Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Τι αλλάζει στον ενεργειακό σχεδιασμό της Ελλάδας

LNG, άνθρακας, λιγνίτης, πετρέλαιο και πυρηνική ενέργεια στο μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής για να αντιμετωπιστεί η κρίση.

H ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η γεωπολιτική αστάθεια σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα για την ασφάλεια εφοδιασμού της ενεργειακής αγοράς σε βιώσιμες τιμές υποχρεώνει και την Ελλάδα, από τη μια, να αναζητήσει τρόπους αντιμετώπισης των βραχυπρόθεσμων επιπτώσεων της κρίσης και, από την άλλη, να προχωρήσει σε αναθεώρηση του ενεργειακού σχεδιασμού της.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ 


Τουλάχιστον για το μακρό διάστημα μέχρι την πλήρη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Για αυτό το διάστημα των επόμενων δεκαετιών μέχρι και το 2050, το μείγμα καυσίμων αλλά και οι αναγκαίες υποδομές επανεξετάζονται από τους αρμόδιους φορείς, τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, τους παραγωγούς και την κυβέρνηση.

Η αλλαγή

Οι συνθήκες που διαμορφώνονται εξάλλου υποχρεώνουν συνολικά την Ευρώπη να αναδιαμορφώσει τη στρατηγική της ενεργειακής μετάβασης, που όπως αποδείχθηκε δεν έλαβε υπόψη της την παράμετρο «ασφάλεια εφοδιασμού και κόστος». Το «πρασίνισμα» της οικονομίας αποδεικνύεται μια πολύ δύσκολη άσκηση. Η κρίση του φυσικού αερίου με την εκτόξευση των τιμών επέφερε ήδη μια μετατόπιση ως προς την ενεργειακή μετάβαση της Ε.Ε. Ενώ την τελευταία δεκαετία ο άνθρακας έχει υποχωρήσει και αντικατασταθεί από μονάδες ΑΠΕ, το δεύτερο μισό του 2021, λόγω του υψηλού ενεργειακού κόστους, οι νέες μονάδες ΑΠΕ αντικαθιστούν κυρίως το φυσικό αέριο αντί των μονάδων άνθρακα, τάση που εκτιμάται ότι μπορεί να συνεχιστεί όσο διαρκεί η κρίση. Μόλις την Πέμπτη, εξάλλου, ο επικεφαλής της Πράσινης Συμφωνίας της Ε.Ε. Φρανς Τίμερμανς δήλωσε ότι «οι χώρες μπορούν να συνεχίσουν να καίνε άνθρακα για να μη βασίζονται στο ρωσικό αέριο». «Τα πράγματα έχουν αλλάξει. Εννοώ ότι η ιστορία έχει πάρει μια πολύ απότομη τροπή πριν από μία εβδομάδα και πρέπει να συμβιβαζόμαστε με αυτή την ιστορική αλλαγή», έγραψε στο Τwitter.

Ο στόχος της Ε.Ε. για πλήρη απανθρακοποίηση της οικονομίας το 2050 παραμένει αταλάντευτος και μάλιστα σε κεντρικό επίπεδο λαμβάνονται μέτρα για την επίσπευση των επενδύσεων στις ΑΠΕ. Παράλληλα όμως, στο μεταβατικό διάστημα, ο ρόλος του φυσικού αερίου με τη μορφή κυρίως του LNG λόγω της αναγκαίας απεξάρτησης από τη Ρωσία, όπως και της πυρηνικής ενέργειας, αναγνωρίζονται ως το «αναγκαίο κακό» για τη διασφάλιση της επάρκειας ενεργειακού εφοδιασμού και του περιορισμού του κόστους, που έχει γονατίσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις στην Ευρώπη και απειλεί τους ρυθμούς ανάπτυξης της Ευρωζώνης. Είναι ενδεικτικές οι προτάσεις του ΙΕΑ για τη βραχυπρόθεσμη αντιμετώπιση της κρίσης στην Ευρώπη. Μια προσωρινή αναβολή της απόσυρσης πυρηνικών αντιδραστήρων, σύμφωνα με τον ΙΕΑ, μπορεί να μειώσει τις ανάγκες σε αέριο κατά 1 δισ. κ.μ. μηνιαίως. Η Ευρώπη μπορεί επίσης, σύμφωνα με τον ΙΕΑ, να στραφεί και πάλι στην ηλεκτροπαραγωγή με άνθρακα ή με υγρά καύσιμα, αυξάνοντας όμως τις εκπομπές της. Μια προσωρινή στροφή προς τον άνθρακα και το πετρέλαιο μπορεί να μειώσει κατά 28 δισ. κ.μ. τις εισαγωγές αερίου προτού οδηγήσει σε άνοδο των εκπομπών, όπως εκτιμά.

