Καθώς ο πόλεμος του Ισραήλ στη Γάζα έχει φτάσει στο τραγικό ορόσημο του ενός έτους, και ένα νέο μέτωπο έχει ανοίξει στον Λίβανο ενώ η περαιτέρω άμεση κλιμάκωση μεταξύ Ισραήλ και Ιράν φαίνεται επικείμενη, πολλοί αναρωτιούνται για τον ρόλο που θα διαδραματίσει ο επόμενος – η πρόεδρος των ΗΠΑ αναλαμβάνοντας μια πιο ενεργή συμμετοχή στην επίλυση της κρίσης από την μέχρι τώρα “χαλαρή” όπως πολλοί εκτιμούν εμπλοκή της κυβέρνησης Μπάιντεν.
Συγκεκριμένα, οι ηγέτες στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή προσβλέπουν σε όποιον μετά την 6η Ιανουαρίου θα βρίσκεται στον Λευκό Οίκο να κάνει περισσότερα για να περιορίσει το Ισραήλ, να προσφέρει αυτοδιάθεση –αν όχι μια ειρηνευτική διαδικασία– για την Παλαιστίνη και να περιορίσει τον επεμβατικό περιφερειακό ρόλο του Ιράν και την ανάπτυξη των πυρηνικών του προγραμμάτων.
Πολλοί αναλυτές πιστεύουν πως είναι αφελές να περιμένουμε είτε από την Kamala Harris είτε από τον Donald Trump να δώσουν προτεραιότητα στη διαχείριση των συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή πάνω από τη μετανάστευση, την οικονομία, τον πόλεμο στην Ουκρανία ή τον ανταγωνισμό με την Κίνα.
Εκτιμούν πως για να έχουν πιο ενεργή και ουσιαστική συμμετοχή η Χάρις ή ο Τραμπ στην περιοχή, πρέπει να ζητήσουν την υποστήριξη των Ευρωπαίων, των Βρετανών και εταίρων τους στη Μέση Ανατολή όπου όλοι θα εργαστούν συλλογικά για την οικοδόμηση πολυμερών διαδικασιών που μπορούν να θέσουν ισχυρότερα θεμέλια για την περιφερειακή σταθερότητα.
Οι Συμφωνίες του Αβραάμ, οι οποίες εξομαλύνουν τις σχέσεις μεταξύ του Ισραήλ, των ΗΑΕ και του Μπαχρέιν, οδήγησαν πολλούς να πιστέψουν ότι μια νέα εποχή ηρεμίας θα ήταν δυνατή στη Μέση Ανατολή. Η απόφαση των ΗΠΑ να θέσουν σε προτεραιότητα την περιοχή που ξεκίνησε με την προεδρία του Μπαράκ Ομπάμα και την αποχώρησή του από το δόγμα «για πάντα πόλεμος» στο Ιράκ και το Αφγανιστάν ήταν ένα δείγμα αυτής της αλλαγής.
Οι Πρόεδροι Τραμπ και Μπάιντεν συνέχισαν αυτή την προσέγγιση, ενθαρρύνοντας τους εταίρους της Αμερικής στη Μέση Ανατολή να αναλάβουν μεγαλύτερη ευθύνη για την περιφερειακή σταθερότητα. Συγκεκριμένα, κανένας από τους δύο δεν ανανέωσε τις διαπραγματεύσεις με το Ιράν, παρά το γεγονός ότι αμφότεροι δεσμεύτηκαν να επιτύχουν μια ισχυρότερη συμφωνία με την Τεχεράνη.
Το σοκ όμως των επιθέσεων της 7ης Οκτωβρίου διέλυσε αυτή την άποψη, και η ανάγκη των ΗΠΑ να θέσουν τα προβλήματα της περιοχής σε προτεραιότητα εμφανίστηκε πιο επιτακτική τους τελευταίους δώδεκα μήνες.
Ενώ η κυβέρνηση Μπάιντεν στήριξε πολιτικά και στρατιωτικά το Ισραήλ, οι ΗΠΑ ήταν ανεπιτυχείς σε πολλούς τομείς: την επίτευξη συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός, την εξασφάλιση της απελευθέρωσης των ομήρων, τη διατήρηση τακτικής ανθρωπιστικής βοήθειας και εκπόνηση ενός βιώσιμου σχεδίου για την “επόμενη μέρα” στη Γάζα.
Οι πολιτικές προσεγγίσεις τόσο του Τραμπ όσο και της Χάρις στη σύγκρουση στην περιοχή της Μ. Ανατολής δείχνουν πως η πρόθεσή τους να αλλάξουν γραμμή στη Μέση Ανατολή είναι αδύναμη και περιορισμένη. Και οι δύο γνωρίζουν ότι η πολιτική στη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα στο Ισραήλ – Παλαιστίνη και Ιράν – απαιτούν επείγουσα προσοχή – αλλά γνωρίζουν πολύ καλά επίσης πως αυτό είναι και ένα πολιτικό ναρκοπέδιο που θα μπορούσε να τους αποξενώσει από τους ψηφοφόρους τους. Παρά τα διαφορετικά σχέδιά τους, με τον Τραμπ να τείνει να είναι πιο απόλυτος, θα συνεχίσουν και οι δύο την τάση της σταδιακής απομάκρυνσης των ΗΠΑ από την διαχείριση των συγκρούσεων προς όφελος του μεγαλύτερου επιμερισμού των βαρών σε όσους βρίσκονται στην περιοχή.
Ντόναλντ Τραμπ
Ο πρώην Πρόεδρος Τραμπ υποσχέθηκε μια πιο σκληρή προσέγγιση με στόχο τον περιορισμό των συγκρούσεων και την προώθηση των συμφερόντων των ΗΠΑ. Όσον αφορά το Ιράν, ο Τραμπ έχει καταστήσει σαφές ότι θα επιστρέψει σε μια πολιτική μεγιστοποίησης της πίεσης για την Ισλαμική Δημοκρατία, για να καταλήξει σε μια νέα συμφωνία με την Τεχεράνη ή εναλλακτικά για να περιορίσει μέσω νέων κυρώσεων ακόμη περισσότερο το Ιράν . Υποστήριξε την αποχώρηση της κυβέρνησής του από το Κοινό Συνολικό Σχέδιο Δράσης του 2015 (JCPOA), γνωστό και ως πυρηνική συμφωνία του Ιράν. Ο Τραμπ υποστηρίζει ότι αυτή η προσέγγιση άσκησε οικονομική πίεση στο Ιράν και μείωσε την ικανότητά του να χρηματοδοτεί ομάδες πληρεξουσίων όπως η Χεζμπολάχ και οι Χούθι.
Οι σύμβουλοί του ανέφεραν επίσης ότι θα επεκτείνουν αυτή την εκστρατεία πίεσης και θα παράσχουν την μέγιστη υποστήριξη στην ιρανική αντιπολίτευση και στους Ιρανούς ακτιβιστές. Ωστόσο, χωρίς σαφείς στόχους ή προθυμία να διαπραγματευτεί με την Τεχεράνη για να περιορίσει περαιτέρω το πυρηνικό πρόγραμμα, το αποτέλεσμα μπορεί κάλλιστα να είναι ένας ακόμη γύρος αστάθειας.
Σε περίπτωση που επιστρέψει στην εξουσία, ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι θα θέσει αμέσως ένα τέλος στον πόλεμο στη Γάζα, αν και το πώς παραμένει ασαφές. Γενικότερα, πιθανότατα θα διπλασιάσει τις συμφωνίες για την προώθηση της ομαλοποίησης Ισραήλ – Σαουδικής Αραβίας και θα προσπαθήσει να παρακάμψει την παλαιστινιακή ηγεσία, εστιάζοντας στην ευρύτερη περιφερειακή ομαλοποίηση. Αλλά η παράκαμψη της παλαιστινιακής αυτοδιάθεσης, η οποία από τις 7 Οκτωβρίου αποτελεί προϋπόθεση για την ευρύτερη αραβική ομαλοποίηση, θα είναι δύσκολη ιδίως για τη Σαουδική Αραβία η οποία θα βρεθεί υπόλογη στο ευρύτερο, πολιτικοποιημένο πλέον, κοινό της.
Καμάλα Χάρις
Η Καμάλα Χάρις από το αντίπαλο στρατόπεδο παρά την πρόσφατη σκληρή της θέση για το Ιράν, αναμένεται ότι θα ενισχύσει το τρέχον κύμα διπλωματικών προσπαθειών για αποκλιμάκωση και διαχείριση των εντάσεων με την Τεχεράνη, αντί να υποστηρίξει τη «μέγιστη πίεση».
Η Χάρις πιθανότατα θα βασιστεί στις προσπάθειες αναβίωσης ενός νέου προγράμματος που θα μπορούσε να περιορίσει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Αναμένεται να δώσει έμφαση σε μια στρατηγική εμπλοκής σε συνδυασμό με πίεση για να αποτρέψει το Ιράν από το να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, ενώ παράλληλα θα ασχοληθεί και με τις περιφερειακές του δραστηριότητες.
Τώρα που το Ιράν παρείχε πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη στη Ρωσία, είναι σαφές ότι η μεταφορά στρατιωτικής βοήθειας στη Ρωσία από την Τεχεράνη χρειάζεται επείγουσα απάντηση πέρα από τη συνεχή εξάρτηση από τις κυρώσεις. Η ομάδα της Χάρις θα ήταν φρόνιμο να ακολουθήσει μια πολυμερή διαδικασία διαπραγμάτευσης που θα φέρει την Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο, που ήδη συζητούν αυτά τα θέματα, να εμπλακούν συλλογικά στην Τεχεράνη σε μια ευρύτερη συμφωνία.
Επιπλέον, η απόκτηση υποστήριξης από το Ισραήλ και τα κράτη του Κόλπου είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την οικοδόμηση μιας πιο βιώσιμης ιρανικής συμφωνίας.
Όσον αφορά το Ισραήλ και την Παλαιστίνη, η Χάρις υπερασπίστηκε σθεναρά την ασφάλεια του Ισραήλ, αλλά προσπάθησε να κρατήσει μια πιο ισορροπημένη στάση από τον Τραμπ και τον Μπάιντεν, μεταξύ της υποστήριξης της ασφάλειας του Ισραήλ και της έκκλησης για διαπραγματεύσεις μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων για μια λύση δύο κρατών. Σε αντίθεση με τον Μπάιντεν, η Χάρις έχει επίσης υπογραμμίσει πιο έντονα τα ανθρωπιστικά ζητήματα στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη και καταδίκασε μονομερείς ενέργειες που υπονομεύουν την ειρηνευτική διαδικασία, όπως η επέκταση των εποικισμών.
Ωστόσο, δεν έχει παράσχει έναν απαραίτητο οδικό χάρτη που θα καθοδηγούσε την προσέγγιση της κυβέρνησής της. Δεδομένου ότι ο Μπάιντεν υποστήριζε τη διαδικασία εξομάλυνσης μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ, πιθανότατα θα αναζωογονούσε αυτό το πλαίσιο και θα στρεφόταν στα περιφερειακά κράτη να υποστηρίξουν την ανοικοδόμηση στη Γάζα και τη μεταρρύθμιση της διακυβέρνησης και της ασφάλειας της Παλαιστίνης.
Ωστόσο, και εδώ, η διαβούλευση και η αποδοχή από τους περιφερειακούς εταίρους των ΗΠΑ, δηλαδή το Ισραήλ και τα κράτη του Κόλπου, θα ήταν επιτακτική για να αποδώσει αυτή η προσέγγιση.
Και οι δύο υποψήφιοι για την προεδρία θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η περιφερειακή σταθερότητα στη Μέση Ανατολή μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω ενός συνδυασμού αποτροπής, διπλωματίας, πολυμερούς δέσμευσης και ιεράρχησης των εταιρικών σχέσεων. Το περασμένο έτος κατέστησε οδυνηρά σαφές ότι η Αμερική από μόνη της δεν είναι σε θέση να επιλύσει τις συγκρούσεις ή να δώσει λύσεις.
Ν.Β.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Η εμπιστοσύνη στη δημοκρατία των ΗΠΑ διακυβεύεται σε αυτές τις εκλογές