Του ΦΩΤΗ ΑΝΔΡΕΟΥ
«Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν τα συναισθήματά μου. Θα έδινα τα πάντα να γυρνούσα τον χρόνο πίσω για να αλλάξω αυτό που έγινε σε μία μόνο στιγμή ανεξέλεγκτης οργής». Με αυτά τα λόγια ο 39χρονος Kastriot Cenko, οικοδόμος, προσπάθησε να πείσει ανακριτή και εισαγγελέα ότι η δολοφονία της γυναίκας του Alba Cenko με σφυρί, μέσα στο διαμέρισμά τους στους Αμπελοκήπους, ήταν μια στιγμή που το μυαλό του «θόλωσε» και τον οδήγησε στην πράξη του. Σκέφτηκε, κατόπιν εορτής, τα δυο παιδιά τους, ηλικίας 9 και 12 ετών, που από τη μια στιγμή στην άλλη τα άφησε ορφανά από μητέρα και, ουσιαστικά, από πατέρα, καθώς προφυλακίστηκε.
Η «ΜΠΑΜ στο Ρεπορτάζ» φέρνει στη δημοσιότητα τα όσα ισχυρίστηκε ο 39χρονος, ο οποίος το βράδυ της 5ης Δεκεμβρίου αποκάλυψε ότι πριν από μία εβδομάδα είχε σκοτώσει την 32χρονη σύζυγό του, την οποία έβαλε στην ντουλάπα της κρεβατοκάμαράς τους και… ξάπλωσε για να κοιμηθεί!
«Όταν λίγα δευτερόλεπτα αργότερα κατάλαβα τι είχε συμβεί, τρελάθηκα και προσπάθησα να την επαναφέρω δύο φορές. Την πίεζα στο στήθος και προσπαθούσα να την κάνω να αναπνεύσει, αλλά δεν κατάφερα τίποτα. Ήμουν σε κατάσταση πανικού. Τη σκέπασα και την έβαλα στην ντουλάπα», περιέγραψε τις στιγμές μετά τη δολοφονία της 32χρονης γυναίκας του. «Θέλω να ζητήσω μια ειλικρινή συγγνώμη από τα παιδιά μου, που εξαιτίας της πράξης μου στερήθηκαν την παρουσία της μητέρας τους, από τους γονείς και τα αδέλφια της συζύγου μου, που στερήθηκαν την κόρη και αδελφή τους, αλλά και από τον ίδιο μου τον εαυτό, που του στέρησα τον άνθρωπο που είχε τη μεγαλύτερη σημασία και έδινε νόημα στην ύπαρξή μου, μετά τα παιδιά μου!», συνέχισε να λέει ενώπιον του ανακριτή που τον άκουγε να περιγράφει με λεπτομέρειες τι προηγήθηκε της επίθεσης με σφυρί και στη συνέχεια του πνιγμού της 32χρονης γυναίκας. «Διαισθανόμουνα ότι τα πράγματα μεταξύ μας δεν ήταν καλά, αλλά δεν μίλαγα τόσο για χάρη των παιδιών, αλλά και λόγω του παράφορου έρωτά μου για εκείνη, ενώ προσπαθούσα να δουλεύω ολοένα και περισσότερο για να εξασφαλίσω την καλύτερη δυνατή διαβίωση της οικογένειάς μου. Καταλάβαινα ότι η σύζυγός μου ήθελε μια πιο άνετη ζωή, με περισσότερα χρήματα, που εγώ όμως δεν μπορούσα να της προσφέρω, παρόλο που εργάζομαι ως οικοδόμος νυχθημερόν».
Στη συνέχεια ο Kastriot Cenko εξιστόρησε τη στιγμή της δολοφονικής επίθεσης. Αυτό που λειτούργησε ως «πυροκροτητής» ήταν η αποκάλυψη ότι για ένα από τα δύο παιδιά του δεν ήταν ο βιολογικός πατέρας. «Θόλωσα τόσο πολύ, ακούγοντας ότι το παιδί μου, που λατρεύω, δεν ήταν δικό μου, και χωρίς να έχω κανέναν έλεγχο των πράξεών μου έπιασα ένα σφυρί από την τσάντα των εργαλείων που χρησιμοποιώ στην οικοδομή και είχα εντός της κρεβατοκάμαρας, και της κατάφερα ένα χτύπημα στο κεφάλι. Έπεσε πάνω κρεβάτι μας και, εντελώς τυφλωμένος από τα έντονα συναισθήματα που βίωνα εκείνη τη στιγμή, έπιασα το καλώδιο ενός φορτιστή που ήταν δίπλα μου και το έσφιξα στον λαιμό της… Εκείνη την ώρα στη θολωμένη μου σκέψη πέρασαν στιγμιαία οι φράσεις που συνήθιζε να λέει στο μικρότερο παιδί μας, ότι ‘‘είναι χαζό γιατί έχει μοιάσει σε εμένα’’ και ότι ‘‘μακάρι να έμοιαζε λίγο από τον μεγάλο του αδελφό’’, ξεστομίζοντας εκείνη τη στιγμή μια αδιανόητη για εμένα πραγματικότητα, που με οδήγησε σε τόσο έντονη ψυχική υπερδιέγερση, η οποία πυροδότησε τον ανεξέλεγκτο εκείνο μηχανισμό μέσα μου, που είχε ως συνέπεια τον άδικο χαμό της».
