Ο Θέμης Σοφός μιλά αναλυτικά για την Ηγεσία της Δικαιοσύνης
*Ο Θέμης Σοφός είναι Αντιπρόεδρος του Δ.Σ.Α., Δρ. Νομικής του Πανεπιστημίου Βόννης και Γ.Γ. του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου.
Ανεξαρτήτως της τυπικής ή ουσιαστικής έναρξης της προεκλογικής περιόδου, ο κ. Πρωθυπουργός ανακοίνωσε το βράδυ των εκλογών της 26 Μαΐου 2019 ότι μετά το πέρας των εκλογών (του δεύτερου γύρου) θα μεταβεί στον κ. Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να ζητήσει τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη Εθνικών εκλογών. Η μόνη ερμηνευτική εκδοχή που μπορεί να δοθεί σε αυτήν την πολιτική πράξη είναι η συνομολόγηση της απώλειας της εμπιστοσύνης του εκλογικού σώματος, ώστε οιαδήποτε ενέργεια πλέον από της στιγμής της απώλειας της εμπιστοσύνης του εκλογικού σώματος (26/5/2019) συνιστά προφανή καταδολίευση του πνεύματος και του γράμματος του Συντάγματος, καθώς δεν υφίσταται η δημοκρατική και συνταγματική νομιμοποίηση να λαμβάνει αποφάσεις, παρά μόνον αυτές που έχουν κατεπείγοντα χαρακτήρα.
Σύμφωνα με το άρ. 40 του Ν. 1756/1988 (Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων), ο δικαστικός λειτουργός οφείλει πίστη και αφοσίωση στην πατρίδα και τη δημοκρατία, κατά την άσκηση των καθηκόντων του υπόκειται μόνον στο Σύνταγμα και τους Νόμους, ενώ είναι υποχρεωμένος να μην συμμορφώνεται με διατάξεις που έχουν θεσπιστεί κατά κατάλυση του Συντάγματος. Οι τελικώς επιλεγείσες αξιώτατες Ανώτατες Δικαστικοί Λειτουργοί, υπηρετούν με εξαίρετη επιστημονική κατάρτιση την πιστή τήρηση του Συντάγματος, στην οποία και μόνον έχουν ορκισθεί να υπηρετούν. Λόγω της εμφιλοχωρήσασας αντισυνταγματικότητας της απόφασης της (υπό παραίτηση) Κυβέρνησης, δικαιούνται να αποποιηθούν (άρ. 58 Ν. 1756/1988), και δεν οφείλουν να αποδεχθούν το διορισμό τους. Σύμφωνα με το άρ. 58 παρ. 5 του Κώδικα Οργανισμού των Δικαστηρίων, θεωρείται ότι γίνεται αποδεκτή η παραίτηση και λύεται αυτοδικαίως η υπηρεσιακή σχέση 90 ημέρες μετά την υποβολή της, εφόσον μέχρι την ημέρα αυτή δεν έχει δημοσιευθεί και ανακοινωθεί το διάταγμα της αποδοχής της παραίτησης από τον κ. Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Υπέρ της παρούσας ερμηνευτικής εκδοχής συνηγορεί το περιεχόμενο της από 29/5/2019 επιστολής του κ. Μιχ. Καλογήρου, Υπ. Δικαιοσύνης, ο οποίος έλαβε υπόψιν του την διαφωνία της αξιωματικής αντιπολίτευσης ως προς την ολοκλήρωση της διαδικασίας επιλογής, και αντιλαμβανόμενος το πολιτικό ζήτημα που έχει ανακύψει και επειδή θεωρεί κοινή θεσμική υποχρέωση να αποτραπεί η εντύπωση ότι η επιλογή της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας συνιστά “δέσμευση” οποιασδήποτε Κυβέρνησης (sic), εξέφρασε, ο κ. Υπουργός Δικαιοσύνης, τη βούληση της Κυβέρνησης, να επιλεγούν ο επόμενος Πρόεδρος και Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και οι τρεις Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας από το Υπουργικό Συμβούλιο μετά από συμφωνία με την Αξιωματική Αντιπολίτευση, τιμώντας έτσι τους δικαστικούς λειτουργούς που έχουν ήδη προεπιλεγεί, δίνοντας ταυτόχρονα και ένα ισχυρό μήνυμα συναίνεσης στο συνταγματικό αυτονόητο του σεβασμού μας προς την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη.
Με αυτήν την πολιτικά τολμηρή επιστολή του κ. Υπουργού Δικαιοσύνης, μεταφέρθηκε η θέση και βούληση της Κυβέρνησης, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο ίδιος στην από 29/5/2019 επιστολή του προς τον κ. Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ώστε να καθίσταται αναμφίβολο πλέον ότι η Κυβέρνηση συνομολόγησε την ανάγκη ευρύτερης πολιτικής συναίνεσης και εντεύθεν ευρύτερης νομιμοποίησης από αυτήν που πράγματι έχει στην παρούσα πολιτική συγκυρία. Συνεπεία αυτής της συνομολόγησης της Κυβέρνησης, και της απόρριψης της invitatio Καλογήρου από την Αξιωματική Αντιπολίτευση, δεν ήταν δυνατή πλέον η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και έπρεπε να διακοπεί η διαδικασία επιλογής, λόγω έλλειψης της δημοκρατικής νομιμοποίησης της Κυβέρνησης, και να συνεχίσει αυτή μετά τη νέα λαϊκή εντολή της 7ηςΙουλίου 2019.
Εφόσον πάντως υπογραφεί το διάταγμα από τον κ. Πρόεδρο της Δημοκρατίας μετά την λήξη της θητείας των απερχομένων Δικαστικών Λειτουργών (30/6/2019), ο προβληματισμός inpersonamπρέπει να σταματήσει σε εκείνο το χρονικό σημείο, καθώς η Δικαιοσύνη και η ηγεσία της θα συνεχίσει το έργο της ανεξάρτητη και ανεπηρέαστη από κάθε νομικοπολιτική αξιολόγηση και μετά τη νέα λαϊκή εντολή της 7ης Ιουλίου. Σε κάθε περίπτωση, η ιστορική πολιτική συγκυρία αναδεικνύει και επαναφέρει την αναγκαιότητα της συζήτησης περί την αποκατάσταση της πραγματικής βούλησης του συνταγματικού νομοθέτη για τον θεσμικά ανεξάρτητο ρόλο της δικαστικής λειτουργίας, και το postulatum της παύσης επιλογής της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων από την εκάστοτε εκτελεστική εξουσία.
Πηγή: Ant1