Ανοδικά κινείται ο εγχώριος κλάδος της βιομηχανίας των ζυμαρικών όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα μελέτης της Infobank Hellastat AE.
Σύμφωνα με τη Μαρία Θεοδοσοπούλου, Sectorial Studies Consultant, πρόκειται για ένα δυναμικό κλάδο της βιομηχανίας τροφίμων, ο οποίος εμφανίζει υψηλό βαθμό συγκέντρωσης της παραγωγής σε λίγες, αλλά μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις.
Τέταρτη η Ελλάδα στην κατανάλωση ζυμαρικών
Μάλιστα, η πλειοψηφία των επιχειρήσεων αυτών, εφαρμόζει πλήρως καθετοποιημένη παραγωγή, στοχεύοντας στις οικονομίες κλίμακας και στην ανταγωνιστικότητα. Σύμφωνα με το Διεθνή Οργανισμό Ζυμαρικών, η Ελλάδα κατατάσσεται στην τέταρτη θέση της διεθνούς κατάταξης που αφορά την κατανάλωση ζυμαρικών μετά την Ιταλία, την Τυνησία και τη Βενεζουέλα. Συγκεκριμένα, η μέση κατά κεφαλή κατανάλωση ζυμαρικών στη χώρα υπολογίστηκε περίπου στα 11,1 κιλά/ άτομο.
Φθηνά, νόστιμα με υψηλή διατροφική αξία
Γενικότερα, τα ζυμαρικά θεωρούνται από τα πιο δημοφιλή προϊόντα διατροφής, τόσο σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, όσο και σε περιόδους ευημερίας. Ο βασικότερος λόγος είναι η χαμηλή λιανική τιμή πώλησης, έναντι άλλων προϊόντων διατροφής. Ακόμη, η υψηλή διατροφική αξία και η συνεχής προσπάθεια των βιομηχανιών να αυξήσουν την προϊόντική τους βάση, προσφέρουν στους καταναλωτές μία πληθώρα επιλογών, με αποτέλεσμα να τα προτιμούν περισσότερο. Τέλος, ο εύκολος και γρήγορος τρόπος παρασκευής τους αποτελούν ένα επιπλέον κίνητρο για το καταναλωτικό κοινό να τα επιλέξει.
Πόσο αυξήθηκε ο κύκλος εργασιών
Σύμφωνα με την μελέτη, το 2017 ο συνολικός κύκλος εργασιών των εταιρειών αυξήθηκε κατά 1,7% έναντι του προηγούμενου έτους. Αυτό αποδεικνύει ότι η αγορά αρχίζει να ομαλοποιείται και να κινείται ανοδικά, έπειτα από την πτώση των πωλήσεων που προκάλεσαν οι ανακατατάξεις στον κλάδο των super market το 2016.
Στη μελέτη της IBHS αναλύονται οι οικονομικές καταστάσεις πέντε επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τα βασικά συμπεράσματα, ο κύκλος εργασιών το 2017 αυξήθηκε κατά 1,7% και ανήλθε στα 176,67 εκατ. ευρώ έναντι 173,65 εκατ. ευρώ το 2016.
Τα ΚΠΤΦΑ μειώθηκαν κατά 12,6%, στα 22,09 εκατ. ευρώ από 25,28 εκατ. ευρώ και τα ΚΠΦ σημείωσαν μεγαλύτερη μείωση κατά 16,1% στα 15,78 εκατ. ευρώ έναντι 18,81 εκατ. ευρώ το 2016. Τα περιθώρια EBITDA και EBT αυξήθηκαν σε 12,7% και 9,7% αντίστοιχα.
Η κεφαλαιακή μόχλευση διαμορφώθηκε στο επίπεδο 0,35 προς 1 και οι απαιτήσεις εισπράχθηκαν σε περίοδο περίπου 3,6 μηνών.