Η Ελλάδα προσαρμόζεται ήδη σε αυτή τη βραχυπρόθεσμη στρατηγική για τη διασφάλιση της επάρκειας εφοδιασμού, όντας έτοιμη να λειτουργήσει στο φουλ τις λιγνιτικές μονάδες αλλά και τις πετρελαϊκές της Κρήτης και να γυρίσει σε ντίζελ τη λειτουργία πέντε μονάδων φυσικού αερίου.

Μακροπρόθεσμα και ενόψει της αναθεώρησης του ΕΣΕΚ, η συζήτηση για το μείγμα ηλεκτροπαραγωγής, τουλάχιστον για το μεταβατικό διάστημα μέχρι το 2050, μπαίνει σε νέα βάση, καθώς η ενεργειακή κρίση ανέδειξε τη βαρύτητα των εγχώριων καυσίμων τόσο για την ασφάλεια εφοδιασμού όσο και για τη διαμόρφωση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας. Πολλές χώρες στην Ευρώπη άναψαν τα φουγάρα των ανθρακικών μονάδων για να περιορίσουν το κόστος. Η Ελλάδα πληρώνει εξάλλου ακριβά στην κρίση το τίμημα της υψηλής συμμετοχής του φυσικού αερίου στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής (40%-45%) και το έλλειμμα επάρκειας ισχύος. Είναι οι δύο βασικοί παράγοντες που τοποθετούν την ελληνική αγορά στις ακριβότερες της Ευρώπης. Η κακή κατάσταση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, εξάλλου, δεν επιτρέπει τη χρήση τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να μην αποτελεί για τη χώρα εργαλείο μείωσης των τιμών παρότι η παραγωγή από λιγνίτη έχει καταστεί εδώ και μήνες φθηνότερη από αυτή του φυσικού αερίου. Με βάση τα στοιχεία του Μαρτίου, το κόστος μιας λιγνιτικής μονάδας ανέρχεται στα 160 ευρώ η μεγαβατώρα και αντιστοίχως του φυσικού αερίου στα 216 ευρώ και εξωφρενικά παραπάνω με τις τιμές που διαμορφώνονται στα προθεσμιακά συμβόλαια του Απριλίου.

Υπό αυτήν την έννοια, και χωρίς να τίθεται υπό αμφισβήτηση το δρομολογημένο πρόγραμμα απολιγνιτοποίησης, υπό συζήτηση έχει τεθεί ο χρονικός ορίζοντας υλοποίησής του. Η ΡΑΕ φέρεται να εισηγείται ήδη την παραμονή του λιγνίτη στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής μέχρις ότου αντικατασταθεί από μονάδες ΑΠΕ και αποθήκευση ενέργειας, ώστε να μην εξαρτάται από το εισαγόμενο και ως εκ τούτου αναξιόπιστο ως προς την αδιάλειπτη τροφοδοσία του φυσικό αέριο. Παράλληλα, και λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο ευρωπαϊκής πολιτικής, εξετάζει κάθε νέα αδειοδότηση υποδομής φυσικού αερίου με κριτήριο τον επαρκή χρόνο απόσβεσής της και τη δυνατότητα μεταφοράς υδρογόνου ή και βιοαερίων.

Η ΡΑΕ έχει εκφράσει επίσης διαφωνίες στη στρατηγική επέκτασης των δικτύων διανομής φυσικού αερίου σε νέες περιοχές της χώρας, προσκομίζοντας μελέτες που αναδεικνύουν τις αντλίες θερμότητας ως πιο οικονομικές.

Η πυρηνική ενέργεια

Για πρώτη φορά, εξάλλου, δρομολογείται και η συμμετοχή της πυρηνικής ενέργειας στο εγχώριο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής, η οποία θα φτάσει στη χώρα μας μέσω Βουλγαρίας. Οι συζητήσεις, όπως επιβεβαιώνουν κυβερνητικές πηγές, αφορούν την υπογραφή διμερών συμβολαίων προμηθευτών ενέργειας της Ελλάδας με παραγωγή από νέες πυρηνικές μονάδες που σχεδιάζει η Βουλγαρία. Πρόκειται για μακροπρόθεσμα συμβόλαια που διασφαλίζουν σταθερή τιμή χωρίς τις διακυμάνσεις της αγοράς. Η Ελλάδα εμφανίζεται για πρώτη φορά πρόθυμη να χρηματοδοτήσει σταθμούς παραγωγής πυρηνικής ενέργειας, αν και εκτός συνόρων, για να διασφαλίσει χαμηλές τιμές. Στα πυρηνικά άλλωστε στρέφονται όλο και περισσότερες χώρες της Ευρώπης, από τη γειτονική Ιταλία, την Πολωνία και τη Ρουμανία μέχρι τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία, που ενισχύουν το δυναμικό της πυρηνικής παραγωγής τους με νέες επενδύσεις και τεχνολογίες των μικρών αντιδραστήρων.

Απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο με νέους τερματικούς LNG

Το υγροποιημένο φυσικό αέριο LNG αναδεικνύεται συνολικά για την Ευρώπη ως η εναλλακτική βραχυπρόθεσμη λύση για την υποκατάσταση του ρωσικού αερίου, σε περίπτωση που η Ρωσία απαντήσει στις οικονομικές κυρώσεις της Δύσης περικόπτοντας τις παραδόσεις φυσικού αερίου στη Γηραιά Ηπειρο και παράλληλα το μεταβατικό καύσιμο στον δύσβατο δρόμο για την ενεργειακή μετάβαση.  Το 2021 η Ε.Ε., σύμφωνα με τη νέα έκθεση του ΙΕΑ, εισήγαγε από τη Ρωσία 155 δισ. κ.μ. αερίου που κάλυψαν το 45% των αναγκών της.

Η Ε.Ε., σύμφωνα με την ανάλυση του ΙΕΑ,  θα μπορούσε θεωρητικά να αυξήσει τις εισροές LNG κατά 60 δισ. κ.μ. ετησίως, αλλά κάτι τέτοιο θα σήμαινε πολύ «σφιχτή» αγορά LNG και πολύ υψηλές τιμές. Εντούτοις, υπολογίζει ότι είναι εφικτή η εισαγωγή 20 δισ. κ.μ. LNG φέτος μέσω διαλόγου με τους εξαγωγείς (ΗΠΑ, Κατάρ, Αλγερία, Νιγηρία κ.ά).

Η άσκηση απεξάρτησης από το ρωσικό αέριο, ωστόσο, συναρτάται με δύο βασικούς παράγοντες:  Τη διαθεσιμότητα LNG στην παγκόσμια αγορά και τις υποδομές αποθήκευσης και επαναεριοποίησης του LNG, ένας ακόμη τομέας στον οποίο η Ευρώπη παρουσιάζει σημαντική ετερογένεια. Συνολικά η δυνατότητα αποθήκευσης και επαναεριοποίησης υγροποιημένου φυσικού αερίου σε ευρωπαϊκό έδαφος διαμορφώνεται σε 170 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως, εκ των οποίων τα 70 δισ. σε υποδομές της Ισπανίας, με περιορισμένη δυνατότητα μεταφοράς τους στις υπόλοιπες χώρες.

