Ήταν 19 Δεκεμβρίου 1980, 03:07 τα ξημερώματα, όταν ο χρόνος σταμάτησε για τα καταστήματα «Μινιόν» και «Κατράντζος». Η ηρεμία εκείνης της κρύας νύχτας συνταράχθηκε από αλλεπάλληλες εκρήξεις με τους περαστικούς από την οδό Πατησίων να βλέπουν έντρομοι τις φλόγες να ξεπηδούν από τα δύο κτήρια. Άμεσα ενημερώθηκε η πυροσβεστική, ωστόσο η εξάπλωση της φωτιάς ήταν γρήγορη εξαιτίας των εύφλεκτων υλικών που βρίσκονταν στα δύο πολυκαταστήματα.
Το κέντρο της Αθήνας μέσα σε λίγα λεπτά έμοιαζε σε κατάσταση πολιορκίας με την πυροσβεστική και την αστυνομία να έχουν αποκλείσει την περιοχή. Στη μάχη της κατάσβεσης ρίχτηκαν 170 πυροσβέστες, οι οποίοι έδωσαν τιτάνια μάχη να περιορίσουν τις εστίες φωτιάς καθώς υπήρχε κίνδυνος άμεσης εξάπλωσης στα γύρω κτίρια από το Μινιόν. Παράλληλα υπήρχε και φόβος για τις δεξαμενές πετρελαίου που βρίσκονταν στο υπόγειο του πολυκαταστήματος, οι οποίες ήταν γεμάτες με 28 τουλάχιστον τόνους.
Και αυτό διότι σε περίπτωση που οι φλόγες έφταναν εκεί τότε θα έμπαινε σε κίνδυνο όλη η περιοχή γύρω από την πλατεία Ομονοίας. Είναι ενδεικτικό ότι η φωτιά είχε τέτοια ένταση που από το «Μινιόν» το μόνο που απέμεινε ήταν ο σκελετός του, ενώ το κτίριο του Κατράντζου κατέρρευσε.
Από τους πρώτους που ενημερώθηκαν ήταν ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης, ο οποίος έφτασε άμεσα στην περιοχή. Η πρώτη του αντίδραση ήταν να μιλήσει για «μεγάλη καταστροφή», ενώ από την πλευρά της η πυροσβεστική υπολόγισε το κόστος των ζημιών σε 2 δισ. δραχμές. Όσον αφορά την αξία των εμπορευμάτων στο κατάστημα Κατράντζος Σπορ υπολογίστηκαν από τον ιδιοκτήτη του σε 800.000.000 δραχμές. Το κτίριο όπου στεγαζόταν το κατάστημα ήταν ιδιόκτητο.
Από την πλευρά του, ο ιδιοκτήτης του Μινιόν Γιάννης Γεωργακάς ανέφερε ότι 2 δισ. δραχμές ήταν το κόστος των εμπορευμάτων. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειώσουμε ότι το Μινιόν διέθετε πάνω από 120.000 κωδικούς και ήταν το 11ο μεγαλύτερο πολυκατάστημα στην Ευρώπη με περίπου 1.000 υπαλλήλους. Παράλληλα ήταν το πρώτο που τοποθέτησε κυλιόμενες σκάλες και κλιματισμό στην Ελλάδα και το πρώτο με εστιατόριο self service.
Η ανάληψη της ευθύνης
Από τις πρώτες ώρες των δύο συμβάντων το ερώτημα που πλανιόταν πάνω από την Αθήνα ήταν ποιος θα μπορούσε να βρίσκεται πίσω από τις φωτιές. «17 Νοέμβρη»; «ΕΛΑ»; Ή κάποια άλλη τρομοκρατική οργάνωση; Εν τέλει την ευθύνη ανέλαβε με τηλεφωνήματά της σε εφημερίδες ένα παρακλάδι του «ΕΛΑ», η νεοσύστατη Επαναστατική Οργάνωση «Οκτώβρης ’80».
Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της εποχής
Η προκήρυξη
Στις 22 Δεκεμβρίου σε προκήρυξη που εστάλη στις εφημερίδες τονιζόταν πως «οπως κάθε επιχείρηση, έτσι και αυτές στηρίζονται στην εκμετάλλευση των προλετάριων. Τα αφεντικά εκμεταλλεύονται την ανάγκη των προλετάριων να έχουν εισόδημα για να ζήσουν και τους στριμώχνουν στο μεροκάματο, την αλλοτρίωση και τη μιζέρια».
Οι δύο εμπρησμοί είχαν και πολιτικές προεκτάσεις καθώς το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου που βρισκόταν προ των πυλών της εξουσίας κατηγορούσε τη Νέα Δημοκρατία ότι «επιτρέπει σε παρακρατικά και εγκληματικά στοιχεία να επιδίδονται σε καταστροφές που θίγουν επαγγελματίες και εργαζόμενους, καθώς και τη γαλήνη του κόσμου», ενώ το ΚΚΕ έκανε λόγο για «σκοτεινή υπόθεση».
Οι έρευνες δεν οδήγησαν πουθενά
Το κύριο μέλημα της Ασφάλεις ήταν η σύλληψη των ενόχων. Πολύ σύντομα συνελήφθη ένας ύποπτος, ο οποίος πολύ σύντομα αφέθηκε ελεύθερος καθώς δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν την ενοχή του. Στη συνέχεια ακολούθησαν οι συλλήψεις της Αικατερίνης και της Ευαγγελίας Τσαγκαράκη. Οι δύο αδερφές, 23 και 20 ετών αντίστοιχα, συνελήφθησαν με την αιτιολογία ότι η μία από τις δύο είχε σχέσεις με πρόσωπα που κινούνταν στον αντιεξουσιαστικό χώρο. Ωστόσο και σε αυτές τις περιπτώσεις τα στοιχεία δεν επαρκούσαν και ως εκ τούτου οι δύο κοπέλες αφέθηκαν ελεύθερες.
Έξι μήνες αργότερα και συγκεκριμένα στις 3 Ιουνίου 1981 σημειώθηκε η ταυτόχρονη πυρπόληση των πολυκαταστημάτων «Κλαουδάτος» και «Ατενέ», όπως επίσης και στις 4 Ιουλίου στον «Δραγώνα». Τρεις μέρες αργότερα στις φλόγες τυλίχθηκε και το πολυκατάστημα «Λαμπρόπουλος» στον Πειραιά.
Ακόμα και σήμερα που έχουν περάσει 43 χρόνια οι υποθέσεις εμπρησμών σε Μινιόν και «Κατράντζος» όπως και οι άλλες τέσσερις που ακολούθησαν, παραμένουν ανεξιχνίαστες και έχουν παραγραφεί δικαστικά.
Η επαναλειτουργία του Μινιόν
Το Μινιόν, επαναλειτούργησε το 1983 με δάνεια, στη συνέχεια κρατικοποιήθηκε λόγω χρεών, έναν χρόνο μετά ξαναπέρασε στα χέρια του αρχικού ιδιοκτήτη. Το 1998 το κτήριο αποκτήθηκε από την Elmec Sports, και μετά την εξαγορά της πέρασε στον όμιλο Folli Follie.
Το 2021 το κτίριο του Μινιόν βγήκε σε διαγωνισμό στον οποίο πλειοδότησε η εταιρεία ανάπτυξης ακινήτων Dimand με προσφορά που ξεπέρασε τα 25 εκατομμύρια ευρώ και το νέο κτίριο του Μινιόν θα επιστρέψει ως σύγχρονο βιοκλιματικό για μεικτές χρήσεις εντός του 2024 και θα φιλοξενεί γραφεία και καταστήματα.
Πηγή: protothema.gr