Στους αστυνομικούς που ήταν οι πρώτοι οι οποίοι πήγαν στο διαμέρισμα περιέγραψε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τι έκανε μετά τη δολοφονία. «Τοποθέτησα νάιλον σακούλα στο κεφάλι για να μη λερωθεί το διαμέρισμα από τα αίματά της και εν συνεχεία την τύλιξα με τα κλινοσκεπάσματα του κρεβατιού και την τοποθέτησα αρχικά σε μια εσοχή στον τοίχο στο εσωτερικό της εντοιχισμένης, ξύλινης ντουλάπας του υπνοδωματίου μας».
Πώς «κάλυψε» την πράξη του
Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά την όποια μεταμέλεια προσπάθησε να δείξει, λέγοντας ότι δεν διέφυγε στο εξωτερικό, απομάκρυνε τα παιδιά από το σπίτι τα οποία ήταν ανήσυχα καθώς για μία εβδομάδα δεν είχαν δει τη μητέρα τους. «Το Σάββατο πήγα τα παιδιά στο σπίτι του αδελφού μου, για να έχω χρόνο και να είμαι μόνος στο σπίτι. Τότε πήρα το τυλιγμένο σώμα της γυναίκας μου, έβαλα άλλες δύο σακούλες πάνω κάτω με ταινία, έβαλα περιτύλιγμα με φούσκες και με μια σκάλα το ανέβασα στο πατάρι. Ήταν πολύ βαρύ και δυσκολεύτηκα να το ανεβάσω μόνος μου».
Σαν να μην έφτανε αυτό, οι αστυνομικοί της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Αθηνών εντόπισαν στα κινητά τηλέφωνα των παιδιών μηνύματα που υποτίθεται ότι τους είχε στείλει η… νεκρή μητέρα τους. Ήταν ολοφάνερο ότι προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο ο 39χρονος χρησιμοποίησε το κινητό της γυναίκας του για να καθησυχάσει τα παιδιά του τονίζοντάς τους την «παρουσία και τον ρόλο του μπαμπά τους».
Τα ψεύτικα μηνύματα
«Μωρό μου, η μαμά έφυγε, πήρα κάτι ρούχα, μία βαλίτσα, είμαι ήδη στην Πάτρα και δεν θα ξαναγυρίσω σπίτι. Γι’ αυτό να προσέχεις τον αδελφό σου και να ακούσεις τον μπαμπά… Η μαμά όταν θα μαζέψει λεφτά και φτιάξει τα χαρτιά, θα ξαναγυρίσω για να σας πάρω μαζί μου. Προς το παρόν εγώ θα φύγω πολύ μακριά και με τον μπαμπά εγώ χώρισα, γι’ αυτό να τον ακούσετε να μη νευριάσει και να προσέχετε. Όταν θα μπορέσω θα σε πάρω τηλέφωνο, γιατί δεν μπορώ και δεν έχω μονάδες… Φιλάκια σε εσένα και στον αδελφό σου. Και να προσέχετε και να ακούσετε τον μπαμπά. Και κάτι άλλο, μωρό μου, ο μπαμπάς δεν ξέρει ότι εγώ έφυγα, όταν θα διαβάσει το μήνυμα πες του θα τον πάρω εγώ τηλέφωνο, να μη με πάρει αυτός. Εντάξει, φιλάκια, μωρό μου».
Ο 39χρονος λίγο πριν πάρει τον δρόμο για τη φυλακή έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια να πείσει τις δικαστικές αρχές. «Ήθελα να το πω στις Αρχές γιατί δεν άντεχα άλλο το βάρος, κι έτσι κάλεσα την Αστυνομία και με απόλυτη ειλικρίνεια τους είπα τα πάντα… Βίωνα καθημερινά μια ουσιαστική και συνειδητή ενδοσκόπηση, που με οδήγησε να επιζητώ την αυτοτιμωρία μου».