Η τροπή που πήρε η ενεργειακή κρίση μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία υποχρεώνει την Ευρώπη να σχεδιάσει υποδομές LNG. Είναι ενδεικτική της στροφής αυτής η απόφαση της Γερμανίας για την κατασκευή δύο τερματικών LNG. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ισχυρή Γερμανία, με βαθμό εξάρτησης 55% από το ρωσικό αέριο και η χώρα που κινεί τα νήματα της «πράσινης μετάβασης», δεν διαθέτει ούτε έναν σταθμό LNG.

Εν αντιθέσει η Ελλάδα, αν και στο άκρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και όντας μια κλειστή και μονοπωλιακή αγορά στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, συνέδεσε την είσοδο του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μείγμα της χώρας με την παράλληλη κατασκευή και λειτουργία του τερματικού σταθμού στη νήσο Ρεβυθούσα στον κόλπο των Μεγάρων. Το σχέδιο, που με διορατικότητα συνέλαβε τότε ο υπουργός Αναστάσιος Πεπονής, διασφάλιζε για τη χώρα ποσότητες LNG από την Αλγερία, μέσω μακροχρόνιας σύμβασης ως εφεδρεία σε περίπτωση διατάραξης των ροών από τον βασικό προμηθευτή, τη ρωσική Gazprom από την οποία η χώρα εισήγαγε το 100% του αερίου.

Η ύπαρξη της Ρεβυθούσας στην πορεία και με το άνοιγμα της αγοράς συνέβαλε στην ανάπτυξη του ανταγωνισμού και τη μείωση της εξάρτησης από το ρωσικό αέριο. Το 2020 και ενώ έχει προηγηθεί η αύξηση της δυναμικότητας της Ρεβυθούσας με την κατασκευή τρίτης δεξαμενής, το LNG από 8 διαφορετικές χώρες προέλευσης κάλυψε το 46,18% της εγχώριας κατανάλωσης.

Εγχώριοι ενεργειακοί όμιλοι, όπως ο όμιλος Κοπελούζου αρχικά και μετέπειτα η Moror Oil, διαβλέποντας τις προοπτικές που άνοιξε η λειτουργία του αγωγού TΑΡ και ο υπό κατασκευή διασυνδετήριος αγωγός με τη Βουλγαρία (ΙGB) κατέθεσαν σχέδια για νέους τερματικούς σταθμούς LΝG, θέτοντας τις βάσεις για να λειτουργήσει η Ελλάδα ως hub αερίου στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης. Η Gastrade, με μετόχους την Ελμίνα Κοπελούζου, την Gaslog Cyprus Investments Ltd, τη  ΔΕΠΑ Εμπορίας, την Bulgartransgaz και τον ΔΕΣΦΑ κατέθεσε αίτηση στη ΡΑΕ για τη χορήγηση άδειας ενός δεύτερου σταθμού, «ΑΣΦΑ Θράκης», δυναμικότητας 5,5 δισ. κ.μ. αερίου.

Η εταιρεία κατασκευάζει ήδη το FSRU Αλεξανδρούπολης δυναμικότητας 8,3 δισ. κ.μ. αερίου. Εναν ακόμη τερματικό σταθμό LNG δυναμικότητας έως 4 δισ. κ.μ. αερίου προωθεί η Motor Oil στις εγκαταστάσεις των διυλιστηρίων στους Αγ. Θεοδώρους Κορίνθου. Το ελληνικό σύστημα φυσικού αερίου αναμένεται να ενισχυθεί περαιτέρω με την ανάπτυξη της υπόγειας αποθήκης Καβάλας, έργο που βρίσκεται σε διαγωνιστική διαδικασία για την παραχώρησή του και το οποίο διεκδικούν η Energean και η κοινοπραξία των ΤΕΡΝΑ – ΔΕΣΦΑ.

 kathimerini.gr 



ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