροδικαστές δεν διέπραξαν παράβαση καθήκοντος.
Τo ereportaz αποκαλύπτει το σκεπτικό της απόφασης που είχε θέσει στο αρχείο τις δύο μηνύσεις συγγενών θυμάτων που στρέφονταν κατά ιατροδικαστών που ενεπλάκησαν στο δυστύχημα των Τεμπών.
Υπενθυμίζεται πως οι δύο μηνύσεις κατά της ιατροδικαστικής υπηρεσίας που εν τέλει τέθηκαν ως αβάσιμες στο αρχείο υποβλήθηκαν η πρώτη τον Απρίλιο του 2024 από 165 εγκαλούντες μεταξύ των οποίων συγγενείς θυμάτων και η δεύτερη τον Ιούνιο του 2024 από τον Νίκο Πλακιά, που έχασε τις δίδυμες κόρες του και την ανιψιά του στην τραγωδία των Τεμπών.
Το σκεπτικό της απόφασης αρχειοθέτησης των μηνύσεων κατά ιατροδικαστών
«Όσον αφορά την παράλειψη διενέργειας αυτοψίας στο τόπο της τραγωδίας: (…) Στο πλαίσιο της ποινικής προδικασίας, η παρουσία Ιατροδικαστή κατά τη διενέργεια αυτοψίας στον τόπο του συμβάντος (εγκλήματος) αποφασίζεται από την αρμόδια ανακριτική αρχή και αποσκοπεί στη βεβαίωση της πράξης και την αποκάλυψη του δράστη, και για την εν λόγω περίπτωση του πολύνεκρου δυστυχήματος και από το Ειδικό Σχέδιο Διαχείρισης Ανθρωπίνων Απωλειών.
Στην περίπτωση του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών δεν υπήρξε σχετική παραγγελία της αρμόδιας προανακριτικής αρχής αλλά ούτε και αντίστοιχη επισήμανση από την Ιατροδικαστική Υπηρεσία, καθώς εκτιμήθηκε ότι η συγκεκριμένη ανακριτική πράξη δεν θα εισέφερε ιδιαίτερα στοιχεία στη διαδικασία της αναγνώρισης των σορών και στη διερεύνηση των αιτίων θανάτου (…)» αναφέρει η εν λόγω διάταξη και καταλήγει πως:
«(…) η εν λόγω ενέργεια που παραλείφθηκε και εναπόκειτο αποκλειστικά στην επιστημονική κρίση των μηνυομένων ιατροδικαστών, δεν ήταν εκ των πραγμάτων απολύτως αναγκαία για την εξυπηρέτηση των επιδιωκόμενων κατά την ποινική διερεύνηση σκοπών».
Σχετικά με την παράλειψη διενέργειας ιστολογικών και τοξικολογικών εξετάσεων των θυμάτων του δυστυχήματος αναφέρεται ότι:
«Οι συγκεκριμένες εξετάσεις στις περίπτωση των Θανάτων από μαζικές καταστροφές διενεργούνται κατά την κρίση των ιατροδικαστών, όπως αναφέρεται και στο Ειδικό Σχέδιο Διαχείρισης Ανθρωπίνων Απωλειών, σύμφωνα πάντοτε με τα δεδομένα και τους αδιαμφισβήτητους κανόνες της ιατροδικαστικής επιστήμης. Στην προκειμένη περίπτωση για καμία σορό δεν υπήρξε αμφισβήτηση ως προς την αιτία θανάτου, ώστε να απαιτηθεί διενέργεια ιστολογικών εξετάσεων, πράξη που καθίσταται ιατροδικαστικώς αναγκαία όταν η αιτία θανάτου δεν είναι εμφανής και τίθεται ζήτημα περαιτέρω διερεύνησης (…).
Η δε διενέργεια τοξικολογικών εξετάσεων π.χ για ανίχνευση αλκοόλης ή εξαρτησιογόνων ουσιών στις σορούς των επιβατών ήταν για ευνόητους λόγους, που ωστόσο, εκ περισσού έστω, ήδη ανωτέρω αναφέρθηκαν, απολύτως αλυσιτελής. Ειδικά η αναζήτηση στους επιβάτες ανθρακυλαιμοσφαιρίνης μέσω τοξικολογικών εξετάσεων ομοίως κρίθηκε, σύμφωνα με τους Ιατροδικαστές, ως μη αναγκαία και ως μη συνδεόμενη με την αιτία και τον μηχανισμό του θανάτου, διότι:
Η ανωτέρω εξέταση ενδείκνυται για την απόδειξη της επέλευσης ασφυκτικού θανάτου. Στις μη απανθρακωμένες σορούς, αιτία του άμεσου θανάτου ήταν οι διαπιστωθείσες βαρύτατες θανατηφόρες κακώσεις (…). Στις απανθρακωμένες σωρούς ο θάνατος επήλθε λόγω της άμεσης επίδρασης της φωτιάς. Ως εκ τούτου, δεν υπήρχε επίσης περιθώριο προς διερεύνηση επέλευσης του θανάτου από άλλη αιτία (…)» αναφέρει μεταξύ άλλων η διάταξη της εισαγγελίας εφετών.
Η διάταξη που εξηγεί αναλυτικά όλα τα δεδομένα που ελήφθησαν υπόψη καταλήγει:
«Συνακόλουθα από τα συνολικώς ανωτέρω εκτεθέντα συμπεραίνεται ότι δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις τελέσεως της αξιόποινης πράξεως της παραβάσεως καθήκοντος (άρθρα 1, 13 περίπτωση α, 14, 26 παράγραφος 1 εδάφιο α, 27, 51, 53, 259 Ποινικού Κώδικα) κατά τα αντικειμενικά και κατά τα υποκειμενικά στοιχεία ή αντίστοιχες ενδείξεις άλλων αξιόποινων πράξεων, οι οποίες τυχόν έλαβαν χώρα εκ μέρους των ιατροδικαστών που άσκησαν καθήκοντα στο συμβάν του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών και πρέπει να τεθεί στο αρχείο το μέρος της δικογραφίας που τους αφορά, δυνάμει του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 32 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Για τους λόγους αυτούς
Θέτουμε εν μέρει στο αρχείο την ανωτέρω δικογραφία που σχηματίστηκε κατόπιν της υπ. αριθ. 709/2024 παραγγελίας της Διευθύνουσας την Εισαγγελία Εφετών Λάρισας, ως προς το σκέλος που αφορά τυχόν διάπραξη παραβάσεως καθήκοντος ή άλλης αξιόποινης πράξης εκ μέρους των ιατροδικαστών που άσκησαν καθήκοντα στο συμβάν του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών.